"Κάδη":Ξύλινο εργαλείο μέσα στο οποίο "χτυπιόταν" με το βουρτσόξυλο η "κορφή" δηλαδή το ξυνισμένο γάλα, που προορίζεται για αποβουτύρωση. Η κάδη λέγεται και βούρτσα.
Από το αρχ.-ελλ. "κάδος" (Ν. Ανδρ. 138).

"Καήλα":Το κάψιμο, η αίσθηση του καψίματος και ο πόνος από αυτό.
Από το αρχ.-ελλ. "καίω-ομαι", αόρ. εκάην και την κατάληξη -λα (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2, 251 και εξ. και Οδ. 1.533, Ιλ. Φ. 343, Οδ. Φ. 175).



«Κάϊας» = ο κακός, ο γουρσούζης, ο εγκληματίας. 
Οι Σαρακατσιάνοι ήταν και καλοί χριστιανοί και δεν μπορεί παρά να εγνώριζαν την ιστορία του Κάιν και του αδελφού του Άβελ και έλεγαν «κάια» κάθε κακό άνθρωπο, κάθε εγκληματία, που η πράξη του ή η συμπεριφορά του τους θύμιζε τη συμπεριφορά του «Κάιν» έναντι του «Άβελ».

"Κακάβι":Χύτρα, μαγειρικό σκεύος διαφόρων διαστάσεων, συνήθως με μεταλλικό χερούλι.
Από το "κακάβιν", που παράγεται από το αρχ.-ελλ. "κακάβιον", υποκοριστικό του "κακάβη" (Κ. Αμαντος Γλωσσ. Μελέτ. 106) και Αθήν. 1696 (Αριστοφ. Αποσπ. 26), Αντιφανης εν Φιλοθηβαίω 1.,3.

«Κακαράντζα» = η βουνιά του προβάτου και του γιδιούη οποία έχει στρογγυλό μικρό σχήμα.
Κατά τον Hoeg I, 188 και τον Καλιτσουνάκη Ετ ΚΙ παρ. 74 και Meyer Ν. St. IV σελ. 50 προέρχεται από το ρήμα κακκάω» = «κάμνω τα κακά μου».

«Κακαρώνω» = μένω ξερός, μένω ακίνητος σαν κολόνα, μένω ακίνητος και άναυδος, πεθαίνω από το κρύο, τα τινάζω, μένω ακίνητος, «κοκαλώνω», γίνομαι αναίσθητος.
Πιθανή καταγωγή του από το ομηρικό ρήμα «καρκαίρω» αποξηραίνομαι, τρίζω, κτυπώ, τραντάζομαι (ίδετε Λεξικόν Ομηρικόν I. Πανταζίδη 1872). Υποστηρίζεται όμως και η γνώμη ότι προέρχεται από το ρήμα «καρόω -ώ» = πεθαίνω, μένω αναίσθητος και το ουσιαστικό «κόρος» = αναισθησία (Γ.Χατζηδ. ΜΝΕ 1, 144, Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1, 188 από το ουσ. κάκαρο - Ν. Ανδριώτης Ετυμ. Λεξ. 1967 σελ. 138).

"Κακοτράχαλος":Κακός, δύσβατος, γεμάτος εμπόδια και τρόχαλα τόπος.
Από το επίθετο "κακός-ή-όν" και το επίσης επίθετο "τροχαλός-ή-όν": ο τρέχων ταχέως κυλινδρούμενος, ο στρσγγύλος ή το επίθετο "τροχμαλός-ή-όν": λίθος κυλιόμενος και έκ τούτου στρογγύλος και λείος, ψήφος, λιθάρι (Οεοφρ. Π. Φυτ. Αιτ. 3.6, 4, Ευσταθ. 1259,33).
Κατά τον Γ. Χατζηδ. (ΜΝΕ 2,135) παράγεται από το "κακός" συν το "τρόχαλος" ξερότοιχος, το οποίο εξελίχθηκε στο "τρόχαλός".
(Ησ. Ερ. και Η. Ημ. 516, Ευρ. I. Α. 146.)

