"Γάβρος":Είδος θάμνου. Από το μεταγενέστερο "γράβιον" (Σ. Ψάλτ. στην Αθηνά 26 ΛΑ 55, Μ. Στεφανίδ. στο Λεξ. Αρχ. 6,210). Κατά C. Meyer, N.S. 5,24 από το σλαβ. Gabru<grabru.

«Γαλαροκοπή» = κομμάτι του κοπαδιού που αποτελείται από γαλάρια πρόβατα. Αποκόπτονται και ξεχωρίζονται από όλο το κοπάδι τα γαλάρια πρόβατα και βόσκουν χωριστά.
Από τα ομηρικά «γάλα» > γαλάριος και το «κόπτω» = πλήττω, κτυπώ, κόπτω, αποκόπτω, κομματιάζω.

«Γαλατσάκι ή Γαλατάσκι» = μικρό ασκί, από επεξεργασμένο δέρμα αρνιού ή κατσικιού, που έσερνε μαζί του ο βοσκός και ήταν γεμάτο ξινό γάλα.
Από τα ομηρικά «ασκός» = ασκός, χρήσιμος εις υποδοχήν και μεταφοράν οίνου, ιδίως ο «αίγειος» και «γάλα».



«Γαλομέτρημα» = το μέτρημα της ποσότητας του γάλακτος, που βγάζουν τα πρόβατα του κάθε σμίχτη ή μέλους του τσελιγκάτου, ιδίως όταν είναι διαφορετικής ράτσας, για να γίνεται πιο σωστά ο λογαριασμός με τον υπολογισμό των εσόδων αναλογικά.
Από τα ομηρικά «γάλα» και «μετρέω -ώ» = μετρώ, διαπερώ την θάλασσαν, ή «μέτρον» = όργανον μετρήσεως μή­κους ή παντός μετρήσιμου.

«Γάνα» = το μαύρισμα στον πάτο των αγγείων (τηγανιού, κατσαρόλας) από το συνεχές κάπνισμα της φωτιάς.
Παράγωγο του ομηρικού «γανάω -ώ» = λαμπρύνω, στιλ­βώνω, γανώνω, λάμπω, ακτινοβολώ.

«Γανιάζω». Σαρακατσιάνικη φράση: «Μ' κόπ' κι η ανάσα, γάνιασ' η γλώσσα μ'.» = στεγνώνω, στέγνωσε η γλώσ­σα μου και έβγαλε παπίλα, στέγνωσε η γλώσσα μου από τη δίψα.
Πιθανόν από το «γανάω -ώ» από το οποίο προήλθε και η λέ­ξη «γάνα» = επίχρισμα, στρώμα που επικάθισε κάπου, και την κατάληξη «-ιάζω».
Ο Hoeg χρησιμοποιεί τη λέξη «γκανιάζω» και με λατινικά στοιχεία (γαλλικά) τη λέξη «gan'azu». Στους Σαρακατσιάνους η λέξη «γκανιάζω» έχει άλλη έννοια. Σημαίνει σκούζω, κλαίω δυνατά και ασταμάτητα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Γκάνιαξε το καημένο το παιδί, θέλ' τ' μάνα τ'.»

«Γάρος» = υγρό από γάλα ή τυρόγαλο καλά αλατισμένο και βρασμένο που καλύπτει το τυρί στο δοχείο ή στο τομάρι για να μην αλλοιώνεται και χαλάει.
Από το «γάρος» = ζωμός, έμβασμα εξ άλμης (αλμυρός) και μικρών ιχθύων (Γ. Χατζηδ. Αθηνά 29 Λ Α 4).

«Γάστρος» κοίλο σιδερένιο σκεύος το οποίο υπερθέρμαιναν στη φωτιά μέχρι που να κοκκινίσει, το «φόρτωναν» στάχτη και κάρβουνα και σκέπαζαν το ταψί με το περιεχόμενο του, που  ετοποθετείτο στη «βάτρα», πολύ ζεστή και εκείνη από το επ' αυτής κάψιμο των ξύλων, για να ψηθεί το φαγητό.
Ο «γάστρος» είχε σχήμα κοίλο, έμοιαζε με τη φουσκωμέ­νη κοιλιά.
Πιθανή καταγωγή του από το ομηρικό «γάστρη» = κατώτερον μέρος αγγείου εξογκούμενου στην κοιλιά (Γ. Χατζηδ. Αθ. 1, 137). Συναφές και το «γαστήρ -έρος» = κοιλιά, υπογάστριον, στόμαχος, μήτρα. Σχετικό και το «γάστρις -ιδος» =ο έχων μεγάλη κοιλιά. Υπήρχε στη Δωρική διάλεκτο και η λέ­ξη «γάστωρ» (ο).
 


