«Κοπάδι»το ποίμνιον από πρόβατα ή γίδια ή βόδια.
από το ομηρικό 
«κόπτω», διότι κόπτονται για τροφή των ανθρώπων (Αδ. Κοραής ΔΙ σελ. 242). 

Στους Βυζαντινούς το «κοπάδι» λεγόταν «κόπαιον».
Κατά τον Ν. Ανδρ. - 164 το «κοπάδιον» είναι υποκορι­στικό της αρχαίας λέξης «κοπή» = τομή, σφαγή.

«Κόπανος»ξύλινο εργαλείο με το οποίο χτυπιώνται δυνατά τα βρεγμένα μάλλινα υφάσματα, που τοποθετούνται πάνω σε μια μεγάλη πέτρα μέσα στο ποτάμι, για να πλυθούν. 
Το ίδιο και στην αρχαιοελληνική, που συναντάται και ως «κόπανον» (το) = εργαλείον προς κοπάνισμα, προς στούμπισμα, κόπανος (Ευστ. 1324, 32).
Σχετικό και το ρήμα «κοπανίζω» = χτυπώ με τον κόπανο.
 


«   «Κοπιάζω» = μπαίνω στον κόπο, κουράζομαι.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Κόπιασε στο καλύβι μας» δηλ. κάνε τον κόπο να έλθεις στο καλύβι μας. 
Από το ομηρικό «κοπόω-ώ» = κουράζω, κουράζομαι, αποκάμνω, απαυδώ και το μεταγενέστερο «κοπιάω-ώ» = εργά­ζομαι σκληρά, κουράζομαι.

«Κοπίδι» = μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο, που χρησιμοποιείται στην ξυλογλυπτική.
Από το αρχαίο ελληνικό «κοπεύς -έως» = εργαλείον γλυ­πτικής ή από το επίσης αρχαίο ελληνικό «κοπίς -ίδος» = πέ-λεκυς, μπαλτάς μαγειρείου, πλατιά κυρτή μάχαιρα εν χρήσει παρά τους Θεσσαλούς. Οι λέξεις αυτές προέρχονται πιθανώς από το ομηρικό «κόπτω» = κτυπώ, καταβάλλω, πλήττω, αποκόπτω, ακρωτηριάζω.

«Κόρδα» = το πρόχειρο μαντρί που φτιάχνεται με το δέσιμο των «λισιών» τη μία μετά την άλλη ή με δεματσούλες τη μία επάνω ή δίπλα ή συνέχεια στην άλλη ή με θάμνους (πουρνάρια, παλκούρια).
Από το ομηρικό «χορδή» = χορδή, «κόρδα» εξ εντέρων, χορ­δή λύρας ή κιθάρας (φ, 407).
Ελληνική δωρική «χορδή» (Ν. Ανδριώτης 1967 σελ. 165). Σχετικό και το ρήμα «χορδεύω» = τέμνω, συμπλέκω «αλ­λήλους, κατασκευάζω λουκάνικα.
 

"Τα κόπρια": Τα σκουπίδια που ρίχνονταν στην "κοπριά" δηλ. στον τόπο των απορριμάτων, που ήταν συνήθως το πλησιέστερο πρός την καλύβα κοίλωμα του εδάφους ή το πίσω μέρος κάποιου βράχου κ.λ.π. Οι Σαρακατσιαναίοι δεν τα έλεγαν σκουπίδια. Τα σκουπίδια είναι ένα μέρος από τα "κόπρια" που είναι γενικότερη έννοια, γιατί περιέ­χει και απορρίματα που δεν συλλέγονται με τη σκούπα, γι'αυτό και είναι περιεκτικότερη λέξη απ' τη λέξη σκουπί­δια. Από το αρχ.-ελλ. "κόπρος" ή "κοπρία": από τα οποία πα- ράγεται το υποκοριστικό "κόπριον" και το ρήμα "κοπρί­ζω" (Ν. Ανδρ. σελ. 167, Γ. Μπαμπ. σελ. 934).