"Καλαμίδι-α":Εξαρτήματα του αργαλειού, τα ξύλα, στηρίγματα, άνω και κάτω στο μιτάρι.
Από το αρχ.-ελλ. "κάλαμος" και την κατάληξη -ίδιον (Ν. Ανδρ. σελ. 142) και Ξεν. Αν. 1.5,1, Πλατ. Πολ. 372β.

«Καλαμοβύζα» = η προβατίνα ή η γίδα που ο μαστός της καταλήγει σε μεγάλη και επιμήκη θηλή (σαν καλάμι δηλ.).
Από το ομηρικό «κάλαμος» = καλάμι και το επίρρημα «6ύ-ζψ» = στενώς πεπιεσμένος, στενώς, σφιχτά, στριμωχτά. Εί­ναι γνωστό ότι κατά το βύζαγμα το αρνί ή το κατσίκι πιέζει με τα ούλα του το μαστό της μητέρας του για να εξέλθει το γάλα. Από το «βύζην» παράγεται το μεταγενέστερο «βυζά­νω» = θηλάζω (Ιωάν. Νηστευτής) από το οποίο παράγεται και το «έϋζαστρία» = βυζάχτρα. (Ηρωδίας σελ. 479 Piers). 173 . «Καλαμίδια» = τα δύο εξαρτήματα του αργαλειού στα οποία τυλιγόταν το διασίδι.
Από το ομηρικό «κάλαμος» και την κατάληξη «-ίδια».

«Κάλεσιος -α -ο» = άσπρο πρόβατο με μαύρες βούλες στο πρόσωπο και κυρίως στο μέτωπο και στα μάτια. Τα «κάλεσια»είναι τα ομορφότερα ζώα στο κοπάδι.
Ίσως από το ομηρικό «καλός - καλλίων - κάλλιστος» = καλός, καλύτερος, κάλλιστος, ωραιότατος.

"Καλλιάζω" = Ταιριάζω, ξεπερνώ, εμβολιάζω, συμπληρώνω καλά, πλήρως ένα κενό, θέτω κάτι σε μια υποδοχή και γίνεται τέλεια η εφαρμογή.
Σαρ. φράση: "Δέν καλιάζι καλά η λησιά, δέν κλείνει το καλύβι και βάζει αέρα μέσα".
Πιθανή προέλευσή του από το επίθετο "καλός-ή-όν": όμορφος, καλός, αγαθός, λαμπρός, θαυμάσιος, (Ιλ. Β. 673, Οδ. I. 513, Ν 289, Ο. 418).

«Καλλιάζω» = ταιριάζω κάποιον με κάτι, τον εξομοιώνω, τον κάνω εξ ίσου καλό με κάτι άλλο. Η λέξη αυτή συναντάται σε Κυζικηνές επιγραφές και στο ποντιακό γλωσσικό ιδίωμα (Εμμ. Κριαράς, Λεξικόν Μεσ. Ελληνικής και Δημώδους Γραμματείας Τ. Ζ. σελ. 268-9).
Κατά τον ίδιο από την λέξη «κάλλαιον» = σαρκώδης λό­φος, σαρκώδης πώγων. Ίσως όμως 
και από το 
«καλλιόω -ώ» = κάμων τι ομορφότερο, βελτιώνω ή το «καλός -καλλίων -κάλλιστος».

«Καλιγοσφύρια» = τα σφυριά με τα οποία κτυπούσαν τα καρφιά που στήριζαν τα πέταλα στις οπλές των αλόγων. 
Από το «καλικώνω» ή «καλλικώνω» ή «καλιγόω» (ιδέ λ.) και το «σφύρα» = σφυρί.

"Καλοπίχειρα - Καλοπίχειρος":Καλώς καμωμένα, καλώς φκιασμένα, στα καλά του κάποιος, στα καλά καθούμενα. Σαρ. φράση: "Δέν μαλώνι αυτός καλοπίχειρα. Αν όμως τ'φταίξεις πολύ τότε να σε φ'λάει ο Θεός".
Από το αρχ.-ελλ. "καλός-ή-όν": καλός, ωραίος, εύμορφος (Φ 108, ρ 304,ζ 263, Σ 570, α 155, Θ 266) και το ρήμα "επι- χειρεω,ώ": βάλλω χέρι επάνω είς τι, εκτείνω τάς χείρας είς τι, απλώνω είς (Οδ. ω 386, 395).

