"Ξαγκ(υ)λίζω": Ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω τα ανακατωμένα μαλλιά, ισιώνοντας τις τρίχες τους, ξαίνω τα μαλλιά. Η εργασία αυτή γινόταν από τις Σαρακατσιάνες γυναίκες με λανάρια ή με ειδικό χτένι με σιδερένια δόντια, όπως και
τα λανάρια.
Το "ξάγκλισμα" των μαλλιών γίνεται μετά το πλύσιμο και το στέγνωμα τους και ήταν αναγκαίο για να ακολουθήσει το γνέσιμο. Το ειδικό χτένι με το οποίο χτενίζονταν και ξεπλέκονταν τα μαλλιά των προβάτων πάντοτε λεγόταν "ξαγκλόχτενο".
Ίσως να σχηματίζεται από την πρόθεση "εκ" που συνηθέστατα μετατρέπεται σε "ξ" και το αρχ.-ελλ. "αγκυλος,-η,-ον" = κυρτός, κεκυρτωμένος, γιατί με το χτένισμα τα μαλλιά ισιάζουν και παύουν να είναι αγκυλωτά και μπερδεμένα.

«Ξαίνω» = ξαίνω, ξέω, κτενίζω.
Η εργασία του ξεσίματος των μαλλιών των προβάτων με τα «λανάρια», τα «κτένια», για να καθαρισθούν και να προε­τοιμασθούν για γνέσιμο.
Από το ομηρικό «ξαίνω» - ξαίνω, ανοίγω, ξεδιαλύνω τα έρια (χ, 423).

"Ξαμώνω" = Απλώνω το χέρι μου να αγκίσω κάτι, επιχειρώ να κάνω κάτι, δοκιμάζω να προβώ σε κάποια ενέργεια. Σαρ. φράση: "Αν σ'κουτάει ξάμωσι νά με βαρέσεις και θά σ' πού ιγώ". 
Πιθανή προέλευση του από από την πρόθεση "εκ", που μετατρέπεται σε "ξε" και το ρήμα "κάμνω", καμούμαι, έκαμον, που γίνεται "ξεκαμώνω" και εξελίσσεται σε "ξαμώνω" κατά τη συνήθεια των Σαρακατσιάνων να συγκόπτουν κάποια γράμματα.

"Ξανξιά" = Ο τόπος, το λιβάδι που οδηγούσαν τα κοπάδια την άνοιξη για καλύτερη βοσκή και μεγαλύτερη απόδοση σε γάλα.
Σαρ. φράση: "Οταν πάμι στον ξανξιό θα αυγατίσουν το γάλα τα πρότα".
Από το αρχ.-ελλ. "άνοιξις-εως" που παράγεται από το ρήμα "ανοίγω". (Θουκυδ. 4.67,88).

«Ξαργού» = επίτηδες, εξεπίτηδες.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Ήρθα ξαργού για να ιδώ τι δ'λειά κάν'ς».
Από την πρόθεση «εξ» και το ομηρικό «έργον» = έργον, ερ­γασία, ασχολία, δουλειά (Κ, 282. Μ, 271. Ν, 366. υ, 49) (Αδαμ. Κοραής Ατακτα Α' σελ. 116 και 166).

"Ξαρίζω": Τα κλειστά μαντριά που έμειναν τα πρόβατα το χειμώνα τα "πάτωναν", δηλ. τα έστρωναν οι Σαρακατσιάνοι με θάμνους (πουρνάρια, φιλύκια, κέδρα, βαλανιδιές) και επάνω σ'αυτά έριχναν τα "στρώματα", δηλ. τα χόρτα από βούζια, άχυρο, καναπίτσες κ.λ.π., για να κοιμούνται ζεστά τα πρόβατα, αλλά και τα υγρά από τις βροχές και από τα ζώα να απορροφώνται ευκολότερα. Την άνοιξη όταν τα πρόβατα έφευγαν από τα κλειστά μαντριά οι Σαρακατσάνοι "ξεπάτωναν" τα μαντριά, δηλαδή αφαιρούσαν ό,τι έστρωναν στα δάπεδο του μαντριού, για να ξαναστρώσουν άλλα στις αρχές του Φθινοπώρου και κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μετά το "ξεπάτωμα" "ξάριζαν" το δάπεδο δηλ. έξυναν τελείως το δάπεδο και αφαιρούσαν κάθε πρόσθετο αντικείμενο. Το ίδιο έκαναν δηλαδή έξυναν τελείως την επιφάνεια - το δάπεδο και στα ανοιχτά μαντριά όταν γέμιζαν νερά, λάσπες, πειριττώματα ζώων.
Η εργασία τους αυτή αποτελούσε στην πραγματικότητα ξύρισμα της επιφανείας, του δαπέδου του μαντριού. Από το αρχ.-ελλ. "ξυρέω, ώ"= ξυρίζω, που παράγεται από το ρήμα "ξύω", από το οποίο προέρχεται η λέξη "ξύστρον" = ξυράφι και μεταγενέστερα το ρήμα "ξυρίζω". (Ν. Ανδ. σελ. 240 και Πλούτ. 2.180 Β, Σοφ. Αί. 786).