"Κορακοζώητος": Ανθρωπος ιδιαίτερα μακρόβιος, όπως ο κόρακας. Από το αρχ.-ελλ. "κόραξ - κος": το γνωστό πτηνό που τρώγει πτώματα, που διακρίνεται για τη μεγάλη του μα- κροβιότητα και το ουσιαστικό "ζωή". Για το "κόραξ": κόρακας, σαρκοβόρος κορώνη ίδετε Αριστοφ. Σφ. 852, 982. Για το "ζωή" Οδ. Ξ 96. Ξ. 208, Π. 429.

«Κορφή»η κατάσταση στην οποία περιέρχεται το γάλα, στη διάρκεια του καλοκαιριού κυρίως, όταν το αφήνουν επί 7-10 ημέρες να ξινήσει και να συγκεντρωθεί πάνω-πάνω, στην επιφάνεια στο καρδάρι ή στο καζάνι, που φυλάσσεται, το παχύ περιεχόμενο του, τα λιπαρά του. Υπόξινο και χονδρό όπως γίνεται, ονομάζεται «κορψη» και στη συνέχεια ρίχνεται μέσα στη «βούτσα», στην «κάδη» και χτυπιέται με το βουρτσόξυλο επί 1-2 ώρες για να ξεχωρίσει και να συγκεντρωθεί και να επικαθήσει στην επιφάνεια το βούτυρο και να μείνει από κάτω το ξινόγαλο.
Από το ομηρικό «κορυφή» που έχει και την έννοια = το ύψι-στον και σπουδαιότατο σημείο, η κορωνίς, ο κολοφών (Β, 456. Γ, 10. κ, 113). Σχετικό και το ρήμα «κορυφόω-ώ» = φέρω εις  κορυφήν, κορυφώνω (Δ, 426).

 "Κόρφος": Μασχάλη, περιοχή μεταξύ στήθους και μα­σχάλης, που καλύπτεται από ρούχα και αποτελεί κρυφό - απόκρυφο μέρος του σώματος. Από το αρχ.-ελλ. "κόλπος": ο κόλπος του ανθρωπίνου σώματος, το στήθος ( Ζ 400, Ξ 219, Υ 471), που έγινε στο Μεσαίωνα κόλφος και εξελίχθηκε σε κόρφος (P. Kretschmer στην ByZ. Zeit. 10.581 κ.εξ.). Κατά τον Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2.352 από το κόλπος με επίδρα­ση του κρυφός. Δέν αποκλείεται όμως να προέρχεται και από το επίθετο κρυπτός > κρυφός, παράγωγο του ρήματος κρύπτω.

"Κοσσάνα"ή "κουσάνα": Κοτσίδα, τα πλεγμένα μαλλιά της γυναίκας σε σχήμα κοτσίδας, τα μακρυά άκοπα πλεγ­μένα μαλλιά.
Σαρ. φράση: "Τήρα τί τρανές κοσσάνες έχει αυτό το κορίτσ'". Πιθανώς παράγεται από το ρήμα "κόπτω"- έκοψα (αόρι­στος), από το οποίο προέρχονται και οι λέξεις κόψη - κό­ψιμο - το μεσνκ κόψανον. Είναι όμως επίσης πιθανό να προέρχεται και από το αιολι­κό ρήμα "κόσσω": κόπτω. Τα μαλλιά της κώμης προτού τυλιχθούν στις κοσσάνες κόπτονται για να μήν είναι πολύ μακρυά. Κατά τον Π. Αραβαντινό (Ηπειρ. Γλωσσ. σελ. 52) παράγε- ται από τη λέξη "κόσυμβος" (Ιδε ετυμολογία λέξης κτσι- ούμπα στον Α' μέρος ).