«Καλύβα», «καλύβιον» = καλύβι.
Από το ομηρικό «καλύ6ψ> και «καλύ£ίον», παράγωγο του «καλύπτω» = καλύβα, οίκημα ευτελές, υπόγειον (Hoeg II 137).

"Κάμμα":Αφόρητη ζέστη, κάψιμο από τον ήλιο.
Σαρ. τραγούδι: "Εγώ το κάμμα δέ βαστώ, ζεστό νερό δέν πίνω".
Από το αρχ.-ελλ. ρήμα "καίω", που στον αόριστο γίνεται "έκαυσα", από το οποίο παράγεται το "καύσις" και από εκείνο το "καύμα" που γίνεται "κάμμα".

«Κάμμα» = πολλή ζέστη, κάψα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Ούι, τι κάμμα κάν' σήμερα».
Από το ομηρικό «καίω -ομαι» — ανάπτω, κατακαίω, αφα­νίζω δια του πυρός, παρακείμενος «κέκαυμαι», από το οποίο προέρχεται και το επίσης ομηρικό «καύμα» = κάψα, πολλή ζέ­στη, καύμα, καύσων, καύσις η εκ του ηλίου (Ε, 865).

"Καναπίτσα" (Λυγαριά):θάμνος που ευδοκιμεί κοντά στις κοίτες των ποταμών ή των λιμνών, σε υγρά και υφάλμυρα εδάφη. Ο θάμνος αυτός δέν έχει κορμό. Οι κλάδοι του ξεκινούν από τη ρίζα, είναι λεπτοί και φθάνουν στο 1 - 2 μέτρα ύψος.
Οι Σαρ. τους κλάδους τους ή μάλλον τις "βέργες" τους, που ήταν λεπτές, ευλύγιστες και δέν έσπαζαν, τις χρησιμοποιούσαν για το δέσιμο των χόρτων, αλλά και των ξύλων που αποτελούσαν το σκελετό των μαντριών ή και των καλυβιών τους. Όταν ο κόμπος του δεσίματος ξεραίνονταν διατηρούσε τη "σφιχτική" του δύναμη.
Πιθανή κατά τη γνώμη μου προέλευσή της από το αρχ.- ελλ. "κάνναβις-εως", που πρέπει να είχε την εξέλιξη "κα- ναβί-τσα" και στη συνέχεια "καναπίτσα", δηλαδή μικρή κάνναβη.
Με την "κάνναβη" έχει πολλές ομοιότητες και ώς πρός το σχήμα των φύλλων και ώς πρός την όλη εμφάνιση. 

«Καπρί» = Γυναίκα ασελγής, γυναίκα ξεδιάντροπη και δυναμική.
Από την ομηρική λέξη «κάπρος» και «κάπραινα» ο ανευ-νούχιστος χοίρος, η αγριογούρουνα, η αισχρά, η ασελγής γυνή. (Ε, 783. Ζ, 104. Ρ, 21).
Σχετικό και το ρήμα «καπράω -ώ» = οργιάζω, έρχομαι σε συνουσία με γουρούνα ή ασελγή γυναίκα. 

«Καρδάρι» = μεταλλικό ή ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο άρμεγαν τα πρόβατα - γίδια.
Πιθανώς από το «κάδος» > καδάριον > καρδάριον = αγγεί-ον προς εναπόθεση ύδατος, οίνου, γάλακτος (Κ. Βαρτζώκας στο Ζωγρ. Αγ. 1, 3. Κ. Άμαντ. Γλωσσ. Μελέτ. 248 κ.εξ. Φ. Κουκουλ. Αλεξ. Αρχ. 6, 320 κ. εξ. Ν. Ανδρ. 146). 

