«Δεματσούλα» = μικρό δεμάτι θάμνων (πουρνάρια, κέδρα, παλιούρια) χρησιμοποιούμενο για την κατασκευή, το κλείσιμο, το φράξιμο των ποιμενικών εγκαταστάσεων. Με αυτά έφτιαχναν τα πρόχειρα μανδριά.
Από το ομηρικό «δέμω» = κτίζω, οικοδομώ, από το οποίο παράγεται το «δεμάτων», υποκοριστικών του «δέμα -τος» = μικρόν δέμα.

«Δέοντα» = χαιρετίσματα, συνηθισμένα, επιβεβλημένα, πρέποντα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Δώκ' τ' τα δέοντα».
Από το απρόσωπο ομηρικό που προέρχεται από το ρήμα 
«δέω» και «&«» = πρέπει, από το οποίο παράγεται το «δέον -τος» = το πρέπον, το ορθόν, το αναγκαίον.




«Διάβα» = τα κοπάδια σε πορεία που περνούσαν από τους ενδιάμεσους σταθμούς πηγαίνοντας στο ξεκαλοκαιριό ή στα χειμαδιά.
Από το ομηρικό «διαβαίνω» = διέρχομαι, βαίνω από του ενός μέρους εις το έτερον, περνώ.

"Διαγουμίζω":Λεηλατώ, λαφυραγωγώ, αρπάζω. Δημοτικό και Σαρακατσιάνικο τραγούδι: "...μπήκαν κλέφτες να πατήσουν και να βρούν να διαγουμίσουν". Πιθανότατη καταγωγή από την πρόθ. "διά" και το ρήμα "κομίζω" ( Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2,283), το οποίο έχει και την έννοια "αποφέρω ώς λείαν" ( Β. 875, Λ. 738).
Κατά Φιλήντ. Γλωσσογν. 1,130 από το τουρκικό yayma (γιάγμα)= διαρπαγή

«Διακονιάρης» = ζητιάνος, φτωχός και ρακένδυτος.
Πιθανώς από το «διακονέω-ώ» = υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, περιποιούμαι, εφοδιάζω, χορηγώ, παρέχω. Ο «διακονιάρης» ως εκ της καταστάσεως του είναι δέκτης όλων αυτών των διακονημάτων, υπηρεσιών.

«Διαλεώνας» = μέρος στο οποίο υπάρχουν πολλά πράγ­ματα από τα οποία γίνεται διαλογή.
Από το «διαλέγω» = διαχωρίζω, εκλέγω (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Β, 122).

«Διασίδι» και «διάσιμο» = το υφαινόμενο νήμα για παραγωγή υφάσματος.
Από το ρήμα «διάζομαι» και το ουσιαστικό «διάση» (=διά-σιμο) = τακτοποιώ το στημόνι στον αργαλειό, αρχίζω να υφαί­νω (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Α σελ. 423 και Hoeg I 146 1, 178 και II 144). 

«Δικούλη» (το) = ξύλο μήκους 1,5 περίπου μέτρου που στη μπροστινή άκρη του είχε διχάλα και χρησιμοποιού­νταν για τη μετακίνηση αγκαθωτών θάμνων ή χόρτων ή για τη διευκόλυνση κατά το κόψιμο τους. Πιθανή η προέλευση του από το «δίχηλος» και «δίχαλος», τα οποία ιδέ υπό τη λέξη «διχάλα,».

«Δίμτο» = ύφασμα που το ύφαιναν με δύο νήματα (στημόνι - υφάδι) στον αργαλειό.
Από το «δίμιτος -ον» = το ύφασμα εκ δύο μίτων, κλω­στών, υφασμένον.

α) «Δίπλα -ες» = η πτυχή ή οι πτυχές του φουστανιού. 
β) «Δίπλα» καλύβια. Παραλληλεπίπεδα ύψους 3-4 μέτρων, πλάτους 4-5 μέτρων και μήκους 5-10 μέτρων, 
γ) «Δίπλα» = λένε οι Σαρακατσιάνοι το ξύλινο δοκάρι μήκους 4-5 μέτρων που τοποθετούνταν οριζόντια - πλάγια - καβάλα στις δύο όρθιες φούρκες, που στερεώνονταν στο έδαφος και στηριζόταν επάνω του (στη «δίπλα«) η σκηνή - τέντα, δ) «Διπλάρ(ι)κα» = τα δίδυμα παιδιά, αρνιά, κατσίκια κ.λπ.
Από το ομηρικό «διπλόος -ους» = διπλός, διπλασιασμένος, από το οποίο παράγεται το ρήμα «διπλόω -ώ» = διπλασιάζω, διπλώνω.



«Διπλοκουπανιά» = χτύπημα των ρούχων που πλένονται με δύο κόπανους. Το εναλλάξ χτύπημα με δύο.
Από το ομηρικό «διπλή» (Δ, 133. Κ, 134. Τ, 415. τ, 226) = δις, δύο φορές, δις κατ' επανάληψη (σχετικό και το «διπλός», «διπλούς») και «κόπανον» = εργαλείο προς κοπάνισμα, «κοπανιστήρι», κόπανος. 