"Κοσσεύω": Τρέχω, περιφέρομαι, Τρέχω γρήγορα. 
Κατά τον Π. Αραβαντινόν (Ηπειρ. Γλωσσ. σελ. 52) ίσως από το Αιολικό "κόσσω": κόπτω, κόπτω δρόμον (Ιδε ανω­τέρω ετυμολογία λέξ. "κασσάρα").

"κοσσώ": κόπτω. Τα μαλλιά της κώμης προτού τυλιχθούν στις κοσσάνες κόπτονται για να μην είναι πολύ μακρυά. Κατά τον Π. Αραβαντινό (Ηπειρ. Γλώσσ. Σελ. 52) παράγε­ται από τη λέξη "κόσυμβος" (Ίδε ετυμολογία λέξης κτσι- ουμττα στο Α' μέρος).

«Κοτάω» τολμώ, παρ' ότι είμαι φοβισμένος αποτολμώ κάτι.
Από το ομηρικό «κοτέω -ώ» = οργίζομαι, τολμώ, αποτολ­μώ (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Β, 461, Α. Κορ. Αττ. 1, 305 και 2, 61, I. Βογιατζ. Αθ. 27 ΛΑ 127 και εξ.).
 

«Κοτρώνι» = ογκώδης Τράγος αιχμηρός και ανώμαλος που ξεχωρίζει σε σχέση με το υπόλοιπο πετρώδες έδαφος.
Από το ομηρικό ρήμα «κροτεω -ώ» = κτυπώ, κρούω, πλήττω, από το οποίον προήλθε η λέξη «κοτρώνιον», που έγι­νε «κοτρώνι» (Φ. Κουκούλες, Αθηνά, ένθ. ανωτ. σελ. 33 και Μ. Φιλήντ. Γλωσσογ. 2, 222. Ν. Ανδριώτη σελ. 167).
Ίσως όμως προέρχεται και από τη λέξη «κρότων ή κρό­των -ωνοζ», που σημαίνει και θάμνος, ο παρέχων το κροτώ-νιον έλαιον ή του κίκεως («ριτσινόλαδο»), ή από τη λέξη «κρο-τώνη» = τυλώδης, σκληρή, απόφυση δέντρων.
Είναι γνωστό ότι στα «κοτρώνια» φύονται δένδρα και θά­μνοι παρά την πετρώδη σύνθεση τους.

"Κοτσάκι"= Η μία από τις τέσσερες προεξοχές (κεφαλές) του σκελετού του σαμαριού, που σχηματίζει άγκιστρο, στο οποίο περνάει και προσδένεται το σχοινί που δένει το φόρτωμα δηλ.το βάρος που εφάπτεται στη δυο πλευρές του σαμαριού. Από την αρχ.-ελλ. λέξη "κόττος" (Ν. Ανδρ. σελ. 169, Γ. Μπαμπ. σελ. 943-944) και"κοττίς"=κεφαλή.

"Κότσια": Οι αρθρώσεις των ποδιών και κυρίως τα γόνα­τα, ο αστράγαλος, αλλά και η σωματική και ηθική δύναμη. Σαρ. φράση: "Γέρασι. Δέν τ' λέν'τα κότσια τ' τώρα".
Από το αρχ.-ελλ. "κόττος", που έχει υποκοριστικό το "κόττιον", που το Μεσαίωνα εξελίχθηκε σε "κότσιν" (Γ. Μπαμπιν. σελ. 943 και Ν. Ανδρ. σελ. 169).

"Κότσιαλο": Φρύγανο.
Από το ρήμα "κόπτω", από το οποίο προέρχονται και οι λέξεις κόψη - κόψιμο - το μεσνκ. Κόψανον (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1,16 και 150). Για το κόπτω ίδε Ιλ. Ν. 60, Οδ. Σ. 334.