«Καρκαρίζομαι» = ξεκαρδίζομαι γελώντας, γελώ φω­ναχτά τρανταζόμενος ολόκληρος, γελώ κάνοντας καρ - καρ.
Πιθανή καταγωγή του από το ομηρικό ρήμα «καρκαίρω» = τρίζω, τραντάζομαι, κτυπώ, αποξηραίνομαι (Ίδετε Λεξικόν Ομηρικόν I. Πανταζίδη 1872). 

«Καρκώνομαι» μου σταματάει ένα κομμάτι τροφής στο φάρυγγα και με εμποδίζει να αναπνεύσω, παρά τις πρσπάθειες μου και το απότομο βήξιμο, το χτύπημα στην πλάτη, το απότομο τράνταγμα, το «γκουρλώνομαι» στη λάική γλώσσα.
Πιθανή καταγωγή και αυτής της λέξης από το ομηρικό ρή­μα «καρκαίρω» που σημαίνει αποξηραίνομαι, τρίζω, τραντά­ζομαι, κτυπώ (ιδέ ανωτέρω).

"Καρμοίρης":Τσιγκούνης, κακομοίρης, ανθρωπάκος.
Σαρ. φράση: "Είνι καρμοίρ'ς. Δέ σ'δίνει ούτι τ'θερμασιά τ". Από το αρχ.-ελλ. "κάρ Ο κάτοικος της Καρίας, αλλά και ο δούλος, ο περιφρονημένος και το "μοίρα": η τύχη, ο προορισμός εκάστου, η μοίρα (Οδ. Υ. 76, Τ. 592), το πε- πρωμένον του βίου (Ιλ. Δ. 170). Οι κάτοικοι της Καρίας, οι Κάρες "εμισθούντο ώς μισθοφόροι" (Ηρόδ. 5,66).

"Κασσάρα":Μεταλλικό εργαλείο με χειρολαβή στρογγυλή και πλατύστομο στόμιο με το οποίο οι Σαρ."έκοβαν" ξύλα, κλαδιά δένδρων, πουρνάρια, παληούρια κ.λ.π. Σχετική είναι και η λέξη "κοσιά", που κυρίως χρησιμοποιείται για το κόψιμο χόρτων. Η χειρολαβή της είναι ξύλινη που μπαίνει μέσα σε μεταλλική υποδοχή της κυρίως "κοσιάς".
Πιθανή προέλευσή του από το Αιολικό ρήμα "κόσσω" (Ετυμ. Μ. 635,53) = κόπτω - κόπτω είς μικρά τεμάχια, κατακόπτω, "λιανίζω", αποκόπτω (Ιλ. Ν. 203, Οδ. X. 477).

«Κασσάρα»=η σιδερένια κλαδευτήρα με το πλατύ στόμιο και το μακρύ χερούλι.
Πιθανή προέλευση από το ρήμα «κόσσω» = κόπτω ή «κοσ-σίζω» = κολαφίζω, ραπίζω και το «κόσσος» = κόλαφος, ράπι­σμα.
Από τα ίδια ρήματα προέρχεται και η λέξη «κοσιά» = το κλαδευτήρι των χόρτων, το γεωργικό εργαλείο που έκοβαν πα­λαιότερα τα τριφύλια, τα ψυχανθή και τα χόρτα.

"Καταλαχού"= Κατά σύμπτωση, τυχαία.
Από την πρόθεση "κατά" και το αρχ.-ελλ. ρήμα "Λαγχά- νω"- αόρ. β' έλαχον- λαχνός- το λαχόν (Μ. Ανδρ. σελ. 183, Γ. Μπαμπ. σελ. 1000).

«Καταπιώνας» φάρυγγας.
Από το «καταπίνω» = πίνω δια μιας, κατεβάζω, απορρο­φώ, καταβροχθίζω, αφανίζω.

"Καταραχίς":Ψηλά στη ράχη, στην κορυφή του βουνού, του λόφου, ακριβώς στην κορυφή ή και στον αυχένα κάποιας ράχης (κατάραχα αλλοιώς).
Από την πρόθεση "κατά" και το αρχ.-ελλ. "ράχις-εως"= το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος ή οποιουδήποτε αντικειμένου, αλλά και η κορυφογραμμή (Γ. Μπαμπ. σελ. 1549 και Ν. Ανδρ. 153 και 306). 