"Γδούπος":Ξερός κρότος, κυρίως από το πέσιμο βαρύ αντικειμένου στο έδαφος ή σε άλλη σκληρή επιφάνεια. Από το "δοιίπος": πας κρότος αμβλύς, βρόντος, πάταγος, κλαγγή, κτύπος (Ιλ. Κ. 354, Π 635, Λ 364, Π 361 και Οδ. Π. 10, Κ 556). Απαντάται όμως και σύνθετο "ερίγδου- πος" (Οδ. Ο 180)= τρομερόβροντος.

"Γέννημα"=Καρπός, τρόφιμο δημητριακό, όσπριο κ.λ.π., συνήθως αποθηκευμένο για να καταναλωθεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ό,τι παράγει η γή, κυρίως τα σιτηρά.
Σαρ. φράσεις: "Με τ'αλαφρώματα φορτώσαμε και τα γεννήματα για να περάσουμε το χ'μώνα". "Πααίναμε με τ' άλογα και βαράγαμε στ' αλώνια και παίρναμε γέννημα".
Από το αρχ.-ελλ. "γεννώ" = φέρω στον κόσμο παιδιά κ.λ.π. παράγω, δημιουργώ, από το οποίο παράγεται το "γέννη-μα"= το γεννώμενο (Ν. Ανδριώτης σελ. 64).

«Γεννολίβαδο» = το μέρος του λιβαδιού που φύλαγαν αβόσκητο οι Σαρακατσιάνοι για να βοσκήσουν τα γεννημένα πρόβατα.
Απ' το «γενάω -ώ» = γεννώ, παράγω, δημιουργώ και το «λιβάδιον» (ιδέ ανωτ.).

«Γεννώμενο» = το ύφασμα που μετά τον αργαλειό βαφόταν συνήθως μαύρο, γινόταν η επεξεργασία στο μαντάνι και ραβόταν μετά. Η επεξεργασία στο μαντάνι ήταν το τελευταίο στάδιο της όλης διαδικασίας της παραγωγής του. Παράγωγο του ρήματος «γεννάω -ώ -ώμαι» = γεννώ, πα­ράγω, δημιουργώ. Σχετικό και το ουσιαστικό «γέννημα» (ιδέ πιο πάνω).

«Γερακομύτης» = ο έχων γαμψή μύτη, όπως η μύτη του γερακιού. 
Από το «ιέραζ -ακος» = γεράκι και το «μύτη» = ρίνα.

«Γεροξούρας» και «ξούρας» = ο ξεροκέφαλος γέροντας, ο ξεκούτης γέροντας.
Στον Πολυδ. 133 υπάρχει η ακόλουθη φράση : «Ο μεν ξυρίας πρεσβύτερος των γερόντων, λευκός την κόμην, το δε γένειον εν χρω καίριας εστίν ο ξυρίας, επιμήκης ων τας παρει­άς.»
Από το 
«γέρων -οντος» και το «ξυρίας», που εξελίχθηκε πιθανώς σε > ξύρας > ξούρας και σημαίνει = ο πρεσβύτερος των γερόντων. Συναφές και το «ξυρέω» > «ξυράω» = ξυρίζω και το ομηρικό «ξυρόν» = ξυράφιον.
Υποστηρίζεται όμως και η άποψη (Λεξικό Ν. Ανδριώτη) ότι προέρχεται από το «έζωρος» = ανάρμοστος, απρεπής, το έξω της ώρας·της νεότητος, μη πλέον νεαρός, ο παλαιός, ο άκαιρος.