"Κοτσιαλώνω": Κρυώνω πολύ, παγώνω, ξυλιάζω στα άκρα μου (χέρια, πόδια), γίνονται κοτσάνια ξερά τα άκρα μου.
Σαρ. φράση: "Πώ, πώ, τί κρύο κάν'. Κοτσιάλωσαν τα πο­δάρια μ", δηλαδή έγιναν ξύλα τα πόδια μου.
Ίσως από το αρχαίο "κοψάνιον" υποκοριστικό του "κό­ψανον": κοτσάνι που προήλθε από το ρήμα κόπτω. Το τουρκικό Kocan από το ελληνικό (Μ. Φιλήντας Γλωσ. 1,16). Και την κατάληξη - ωνω.
Ίσως όμως να παράγεται και από το αρχαίο "κόττος"= κότσος, από το οποίο παράγεται το υποκοριστικό "κότ- τιον"= κότσι. Κατά G. Meyer N.S. 2, 35 oeaa. Kostitsa. Σφαλερή η ετυμολογία του G. Veigand στο Balkan Archiv 4 από το σλαβικό Kosa = πλεξούδα.

"Κοτσίδα": Η πλεξίδα, τα πλεγμένα γυναικεία μαλλιά.
Προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "κοττίς -ίδος": η παρεγκε- φαλίς (Ιππ. 468, 29), που έχει υποκοριστικό το κοττίδα. (Ν. Ανδριώτης έκδ. 1992 σελ. 169).

"Κουκόσια": Ο καρπός (μύγδαλο, καρύδι, φουντούκι κ.λ.π.) που έχει ξύλινο περίβλημα.
Σαρ.φράση: "Νάμ'βαβά μίνια κουκόσια"!
Πιθανή καταγωγή του από το αρχ.-ελλ. "κόκκος", από το οποίο προέρχονται και οι λέξεις "κοκκίον", "κόκκαλον", "κόκκινος" κ.λ.π. (Ν. Ανδρ. σελ.... και Γ. Μπαμπιν. σελ. 318. Για το κόκκος ίδε: "νόου δέ μοι ούκ ένι κόκκος": μυαλό "κουκούτσι" (Τίμων παρά Σίξτ. Εμπ. Π. Μ. 11.172).

"Κουμαριά, κούμαρα"= θάμνος καταπράσινος που πα­ράγει κόκκινους καρπούς, τα κούμαρα, που τρώγονται από τον άνθρωπο.
Από το αρχ.-ελλ. "κόμαρος" (Γ. Μπαμπ. σελ. 947). "Κουμπώνω": Απατώ, ξεγελώ.
Σαρ. φράση: "Είμι στενοχωρημένος σήμερα. Με "κούμπω­σε ο κούκος".
Μία από τις πολλές προλήψεις των Σαρ. ήταν και το να προλάβει ο κούκος να κελαηδήσει το πρωί και να εύρει το Σαρ. χωρίς να έχει βάλει μία μπουκιά στο στόμα του. Ηταν μία πρόληψη ότι κάτι κακό θα του συμβεί.
Από το αρχ. "κουμπόω-ώ" ή "κομπέω-ώ" = κομπάζω, αλαζονεύομαι, καυχώμαι κατά τον Κοραή (Απαντα 2 σελ. 195).
Από το αρχ.-ελλ. "κομβόω, -ώ": παγιδεύω, εξαπατώ, κου­μπώνω κατά τον Ν. Πολίτη (Λαογραφία 5, 410- Φ. Κου- κουλές στο Melanges Merlier 1,161, Lid-Scot 1, σελ. 750).

«Κουμποθ(η)λειά»η θηλιά του ενδύματος μέσα στην οποία μπαίνει το κουμπί.
Από το «κόμβος» = κομμάτι από στερεά ύλη (μέταλλο, γυαλί, ξύλο, δέρμα) και «θήλυς -εια -υ» = θηλυκός, βράχος.
 