«Κατασάρκι» μάλλινη φανέλα που φορούσε κατάσαρκα ο Σαρακατσιάνος, δηλ. σε επαφή με το σώμα.
Από την πρόθεση «κατά» με αιτιατική = πλησίον, προς κάτι και την ομηρική λέξη «σάρζ, σαρκός» = σάρκα.

"Καταχειριάζω"= Κατακεφαλίζω, χτυπώ με το χέρι μου στο κεφάλι κάποιον.
Από την πρόθεση "κατά" και το ρήμα "χειρίζω-ομαι" (Γ. Μπαμπ. σελ. 869, Ιππ. περί Ικτρ. 740).

"Καταχωνιάζω"= Κρύβω κάτι πολύ βαθειά για να μη φαίνεται και να μη μπορεί να βρεθεί απ' άλλον, εξαφανίζω κάτι κρύβοντάς το, το χώνω πολύ βαθειά. Κατά τον Π. Λορετζ. (Αθηνά ΛΑ 152 και εξ) από την πρό­θεση"κατά"και το"χώνη",συνηρημένος τύπος του "χο­άνη'^ χωνί, κύλικας, κοίλωμα, χωνευτήρι μετάλλων, από το οποίο παράγεται το "χοώ"=συσσωρεύω επί χώματος (Ηρόδ. 4,71-2,137, Πλατ. Νόμ. 958 Ε), Παραχώνω (Ευρ. Ορ. 1585).

«Κάτσα», «κατσιό» το κάθισμα του χορευτή. Η φιγούρα κατά τη διάρκεια του χορού που ακολουθεί το πήδημα και το χαμήλωμα του σώματος στο έδαφος.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Κάτσι, Αντώνη μ».
Από το ομηρικό «καθίζω» = κάθομαι, βάζω κάποιον να κα­θίσει κάτω, εγκαθιστώ.
Πιθανή εξέλιξη: «καθίζω - καθισιό - κατσιό - κάτσα».
 

"Καυκί"= Ξύλινο βαθύ πιάτο, ξύλινο σκεύος φύλαξης και μεταφοράς υγρού τυριού, γαλοτυριού κ.λ.π. από το βο­σκό.
Από το αρχ.-ελλ. "καυκη"=ξύλινο ποτήρι, σκεύος > υπο- κορ. καυκίον > μεσνκ. καυκίν (Ν. Ανδρ. 156).

"Καψαλήθρα"= Η γεμάτη νερό φούσκα που βγαίνει στο καμμένο δέρμα.
Από αρχ.-ελλ. "καυσις"= το κάψιμο και την κατάληξη - ήθρα, που μεταγενέστερα εξελίχθηκε σε "καυσαλίς" (Γ. Μπαμπ. σελ. 880).

«Καψαλίζω» = καίω, αποψιλώνω το δάσος καίγοντας το, ψήνω το ψωμί στη φωτιά και το στεγνώνω καίγοντας το.
Από το ομηρικό «καίω» - «καύσω» - «ίκαυσα» = ανάπτω, θέτω εις το πυρ, καίω και καταστρέφω, ψήνω.

«Κβάρι» (κουβάρι) = νήμα μαζεμένο και τυλιγμένο σε στρογυλό σχήμα, το γνωστό κουβάρι.Από το «κόβαρος» = κουβάρι, (Hoeg II 143. Μ. Κουκού­λες Λεξ. Αρχ. V, α σελ. 34).

"Κεντίδια": Τα σχήματα, τα επι μέρους σχέδια του κεντή­ματος, αλλά και γενικά τα κεντήματα επάνω στα υφάσμα­τα.
Τα "κεντητά ποικίλματα" κατά το λεξικό του Δ. Δημητρά- κου. (σελ. 779).
Από το αρχ.-ελλ. "κέντημα", που παράγεται από το ρήμα "κεντώ" (Ν. Ανδρ. σελ. 158).