"Γερεύω":Γίνομαι καλά, ήμουν άρρωστος και γίνομαι καλά, θεραπεύομαι από την αρρώστια που είχα. Από το ρήμα αυτό παράγεται το μεταγενέστερο επίθετο "γερός" (Δημητράκου σελ. 1541). Από το αρχ.-ελλ. "υγιηρός": γερός, ακέραιος, υγιής, ο απολαύων πλήρους υγείας (Πινδ. Ν. 3.29, Ηρόδ. 4.187 και Ιππ. Π. Αερ. 282).

"Γεύομαι":Ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι.
Σαρ. φράση: "Τι τον αφίνιτι και γεύεται. Δεν τον λυπάστε τον καημένο;" "Γεύεται το καημένο το άλογο. Σκώτο στο, δεν το λυπάσαι;"
Από το αρχ.-ελλ. "γεύωομαι": γεύομαι, δοκιμάζω, αισθάνομαι, λαμβάνω πείραν των μόχθων και των πόνων (Πίνδ. Ν. 6,41 Σοφ. Τρ. 1101 ,Ευρ. Αλκ. 1069, Σοφ. Αντ. 1005).

«Γηροκόμια» = τα μη δυνάμενα να ακολουθήσουν το κοπάδι γηρασμένα ή ασθενή αδύνατα ζώα που μεταφέρονταν από τόπο σε τόπο φορτωμένα στα άλογα (πανωσάμαρα ή πανωγόμι) ή έμεναν και τα περιποιούνταν στη 
στάνη. «Γηροκόμι» χαρακτηριζόταν και ο γέρων, ο αδύνατος άνθρωπος.
Παράγωγο του «γηροκόμος» = ο περιποιούμενος γέροντες, που είναι σύνθετη λέξη του ομηρικού «γήρας» = το γήρας, τα γεράματα και του επίσης ομηρικού «κομίζω», μέλλοντας «κομιώ» = θεραπεύω, επιμελούμαι, περιποιούμαι, «κυττάζω» (Ζ, 490. Φ, 50. α, 56 = φέρω εις την οικίαν μου τινά ίνα τον πε­ριποιηθώ).

«Γιεμ'» = προσφώνηση που ισοδυναμεί με το «εσύ».
Από το ομηρικό «υιέ μου».

«Γιόμα» = μεσημέρι, γεύμα, μεσημεριανό φαγητό. «Απόγιομα» = απόγευμα.
Από το ομηρικό «γειίω» = δίδω σε κάποιον τη γεύση κά­ποιου πράγματος, δοκιμάζω, τρώγω, από το οποίο παράγεται το «γεύμα», (ρ, 413. υ, 181. φ, 61).
Ίσως και από το «γέμω» ή «γεμίζω» = είμαι γεμάτος, εί­μαι πλήρης από κάτι, διότι το «γιόμα» ο ήλιος γιομίζει την πο­ρεία του προς τα πάνω και αρχίζει να κατεβαίνει.

«Γιομίδια» = είδος φαγητού, βραστά εντόσθια με σπανάκι και φρέσκα κρεμμυδάκια.
Από το «γέμος» = βάρος, φορτίον, εντόσθια, παράγωγο του «γέμω» = είμαι γεμάτος, πλήρης και του «γεμίζω» = πληρώ εντελώς, φορτώνω τι με τι.



"Γκαρίζω": Η φωνή του γάιδαρου.
Από το αρχ.-ελλ. "ογκώμαι": Φωνάζω, που εξελίχθηκε σε ογκαρίζω. Το ογκάομαι - ώμαι είναι ηχοποιημένη λέξη της φωνής του γάιδαρου "ογκ-ογκ" (Π. Γιαννακόπουλος, Λεξικό Ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας έκδ. ΠΕΛΕΚΟΥΔΑΣ-Αριστ. Ζ. I. 609α και Ξεν. Απομνημονεύματα Λ, β, 25). Κατά τον Φ. Κουκουλέ (Επετηρ. Φιλοσ. Αθηνών 5,250) από το αρχ.-ελλ. "γαρυω": φωνάζω.

"Γκαστριά"- "Γκαστρώνω - ομαι":Η εγκυμοσύνη, καθιστώ κάποια έγκυο.
Από το μεσνκ. "εγκαστρώνω": καθιστώ κάποια έγκυο, που παράγεται από το αρχ.-ελλ. "εγγάστριον" και την κατάληξη -ώνω.
Το "εγγάστριον" παράγεται από την πρόθεση "εν": εντός, μέσα και την λέξη "γαστήρ-έρος": κοιλιά.

