«Ίγγλα» = η ζώνη με την οποία δένεται σφιχτά το σα­μάρι στο σώμα του αλόγου, η «ζώστρα».
Από το «γιγγλυμός» = στρόφιγξ, θλακωτήρι, το θηλύκωμα των αρμών του σώματος, η κλείδωσις και τη λέξη «γίγγλα», που παράγεται από το ρήμα «γιγγλυμόομαι» = ενώνο­μαι (Σ. Βυζ. Α - Μ 2500).

«Ιδιάζω», «ίδιασμα» = διαδικασία κατά την προετοι­μασία των νημάτων για να υφανθούν στον αργαλειό. Κατ' αυ­τήν ξεχωρίζει μία-μία κλωστή.
Από το αρχαίο ελληνικό «ιδιάζω» = ζω μακράν των άλ­λων, αποσύρομαι εις τα ίδια, ξεχωρίζω από τους άλλους, ιδιω-τεύω, αλλά και μένω μόνος μετά τίνος, ανταμώνω κατ' ιδίαν, ιδιοποιούμαι, ασχολούμαι ιδίως εις τι (Ηρωδιαν. 4,12. Δίων Κ. 66,9. Αριστοτ. Προβλ. 19,45).
Από το ίδιο ρήμα προέρχεται και η λέξη «ιδιάστρα» = το μέρος του εδάφους που «μπήχνονταν» μερικά ξύλα μήκους 15-20 εκατοστών και τυλιγόταν σ' αυτά το προς ύφανση νήμα.


«Ιλιάτσι» = θεραπευτικό φάρμακο.
Από το ομηρικό «ίλαος» και «ίλεος» = ευμενής, πράος, αγαθός, και το ρήμα «ιλάσκομαι - ιλάσομαι» = εξιλεώνω, κά­μνω εξιλέωση, γίνομαι ελεήμων, εύσπλαχνος. Συναφές είναι και το ομηρικό ρήμα «ιλάσκομαι» = εξιλεώνω, καταπραΰνω, κάμνω τινά προς εμαυτόν ίλεων, ευμενή.
Γνωστές και οι λέξεις «ίλασμα», «ιλέωσις» = εξιλέωση.

"Ιδρώπκας":Ιδρώτας.
Σαρ. φράση: "Τον έκοψε κρύος ιδρώπκας". Ιδρωκοποίθη- κε, έγινε μούσκεμα από τον ιδρώτα.
Πιθανή προέλευση από το "ιδρώς -ώτος": ιδρώτας. Πρέπει όμως να έχει επηρεασθεί και από την αρχ.-ελλ. "δρώ- παξ-κος": το εκ πίσσης έμπλαστρον, που επικολλάται στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους και όταν αποκολλά- ται ξεριζώνει και τις τυχόν τρίχες του μέρους του σώματος στο οποίο έχει επικολληθεί. Τότε ο ασθενής από τον πολύ πόνο ιδρώνει.
Συνεσ. 75 D, Γαλήν, (εν τη γενική, Μαρτιάλ. 3,74., 10.65).

«Ίσιωμα», «ισιάδια» = τα επίπεδα και ομαλά τμήματα του λιβαδιού, οι λεγόμενες και «λάκες».
Από το «ίσος -ισώτερος» = ίσος, δίκαιος, ομαλός, επίπε->ς. Συναφές είναι και το ομηρικό «ισόπεδον» = το ίσον, το ί,αλόν έδαφος, το ισιάδι (Ν, 442).
 

«Ιτεύω», «ίτεμα» = γιατρεύω, γιατριά, κυρίως ιατρική περιποίηση δαγκωμένου μέρους του σώματος από σκύλο ή λύκο με το χύσιμο επάνω στο πληγωμένο μέρος ζεστού λαδιού. 
Από το «ιατρός», «ιατρεύω» ή από το «ιάομαι-ώμαι», «ία-α» = είμαι ιατρός, επιμελούμαι ασθενή, θεραπεύω, διορθώνω.

"Ιχλής":Πρακτικός ορθοπεδικός, αυτός που με τα δάχτυλά του ανιχνεύει τα σπασμένα ή τα βγαλμένα κόκκαλα για να τα γιατρέψει.
Πιθανότατα από το "ίχνος": χνάρι, πατημασιά (ρ. 317), από το οποίο παράγεται και το αρχ.-ελλ. (Π. Γιαννακόπουλος-ένθ. ανωτ.), "ιχνεύω": ανιχνεύω, ιχνηλατώ (Σοφ. Αί. 20, Ο. Τ. 221, 475), αναζητώ, ακολουθώ τα ίχνη κάποιου.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.