«Κουπώνω»καλύπτω, σκεπάζω το άνοιγμα ενός σκεύους (κατσαρόλας π.χ.) με το «κούπωμα», το «κουπουστάρι».
Από το «κυπόω -ώ», «ανακυπόω -ώ» = κουπώνω, κυ-πτώ, κλίνω προς τα μπρος, σκύφτω (Γ. Χατζηδ. Β, 542), ανατρέπω.
Άλλη εξήγηση είναι ότι προέρχεται από το λατινικό «κού­πα» (cupá), η προσωπική μου όμως γνώμη είναι ότι και η λέξη αυτή είναι δάνειο από την ελληνική.

«Κουριμάδα»κακομοίρα, αξιολύπητη, καημένη, κουρεμένη σε εκδήλωση πένθους.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Τι λες μωρ' κουριμάδα;». Από το ομηρικό «κείρω», «κουρεύω -ομαι» = κτίρω, απο-κτείρω, κουρεύω, αποκόπτω.
 

«Κουρκούτι» = αλεύρι βρασμένο σε πολτώδη κατά­σταση κατάλληλο για τροφή των βρεφών.
Από το ρήμα «κυρκώ», που έχει συγγενικό και συνώνυμο το «κοπώ» = ανακατεύω, αναδεύω.
Υποστηρίζεται και ότι προέρχεται από το «κυρκόω», από το οποίο εγεννήθη το «κυρκωτόν» και από εκείνο το «κουρ-κούτι» (Αδαμ. Κοραής ΔΙ σελ. 217).

 

"Κουρνιάζω": Για τα πτηνά = τρυπώνω στη φωλιά και περνάω εκεί τη νύχτα. Πολλά πτηνά "κουρνιάζουν" και επάνω στα δέντρα ή μέσα στις εσοχές των βράχων ή και μέσα στους θάμνους. 
Ο Γ. Μπαμπινιώτης σελ. 950 υποστηρίζει για τη λέξη "κούρνια", από την οποία παράγεται πιθανώς το "κουρνιάζω", ότι πιθανώς προέρχεται από τις λέξεις ¨κόρος" και "γωνία", ακολουθώντας την λέξη κόρος και γωνία, κορωγωνία, κορωνιά, κουρουνιά, κούρνα.
Το "κόρος": πλησμονή, χορτασιά, αλλά και "κλωνάριον, βλαστός, κωλορίζι δένδρου. (Λύσιπ. Εν Αδήλ. 3, Lid. Scott 1 σελ. 759). Ίσως να έχει σχέση και με το ότι τα πουλιά κουρνιάζουν και επάνω στα κλωνάρια των δένδρων.

«Κούρος»= η διαδικασία του κουρέματος των προβάτων - αιγών.
Από το αρχαίο ελληνικό «κουρά» = το κούρευμα.
 

«Κουρουφέξαλα» = τα ανόητα, τα κούφια, τα χωρίς περιεχόμενο λόγια.
Κατά τον Γ. Χατζηδ. από τα «κούτρα» και τα «ξύλα», που γίνονται «κουφόξυλα» και εξελίσσεται σε «κουρφόξυλα» και εκείνο σε «κουρουφέξαλα» (ΜΝΕ 2, 503). (Το αυτό και ο Μ. Τριανταφυλ. Άπαντα 1, 17).
Ίσως όμως να υπάρχει κάποια σχέση ως προς τον σχη­ματισμό του και με το «κούφος -ον» και «έξαλλος -η -ον» = ψυχικά ανάστατος, ο μη ελέγχων τους λόγους του και λέγων ανοησίες.

«Κούσιαλο» = αδύνατος άνθρωπος, γέροντας κατά κανόνα, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Άνθρωπος στερούμενος κάθε δύναμης, κούφιος από κάθε δύναμη, σαν κούφιο ξύλο δηλαδή.
Από το «κούφος -η -ον» = κενός, ανύπαρκτος, ολίγος, μι­κρός.
Από το «κούφος» παράγεται και η «κουφάλα» των δένδρων δηλαδή το κενό από ξύλο τμήμα στο εσωτερικό του κορμού τους.
Σχετικό και το αρχαίο ελληνικό ρήμα «κουφίζω» = ελα­φρύνω, κάμνω τι ελαφρόν, ανακουφίζω.