"Γκαστρολογιέμαι":Εμφανίζω σημάδια ότι ξεκινάει η εγκυμοσύνη μου ή βρίσκομαι στον πρώτο καιρό της εγκυμοσύνης ή στις πρώτες και συνεχείς προσπάθειες περιέλευσης σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Σύνθετη λέξη από τις αρχαίες ελληνικές "εν" και "γα- στήρ,-έρος", που εξελίχθηκε σε "εγγάστριον"και "εγγα- στρώνω" και το αρχαίο ελληνικό ρήμα "λογίζομαι"= θεωρούμαι, που προέρχεται από το "λόγος".

Γκρασνό = Απαίδευτος, αμαθής , ξεροκάφαλος , εγωιστής , βλάξ...κ.α . (Προσφορά του Α. Κοντογιάννη)

«Γκρίντζιαλος» ή «γρίζιαλος» = γκρινιάρης, μεμψίμοιρος.
Από το ομηρικό «γρύζω» - γογγύζω, μουρμουρίζω, λέγω γρ. Σχετικό είναι και το ρήμα «γρυλλίζω» = γρυλλίζω, μου­γκρίζω (Αραβαντινός Ηπ. Γλ. σελ. 35. Meyer Ν. St. II σελ. 25). 

"Γκώνω":Διογκώνω την κοιλιά μου με τροφές, χορταίνω, παραγεμίζω με φαγητό την κοιλιά μου. Σαρ. φράση: "Δέν τον γλέπ'ς. Γκώθ'κει. Ούτε άλλη μία χαψιά δέν μπορεί να φάει". Από το αρχ.-ελλ. "ογκόω -ώ": φουσκώνω, εκτείνω, διαστέλλω, εξογκώνομαι λόγω πολυφαγίας (γαστήρ ωγκώθη Βάβρ. 86 πρβλ. Ill, Σοφ. Αποσπ. 679, Ευρ. Ηλ. 381).

"Γλαρά" μάτια:Μεγάλα μάτια γεμάτα έκφραση, γεμάτα χαρά και ευθυμία, χαρούμενα μεγάλα μάτια. Από το αρχ.-ελλ. "ιλαρός": φαιδρός, εύθυμος, πλήρης χαράς, περιχαρής στην όψη (Αριστοφ. Βάτρ. 455 Ξεν. Απομν. 2.7.12).
Κατά τον S. Caratzas στον Neophil 33.239 και εξ. από το "βλαρός", "βλαδαρός".
Κατά τον I. Καλλέργη στο Λεξ. Δελτίο 9,1 και εξ.απο το "γελαρός" <γαλαρός.

"Γλοιτσιάζω"= καθιστώ κάτι γλοιώδες, γλιστερό, το κάνω να γλιστράει.
Από την αρχ.-ελλ. λέξη "γλοιός"= κόλλα, λιπαρή ουσία (Γ. Μπαμπ. σελ. 431) και την κατάληξη -ιάζω.

"Γνέμα":Το νήμα που προέρχεται από το μαλλί που γνέθεται στη ρόκα κυρίως. Το παράγωγο του γνεσίματος. Από το μεσνκ. "γνέθω", που παράγεται από το αρχ.-ελλ. "νέω" και "νή" και το προσθετικό γ (Ν. Ανδρ. σελ. 69). Από το ομηρικό «νήμα-τος», (β, 98. δ, 134. τ, 413. ω, 133) = νήμα, προερχόμενο από το ρήμα νε'ω, νήθω, γνέθω = γνέθω, κλώθω.

«Γνώρος» = το γνώρισμα από τον Σαρακατσιάνο των προβάτων του, όχι μόνον από το σημάδι, αλλά και από τα σωματικά τους χαρακτηριστικά.
Από το «γνωρίζω» = καθιστώ γνωστόν, αναγνωρίζω, έχω γνώσιν τινός.

«Γομάρι» = όνος, γαϊδούρι.
Από το «γόμος» = φορτίον πλοίου, φορτίον κτήνους. 
Το 
«γομάρι» είναι υποκοριστικό του «γόμος» και σημαίνει φορτίον και όνος. Συναφές είναι και το ρήμα «γομόω-ώ» = φορτώνω τον όνον.