«Κεντώ» = το κέντρισμα των προβάτων να περάσουν για να αρμεχτούν. Είμαι μέσα στη στρούγκα και κεντρίζω, χτυπώ, παρακινώ τα πρόβατα να περάσουν από τους αρμεχτάδες για να αρμεχθούν.
Αυτός που τα «κεντάει» κρατεί στο χέρι του μία ράβδο-κεντρί και μ' αυτό τα ωθεί, τα χτυπάει, τα παρακινεί να περάσουν.
Από το ομηρικό «κεντέω -ώ» = κεντρίζω, κεντώ, νύσσω, πληγώνω, από το οποίο παράγεται και το «κέντρον» = οξεία αιχμή, αγκάθι, κεντρί για τα άλογα, σπιρούνι.

"Κιαπέ": = Και ύστερα, και έπειτα.
Από την πρόθεση "και" και το χρονικό επίρρημα "έπειτα", που το "και επειτα" κατά τη συνήθειά τους οι Σαρ. το έκα­ναν "κιαπέ". (Ιλ. Ο. 140, Οδ. Α. 106).
Το ομηρικό «έπειτα» = μετά ταύτα, ακολούθως, «ύστερα».

"Κλάρα- ες ": Τα άκρα των κλάδων με τα φύλλα τους. Τα χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσιάνοι για να σκεπάζουν τα φριτζιάτα και τα τσαρδάκια, αλλά και την εξωτερική πλά­τη των καλυβιώγ τους.
Ιδε στην ετυμολογία της λέξεως βρωμοκλάρι, του δεύτε­ρου συνθετικού της. 

«Κλειδοπίνακο» = ξύλινο σκεύος σε σχήμα κούπας που το άνοιγμα της κλείνει αεροστεγώς και υδατοστεγώς με ξύλινο επίσης καπάκι. Το γεμίζει τυρί με λίγο γάρο ο βοσκός και το κουβαλάει στη ράχη του μέσα στον τρουβά.
Από το ομηρικό «κληίς, κληίδος» = κλειδί, σύρτης, λωστός και το μεταγενέστερο «κλεις, κλειδός» = κλειδίον και το επί­σης ομηρικό «πινάκιον», υποκοριστικό του «πίναζ» που ση­μαίνει πλην άλλων ξύλινο πινάκιο, πιάτο, γαβάθα. 

«Κλοτσοτύρι» = ξυνοτίρι παραγόμενο-παρασκευαζό-μενο από το ξινόγαλο μετά την αφαίρεση του βουτύρου. Έχει υπόξινη γεύση.
Από το ρήμα «κλοτσώ» που είναι δάνειο από τη λατινική λέξη calxπου επίσης είναι δάνειο της Λατινικής από την αρ­χαία ελληνική λέξη «λα!;» = κλοτσιά, κλότσημα, που προέρ­χεται από το ρήμα «λακτίζω» = κλοτσώ. Και από τη λέξη «τυρός» και «τυρίον», που είναι υποκοριστικό του.
Κατά το Λεξ. Lid.-Scotη ρίζα του «λαζ» ήταν «καλκ», από την οποία παρήχθη το λατινικό «calk».
Γνωστή η φράση «πυξ - λαξ» = με γροθιά και κλοτσιά.
 