«Κούτλας»= μικρό δοχείο, γνωστού περιεχομένου, συνήθως 2 ή 3 ή 4 κιλών, με το οποίον μετρούν την ποσότητα του γάλακτος.
Από το ομηρικό «κοτύλη» = μικρόν δοχείον, αγγείον, μέτρον υγρών, ποτήριον, φιάλη, κούπα (Χ, 494. ο, 312. ρ, 12).

«Κούτπας»= το πίσω μέρος της κεφαλής, το μέρος του ινιακού οστού.
Από τη δωρική λέξη (Πολυδ. Β' 29 και Ιππ. 468, 29) «κόττις -18ος» ή «κόττα» ή «κόττη» = η κεφαλή, το πίσω μέ­ρος της κεφαλής, η παρεγκεφαλίδα.

«Κουτρουλός -ή -ό»ο φαλακρός, ο έχων γυαλιστερό κρανίο λόγω ανυπαρξίας κώμης, το χωρίς χερούλι σκεύος.
Από το μεσν. «κουτρούλης» < ίσως κουτρο-τρούλης = έχει την «κούτρα» του σαν τρούλο (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1, 25) ή «κουτσο-τρούλης» (Κ. Άμαντ. στο Λεξ. Αρχ. 3, 124 Σ. Ξανθουδ. στο Λεξ. Αρχ. 6, 337). Με τη λέξη όμως «κου­τρουλός» πρέπει να έχουν σχέση ως προς την προέλευση της και οι αρχαίες ελληνικές λέξεις «κόττα», «κοττίς» και «κοτίς» = κεφαλή, το πίσω μέρος της κεφαλής, ιδίως συνεπεία της πι­θανής εξέλιξης τους στη λέξη «κούτρα», αλλά και ως δεύτε­ρο συνθετικό της η λέξη «τρούλλος» ο οποίος είναι «φαλακρός», όπως το χωρίς μαλλιά κεφάλι.
 

«Κούτσ(ι)κος»= ο πολύ μικρός, το νήπιο, το μικρό παιδί.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Μη τα μαλλών'ς τα κούτσ(ι)κα».
Πιθανή καταγωγή από το «μικρός -ότερος -ότατος» = ολί­γος, μικρός.
Το «μικρός» > μικρούτσικος έγινε «κούτσικος» κατά τη σαρακατσιάνικη συνήθεια της συγκοπής μερικών γραμμάτων.
 

«Κουτσομύτα -ης»= ο έχων κομμένη δηλ. πολύ μικρή μύτη.
Από το ομηρικό «κόπτω», από το οποίο παράγεται το «κου­τσός» και το «μύτις -ιδος» = μύτη, ρίνα, ρύγχος.

«Κουτσοχέρα» = η γίδα με τα κομμένα κέρατα.
Από το ομηρικό «κόπτω», από το οποίο παράγεται το «κουτσός» και το επίσης ομηρικό «κέρας» = κέρατο, άκρα, βραχίων ποτάμιου. Αμαντ. Γλωσσολ. Μελετ. 184 κ.εξ και 243. Ν. Ανδρ. 171).
 

«Κουφάλα»= η κουφάλα του δέντρου, το κούφιο μέρος του κορμού.
Πιθανή προέλευση από το «κούφος» = κούφιος, κοίλος, κε­νός.

