«Είσμπα» = στενό κοίλωμα, άνοιγμα βράχου, σχισμή βράχου, που με πολύ δυσκολία μπαίνει κάτι (άνθρωπος, ζώο) μέσα.
Από το «εις» και το ομηρικό «εμβαίνω» = πηγαίνω εντός, μπαίνω μέσα, εισέρχομαι σε κάτι, υπάγω, χωρώ, προχωρώ.
"Εμορφος-η-ο"= ο όμορφος, ο ωραίος στην όψη. Σαρ. φράση: "Μιά λυγερή, μιά έμορφη που μπήκε να χο¬ρέψει". Ο Σαρ. δεν λέγει "όμορφος". Από το αρχ.-ελλ. "εύμορφος" = όμορφος, ο έχων καλή μορφή (Γ. Μπαμπ. σελ. 601).
"Εμπλαξα" = έμπλεξα, βρήκα το μπελά μου, συνάντησα κάποιον , έπεσα επάνω του.
Σαρ. φράση: " Τον ασκαίνομαι. Δεν ήθελα ούτι να τον ιδώ. Έμπλαξα όμως. Ηρθαμι φάτσα-φάτσα και του'πα καλ'μέ-ρα".
Από το αρχ.-ελλ. "εμπλέκω-ομαι"= συσχετίζομαι μετά τί¬νος, έρχομαι είς σχέσεις, συμπλέκω, συνδέω (Πλάτ. Νομ. 814 Ε, Ισοκρ.181 Ε, Διόδ. 19.2). (παθητικός αόριστος β' ενε-πλάκην).
"Εξώλης": Διεφθαρμένος, ολέθριος, κατεστραμμένος. Από την πρόθεση "έκ" και το ρήμα "όλλυμι": καταστρέ¬φω. (Π. Γιαννακόπουλος ένθ. Ανωτ.) Σοφ. Αντ. 673, Ευρ. Ορν. 1302, μετοχή ολλύς Ιλ. Θ. 472, Μ. 250.
"Εξώλης και προώλης": Φράση που χρησιμοποιείται για να τον χαρακτηρίσει τον διεφθαρμένο άνθρωπο, τον ανυ-πολόγιστο, τον στερούμενο παντός κύρους. Σαρ. Φράση : "Τί τον τηράς. Αυτός είναι εξώλης και προ¬ώλης".
Η ετοιμολογία στην προηγούμενη λέξη.