"Κλείτσα": Ξύλινη ράβδος, αλλά και κτηνοτροφικό εργα­λείο, που αττοτελείται από δύο κομμάτια, το κλειτσόξυλο που είναι ένα λεπτό ραβδί από ξύλο κρανιάς ή κορομηλιάς ή οξυάς κ.α. μήκους συνήθως 1,20 - 1,50 μ, στη δε μυτερή του κορυφή τοποθετείται η "κλείτσα”, που κατασκευάζε­ται κυρίως από πυξάρι και έχει ως αποστολή να συλλαμ­βάνει ο ποιμένας τα πρόβατα ή τα γίδια πιάνοντας το πί­σω πόδι του ζώου στο άνοιγμα που σχηματίζεται μεταξύ κλείτσας και κλειτσόξυλου πλάτους 1-1,5 εκατ.
Η"κλείτσα"είναι εργαλείο στα χέρια του βοσκού που προορίζεται για το πιάσιμο των ζώων. Δεν είναι μαγγού- ρα, ούτε άλλο στήριγμα του τσοπάνη.
Με βάση τον προορισμό της πρέπει να παράγεται από το αρχ.-ελλ. "κλείω" ή "κλείω": κλείω, κλείνω, κλειδώνω ( Οδ. τ 30, φ 236, ω 166), αποφράττω, εμποδίζω, περιορίζω, περικλείω, δεσμεύωομαι (Ευρ. Ανδρ. 503, Ασχ. Πέρσες 723).
Σχετικό είναι και το αρχ.-ελλ. "κλείστρον": μοχλός πρός κλείδωμα θύρας (Αισχθηβ. 396. Σοφ. Ο. Τ. 1287).
Κατά την προσωπική γνώμη η λέξη "κλείτσα" δεν παράγεται από το "αγγύλη" και λανθασμένα ονομάζεται "αγγλίτσα" ή "αγγλούτσα" ή "γκλίτσα". 

"Κλουρα": ψημένο ψωμί στη γάστρα ή στο φούρνο σε στρογγυλό σχήμα και μεγάλο μέγεθος. Από το αρ. ελλ. "κολλυρα" με υποκορ. το αρχ.-ελλ. "κολ- λύριον", που μεταγενέστερα έγινε "κολλούριον" και στο Μεσαίωνα "κουλούριν" (Ν. Ανδρ. σελ. 1 70 και Γ. Μπαμπ. σελ. 946 και 921) Τα "κολλύρα": "κουλούρα" (Lid-Scot 1 σελ. 747 Αριστοφ. Ειρ. 123, Απόσπ. 363, παρ' Αθηνών III A).


"Κλώθω": γυρίζω γύρω, κινούμαι κυκλικά, έχω πολλές στροφές, στρίβω το αδράχτι για να μετατρέψω γνέθοντας το μαλλί σε νήμα. Από το αρχ.-ελλ. "κλώθω" με την ίδια σημασία (Ν. Ανδρ. σελ. 162).

«Κοθράκος» = η «βάτρα» είναι μια όχι πολύ βαθιά κυ­κλική εσοχή του εδάφους στο κέντρο της καλύβας, που στρώ­νεται με πλάκες, τοποθετείται στο 1/4 του κύκλου ο «πυρο-μάχος», στις άκρες του τα «γωνολίθια», στο άλλο 1/4, και στα υπόλοιπα 2/4 υψώνεται ένας μικρός τοιχάκος ύψους 4-5 εκατοστών για να μη διασκορπίζεται η θράκα, τα κάρβουνα δη­λαδή. Αυτός ο τοιχάκος λέγεται κοθράκος.
Ίσως από το «κόθορνος» = τακούνι, προεξοχή του κυρίου σώματος του παπουτσιού.
 

«Κοκαλώνω» = μένω ξερός σαν κόκαλο από το πολύ κρύο. Το «κοκαλώνω» οι Σαρακατσιάνοι το λένε και «κου-τσιαλώνω».
Από το «κόκκαλος» = κόκκαλο, οστούν (Ν. Ανδριώτης εν. ανωτ. σελ. 160).
 

«Κομποδιάζω» = η τελευταία εργασία κατά την οποία δένονταν σε κόμπους επάνω σε μία σιδερένια ράβδο οι κλωστές του στημονιού από το διασίδι, που είχε διασθεί και άρχιζε η ύφανση στον αργαλειό.
Από το αρχαίο ελληνικό «κόμβος» = κόμπος, δεσμός και τη λέξη «ίδιος» > «ιδιάζω» = ξεχωρίζω τις κλωστές του στη-μονιού και τις τακτοποιώ για να μπουν στα μιτάρια.
(Hoeg II 171. Πανδώρα Χ 1860 σελ. 35).
 