«Διφτέρι» = σημειωματάριο, τετράδιο, βιβλίο που έγραφαν τους λογαριασμούς τους.
Από το «διφθέρα» = πετσί, δέρμα, τομάρι, φόρεμα ή σκέπασμα δερμάτινο «τας βίβλους διφθέρας καλέουσι από του πα­λαιού Ίωνες» (Ηρόδοτος 558 - το επισήμανε πρώτος ο Αδ. Κοραής).

«Διχάλα» = το διχαλωτό επάνω άκρο της φούρκας στο οποίο στηρίζονται τα οριζόντια ξύλα κάθε ξύλινου κατασκευάσματος (καλύβι, μαντρί, κ.λπ.).
«Διχάλα» σχηματίζεται και τεχνητά με το μπήξιμο στο έδαφος πλάγια δύο διασταυρωμένων ξύλων. Εκεί οι Σαρακατσιάνοι τοποθετούσαν και έδεναν το κεφάλι του γιδιού που κού­ρευαν.
Από το αρχαίο ελληνικό «δίχηλος», που έχει δωρικό τύπο «δίχαλος» = διχαλωτός, δισχιδής, ζώον έχον διπλήν την χηλήν (νύχι).
 

«Δοκιώμαι» = καταλαβαίνω, νομίζω, θυμάμαι, μου φαίνεται ότι.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Του έκλεψαν μια πρατίνα. Την άλλη μέρα όταν τα μέτρησε τη δοκήθηκε...» δηλαδή κατάλα­βε... θυμήθηκε ποια του έλειπε.
Από το ομηρικό 
«δοκέω -ώ, εδοκήθην, δεδόκημαι» = φα­ντάζομαι, θεωρώ, εκτιμώ.

«Δομός» = το ένα στρώμα του σαλώματος (καλαμιά, βρύλες, βούρλα, καναπίτσες κ.λπ.) από τη σκεπή της καλύβας.
Από το ομηρικό «δομός» = οικοδομή, οικοδόμημα, κατοι­κία, οικία, δωμάτιον, μέρος της οικίας, παν το τεθειμένον επί άλλου εν οικοδομή. Από το «δόμος» παράγεται το επίσης ομη­ρικό «δέμω» = οικοδομώ, κτίζω.

"Δρακοντιά":Είδος φυτού, το λεγόμενο φιδόχορτο.
Το αρχ.-ελλ. φυτό "δρακόντιον": φυτόν τί εκ του είδους της εχιδνορρίζης, κοινώς "δρακοντιά" (Ιππ. 532.33, Θεό- φρ. I. Φ. 7.12,2 παρά Διοσκ. 2,195). Μεταγεν/'δρακοντία,-ον" (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1,338, Μ. Φιλ- ντ. Γλωσσογν. 3,15-140). 

"Δράμε": Τρέξε.
Σαρ. φράση: "Δράμε γιατρέ μ' να τον προλάβ'ς ζωντανό, θα πεθάνι".
Προστακτική του ρήματος "τρέχω", που στον β' αόριστο γίνεται έδραμον. Το ρήμα τρέχω συμπληρώνει το ελλιπές Θέω: τρέχω, σπεύδω, φεύγω τρέχοντας ( Οδ. Ο. 247, I. 386 και Ιλ. X. 23, Ιλ. Σ 599).

«Δραγκώνομαι» επί ζώων = αρρωσταίνω από μία ασθέ­νεια που άλλη φορά χτυπούσε τα πρόβατα στα μάτια, «ασπροματιάζονταν» και έχαναν την όραση τους και άλλη φορά πρήζονταν τα πόδια τους, πληγώνονταν τα νύχια τους και δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Τα πρόβατα αυτά τα έλεγαν «δραγκωμένα». Η ασθένεια αυτή ακολουθούσε συνήθως την «παρμάρα». 
Πιθανή καταγωγή του από το «δραχοντιασίζ -εως» = ασθέ­νεια (Γαλην. 2, 392 πρβλ. ελεφαντίασης).

«Δρασκλειά»= η απόσταση ανάμεσα στα δύο πόδια του βαδίζοντος, το άνοιγμα των σκελών.
Από το ρήμα «διασχελίζομαι» = ανοίγω τα σκέλη μου.

 «Δρομόντα» = Γρήγορα

 

«Δυσάκκι ή Δυιτάκι» = διπλός σάκος, δύο μικροί σάκοι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με μια υφασματένια λωρίδα που κρέμονται κατά τη μεταφορά στον ανθρώπινο ώμο, ένας μπροστά και ο άλλος πίσω στην πλάτη. 
Από το αριθμητικό «δυo» και τη λέξη «σαγίς -ίδος»- σάκκος μικρός, σακκίδιον, δισάκκιον, ταγάρι δια ταξείδι (Ησύχιος) ή «σάκκος - σάκος» = σάκος, σακία, σάκος από ύφασμα, ή από γιδόμαλο (Λεξ. L.-S.).

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.