«Κρανένια» κλείτσα = κλείτσα με κρανίσιο κλειτσόξυλο.
Οι Σαρακατσιάνοι την «κλείτσα» δεν την έλεγαν «αγκλί-τσα». Η «κλείτσα» ήταν κυρίως από ξύλο πυξαριού ή πουρ­ναριού ή γκορτσιάς, το δε κλειτσόξυλο από ξύλο κρανιάς.
Από το ομηρικό «κρανεινος» ή «κράνινος» = ο πεποιημένος εκ ξύλου κρανέας, που παράγεται από τη λέξη «κρανεία» = κρανιά (Θ, 84. Π, 767. Υ, Ερμ. 460. η, 212).

"Κράση": Σωματική κατάσταση, ιδιοσυγκρασία, χαρακτή- ρας.
Σαρ. φράση: "Εχει γερή κράσ'αυτός. Θα ζήσι πολλά χρό­νια".
Από το αρχ.-ελλ. "κράσις": συγχώνευση, ανάμειξη, η ιδιά- ζουσα σε κάθε άνθρωπο φυσική διάθεση, ιδιοσυγκρασία, που παράγεται από το ρήμα "κεράννυμι- μαι" (Αριστ. Τοπ. 122 β, 26, Τιμ. Αοκρ. 103 Α, Πλάτ. Φαίδ. Ill Β).

«Κρένω»= φωνάζω, διαμαρτύρομαι.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Η γιαγιά μ' δεν κρέν' βουλγάρκα, κρέν' ελληνικά» (φράση μικρού παιδιού Σαρακατσιανάκι  από τη Βουλγαρία, που μου την είπε το καλοκαίρι του 1992), ή «Αγγέλω μ' κρένει η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει».
Μάλλον από το ομηρικό «κρίνω» που έχει και την έννοια του «αποφαίνομαι, αποφασίζω, ερμηνεύω, επεξηγώ, ερωτώ, εξετάζω, εκφέρω κρίσεις».

"Κριτσιανίδα": Ξεροψημένο κομμάτι ψωμιού ή άλλου φα­γώσιμου είδους, που όταν μασιέται κάνει "κρίτς-κρίτς" ή "κράτς-κράτς" ή "γράτς-γράτς".
Κατά τη γνώμη μου από το ρήμα "κριτσανίζω" ή "γρι- τσανίζω" ή "γρατσουνίζω", που είναι ονοματοποιημένο παράγωγο του ήχου "κράτς-κράτς" ή "κρίτς-κρίτς" ή "γράτς-γράτς".

"Κριάσι (το)" = το κρέας.
Σαρ. φράση: "Παλιοπρατίνα ήταν αλλ'είχι νόστιμο κριά- σι".
Αρχ.-ελλ. κρέας-ατος.

«Κρόσσια» = τα μη υφαμένα νήματα στο τέλος, στο κάτω μέρος, των υφασμάτων.
Από το ομηρικό «κροσσός» = θύσανος, τα κάτω των ιμα­τίων ραμματώδη, οι επάλξεις των πύργων.

"Κρουστός, -τό" ύφασμα: Ύφασμα πολύ χτυπημένο με το χτένι στον αργαλειό, γι' αυτό και πολύ πυκνό, σφιχτό, εφαρμοστό.
Από το αρχ.-ελλ. "κρούω", αόριστος έκρουσα = πλήττω, κτυπώ (Ευρ. Αποσπ. 779. 6, Αριαν. Ανάβ. 7,1).

«Κρούτος -α» = ο φέρων κέρατα και χρησιμοποιών αυτά ως όπλο άμυνας.
Από το αρχαίο ελληνικό «κεράτων», υποκοριστικόν του ομηρικού «κέρας» = κέρατο (Κ, 294. γ, 439).
Στον τελικό σχηματισμό της λέξεως «κρούτος» δεν πρέπει να είναι άσχετο και το ρήμα «κρούω»=χτυπώ, αφού το κτύ­πημα των ζώων προς απόκρουση του εχθρού γίνεται με τα «κέρατα».