«Κομποραχιά» = το τμήμα της σπονδυλικής στήλης που ψηλαφούμενο κατά μήκος της ράχης αποτελείται από πολλούς σπονδύλους εφαπτόμενους, «κουμπωμένους».
Από το «κόμβος» = κόμπος, δεσμός και το ομηρικό «ρά-χις -ιος» ή «ράχευς» = το «ραχοκόκαλο», ράχη (I, 208).
 

"Κονεύω": διανυκτερεύω, μένω κάπου και περνώ τη νύκτα. Από το Μεσνκ. Κονεύω < κονάκι κατά το σχήμα χωνί - χω­νάκι - χωνεύω κ.τ.ομ. (Γ. Χατζηδ. Glotta II, 1 78). Κατά τον Α. Παπαδόπ. στο Λεξικογ. Δελτίο 5, 137 από το θέμα Κοη του τουρκικού ρήμ. KonaK + κατάληξη "εύω".

"Κονισμοκρέβατο": Το κρεβατάκι στο εσωτερικό του κα­λυβιού επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα εικονίσματα. Ετσι το αποκαλούν οι Σαρακατσιάνοι της Ηπείρου. Οι θεσσαλοί Σαρακατσιάνοι το λένε και "πολίτσα". Από την αρχ.-ελλ. λέξη "εικών" και μεταγεν. "εικόνισμα" από το εικονίζω και το λατινικό "κράβατος" από το gravatus (Ν. Ανδρ. 175).

"Κοντακιανός": κοντούλης, κοντότερος στο ανάστημα από τον συνηθισμένο άνθρωπο, κάπως κοντότερος. Από το αρχ.-ελλ. "κοντός-ή-όν": βραχύς, που μεταγενέ­στερα στον Μεσαίωνα πήρε την έννοια βραχύσωμος (Γ. Χατζηδ. Αθηνά 42,91 και στην Festschr. Kretschmer 35 και εξ.) και με επίδραση των επιθέτων λεπτακινός, μαλθακι- νός προστέθηκε η κατάληξη "-ανός" (Γ. Χατζηδάκης ΜΝΕ 2,117).

«Κονταρέλα»= το καραβάνι των φορτωμένων αλόγων ή μουλαριών που πηγαίνει το ένα κοντά, πίσω στο άλλο.
Από το «κοντός -η -ο'ν» = βραχύς και το «άλλος».
 

"Κοντεύω": 1) Μικραίνω την απόδοση που με χωρίζει από κάποιον τρέχοντας ή βαδίζοντας, 2) Πλησιάζω να φθάσω κάποιον ή σε κάποιο σημείο, 3) Κάνω ένα πράγμα κοντό... δηλ. από μακρύ το κάνω μικρότερο σε μήκος. Σαρ. φράση: "Μόλις κόντεψα να τον πιάσου πετάχ'κι κι ένα σκλί, σκιάχ'κα και γύρσα πίσου". Από το αρχ.-ελλ. "κοντός": κοντάρι, που στα βυζαντινά χρόνια εξελίχθηκε σε επίθετο "κοντός-ή-όν": βραχύς και την κατάληξη -ευω (Γ. Χατζηδ. στην Αθηνά 42,91 και στην Pestscht. Kretschmer κ. εξ. και Ν. Ανδριώτης - 1992 από το επίρρημα κοντά + κατάληξη -εύω.

"Κοντό": Ανδρικό πουκάμισο που το μήκος του έφθανε μέχρι τη μέση εκείνου που το φορούσε. Σαρ. φράση: "Φέρι μ'μώρη το κοντό να το βάλου". Από το αρχ.-ελλ. "κοντός": κοντάριον (Ιδε και λέξη "κοντεύω").

«Κοντύλι»το κομμάτι του σχιστόλιθου που χρησιμοποιείται ως μολύβι. Μ' αυτό χάρασσαν τα γράμματα πάνω στην «πλάκα».
Από το «κόνδυλος» και το βυζαντινόν «κονδύλων». (Φ. Κουκουλ. Βυζ. βίος 5. Παράρτ. 15 Ν. Ανδρ. ένθ. ανωτ. 164).

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.