«Γούπατο» = βαθούλωμα γης, πάτωμα γης, το βαθύτερο μέρος της χούνης.
Από τα ομηρικά «γη;» και «πάτος» = πάτημα, πατησιά, βήμα, πάτος ανθρώπων (Ζ, 202. I, 1190).

"Γραίνω":Ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως, ξαίνω τα μαλλιά.
Οι Σαρ. κατά το ξέσιμο των μαλλιών τα έραιναν με νερό για ευκολότερο ξέμπλεγμα.
Πιθανόν από το ρήμα "ραίνω": ραντίζω, πιτσιλίζω (υ 150, Μ 431, Λ 282) διασκορπίζω (Ευρ. Αποσπ. 388).

"Γραμμένος":Ο πολύ όμορφος άνθρωπος. Ο όμορφος σα ζωγραφιά. Ο έχων όμορφα χαρακτηριστικά σαν να είναι γραμμένα με κονδύλι. Σαρ. φράση: "Πανέμορφος, γραμμένος σ' λέω". Μετοχή παρακειμένου του ρήματος "Γράφω -ομαι", γεγραμμένος- γραμμένος (Ρ. 599, Ιλ. Ζ 168).

«Γρασίδι» = χλωρό χόρτο, το κριθάρι ή σιτάρι τον πρώτο καιρό μετά το φύτρωμά του, που βόσκεται από τα πρόβατα.
Από το «γράστις -εως» = «γρασίδι», χλωρό χόρτο και εκεί­νο από το ρήμα «γράω» - τρώω, ροκανίζω.
Το «γράστης» απαντάται και ως «κράστης» ή «κράτης» με την ίδια έννοια (Αδ. Κοραής ΔΙ σελ. 85. L.-S. I, 542).

«Γυρίσματα» = Κατά τους Θεσσαλούς Σαρακατσιάνους η πρώτη επίσκεψη μετά το γάμο της νύφης με τον άν­δρα της στην πατρική οικία, που έπαιρνε πανηγυρικό χαρα­κτήρα με την υποδοχή, το «φίλεμα», στις καλύβες τους απ' όλους τους συγγενείς και την ανταλλαγή δώρων. Τα λεγόμε­να και «επιστρόφια» από Σαρακατσιάνους άλλων περιοχών. Από το ομηρικό «γύρος -η -ον» = καμπύλος, γυρτός, κυρτός (τ, 246), και από το οποίο παράγεται το «γυρίζω» (Πανάρε­τος Χρον. τραπ. παρ. 23) = επιστρέφω.

"Γυροβολιά":Η περιφορά γύρω από ένα αντικείμενο, γενικά το στριφογύρισμα ενός ανθρώπου. Από το αρχ.-ελλ. "γυρός"= στρογγυλός, που μτγν. εξελίχθηκε σε "γύρος" και το ρήμα "βάλλω" (Γ. Μπαμπ. σελ. 453, Ν. Ανδρ. σ. 74 και Φ. Κουκουλ. Επετ. Φιλοσ. Αθην. 5, 253). 
Από το ομηρικό «γύρος» (ιδέ ανωτέρω), από το οποίο πα­ράγεται το «γυρόω-ώ» = κάνω στρογγύλον, κάμπτω, και το επίσης ομηρικό «βάλλω».

«Γωνολίθια» = δύο μικρές λίθινες πλάκες μήκους 20-25 εκατοστών περίπου, και πλάτους - ύψους 15-20 εκατοστών που μπαίνουν εκατέρωθεν (στις δύο άκρες) του «πυρομάχου» (ιδέ λέξη) και σχεδόν κάθετα προς αυτόν για να περιορίζουν το χώρο της βάτρας και να μην σκορπούν τα κάρβουνα. Το υπόλοιπο της «βάτρας» έχει τον «κοθράκο» για τον οποίο ίδετε στη λέξη «πυρομάχος».
Από το «γωνία» = η γωνιά και το ομηρικό «λίθος» = λί­θος, λιθάρι, πολύτιμος λίθος, βωμός, ύψωμα, πέτρα της κύστεως.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.