"Κρυότη": Το κρύο, ο κρύος καιρός, ο ψυχρός καιρός. Από το αρχ.-ελλ. "κρυος"= το κρύο.
(Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1,5 και 184, και στην Αθηνά 42, 91 και Ν. Ανδρ. σελ. 176 και Γ. Μπαμπ. σελ. 958, Ησίοδ. Εργ. κ. Ημ. 492).

«Κ'τσιούμπα» και «κ'τσούμπι»= κομμένο κομμάτι ρίζας δένδρου μετά την εκρίζωση του, κατάλληλο για ζεστή φωτιά.
Από τη λέξη «κόσυμβος» = εκείνος ή εκείνη που είναι κομ­μένη η κορυφή του (Β. Φάβης Λεξ. Δελτ. 2, 84 και εξ. Ν. Ανδριώτης ένθ. ανωτ. 171). Η «κ'τσιούμπα» είναι αποχωρι­σμένη από την κορυφή της, τον κορμό του δέντρου, του οποί­ου ήταν η ρίζα.

«Κυπρί» = χάλκινο αντικείμενο (μορφή κουδουνιού) που κρεμιέται από το στεφάνι στο λαιμό του γιδιού.
Κατά τον Κεραμόπουλο από το όνομα της Κύπρου, χώρας προέλευσης του χαλκού, από τον οποίο κατασκευάζονταν τα 
κυπριά, που κρέμονταν στο λαιμό των γιδιών κυρίως για να σημαίνουν με τον ήχο τους την παρουσία τους (Κεραμόπου-λος σελ. 104).

«Κ(υ)ττάρι» = το ύστερον του ζώου που γέννησε.
Από το «κοιτάριον», υποκοριστικό του ομηρικού «κοίτη»(από το «κείμ,αι») = κοίτη, κλίνη (κ, 341).
Κατά το λεξ. LiddelScott «παρά τας Εβδ. κοίτων διδόνας επί σαρκικής μίξεως Αριθμ. Ε' 20 παρβλ. Λευ. ΙΗ' 20, ού­τω έχειν εν γαστρί έχειν εκ τίνος» Επιστολή προς Ρ. Θ', 10 -ακολασία, ασέλγεια, κίστη, κιβώτιον, κάνιστρον.
Ίσως και από το «κύτος» = κοίλωμα, κοιλότης. Σχετικό και το «κυττάριον», υποκοριστικό του «κύτταρος» = κοίλω­μα, κυψέλη κηρήθρας.

«Κφάρι» (κουφάρι)» = το νεκρό σώμα ανθρώπου, ζώου, το κούφιο από ζωή και εντόσθια.
Πιθανώς το υποκοριστικό «κουφάριον» του ομηρικού «κού­φος» = ελαφρός, άδειος, κενός, μάταιος (Ν, 158).

«Κωλοκ(ου)ρίζω» ή «κουλοκ(ου)ρίζω»- «Κωλόκουρο» ή «κουλόκουρο» = στην αρχή της άνοιξης με τις πρώτες ζέστες κόβω τα μαλλιά του προβάτου που έχει στην κοιλιά, στα πόδια και γύρω από την ουρά για να αερίζεται.

«Κωλόκρο» ή «κουλόκρο»= το μαλλί του κωλοκουρίσμα-τος ή του κουλοκουρίσματος.
Από την αρχαία ελληνική λέξη «κώλος» (Σουίδας) = πρω­κτός, και το «κείρω» = κουρεύω ή το παραγόμενο από αυτό «κουρά» = το κούρευμα από το οποίο επίσης παράγεται το «κουρεύς» και κουρείον.
Έκανε έναν κύκλο γύρω από τον «κώλο» με το κούρεμα.
Γι' αυτό και υποστηρίχθηκε η άποψη ότι το πρώτο συν­θετικό της λέξης είναι το «κύκλος» = πρωκτικός (Ηρωδ. Α. σελ. 156, 5 σχολ. Αριστοφ. Πλούτ. 152, παρά Σουίδα δε σελ. 903 Β' 904).

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.