"Ξεβγάζω"= Αποπλένω τα ρούχα, τα πιάτα κ.λ.π. που έπλυνα, ξεπλένω, το περνάω από το τελευταίο νερό. Κατά μία άποψη από το "εξαυγίζω" = λευκαίνω ρούχα, αποπλένω.

"Ξεγαλίζομαι": "ξεφλουδίζομαι", γδέρνομαι ελαφρά, μου βγαίνει το δέρμα στο σημείο που με κτυπάει κάποιος ή με χτυπάει κάποιο αντικείμενο. Παθαίνω ελαφρά εκδορά του δέρματος μου, χωρίς να χυθεί αίμα. Ο Σαρακατσιάνος και για εκείνον που από την έκθεση στον ήλιο επί πολύ ώρα "ξεφλουδίζονταν" έλεγε ότι "ξεγαλίσθηκε". 
Την προέλευση της λέξης αυτής δέν μπόρεσα να την προσδιορίσω.

«Ξεθ(η)λύκωτος» = ξεκούμπωτος, χωρίς ζώνη ή με ανοιχτή τη ζώνη, αυτός που δεν έχει κουμπωμένη τη ζώνη, αυτός που δεν είναι θηλυκός, δηλαδή δεν βρίσκεται η πόρπη της ζώνης στην τρύπα της ζώνης, τη θηλειά, ο έχων τη ζώνη έξω από τη θηλειά της.
Από το ομηρικό «θήλυς -εια -υ» = θήλυς, θηλυκός (Ε, 269. Κ, 216. Τ, 97), από το οποίο παράγεται το «θηλυκός -ή -ον».
Από την ίδια ρίζα παράγεται και το ρήμα «θηλύνω» = εκ-θηλύνω, κάμνω τινά θηλυπρεπή, φέρομαι θηλυπρεπώς, γίνο­μαι μαλακός.

«Ξεκάνω» = εξαφανίζω, διαλύω, καταστρέφω, τελειώνω, καθιστώ άχρηστον κάποιον.
Από το «εκκάμνω», μέλλοντας «εκκαμούμαι» = αποκάμνω.

«Ξεκλάω» = ξεσχίζω.
Σαρακατσιάνικη φράση: «ξέκλα τα χαρτιά... τι τα θέλ'ς -έχ'ς το λόγο μ'».
Από την πρόθεση «εκ» και το ομηρικό «κλάω» = θραύω, αποκόπτω, τσακίζω, σπάζω, αποκόπτω.

"Ξεκοπή" = Συμφωνία συγκεκριμένη μεταξύ τσέλιγκα και τσοπάνου, που ρύθμιζε όλες τις σχέσεις μια και έξω, από την αρχή μέχρι το τέλος της διάρκειας της. Συμφωνία που περιελάμβανε και το μισθό και τη διατροφή. 
Από την πρόθεση "εκ" που γίνεται ξε και το ρήμα "κόπτω".

"Ξενιτάρω" = Τελειώνω, αποξενώνομαι από κάτι, διακόπτω την επαφή μου, τη συνεργασία μου με κάποιον. Σαρ. φράση: "Θα τηράξου τ' δλ'ιά μ'. Θα ξενιτάρου, θα πάρω τα μάτια μ' και θα φύγω. Δέν τον αντέχω άλλο". Πιθανή προέλευση από την πρόθεση "εκ" και το επίθετο "εταίρος" = σύντροφος, συντρώγων, κοινωνός, συνέται¬ρος (ΙΑ 658, Οδ. Ρ. 577, Ξ. 413, Ο. 307).

«Ξενίτεμα» = ο αποχαιρετισμός του συγγενούς επισκέπτη όταν απομακρύνεται από τη στάνη με ένα ιδιόμορφο μέλος που ήταν και τραγούδι και μοιρολόι και κλάμα, όλα μαζί. Π.χ. «Στο καλό σου καλέ μου αδερφέ... Πότε θα σε ξα­ναδώ... Να χαιρετίσεις τη μάνα μου... Δεν λυπάσαι που με αφήνεις». Το μελοποιούσε η ίδια η Σαρακατσιάνα και το μισο-τραγουδούσε, το μισομοιρολογούσε και μισοέκλαιγε συγχρό­νως. Έζησα έναν τέτοιο αποχαιρετισμό από την αδερφή του πα­τέρα μου Σοφία Σταυροθόδωρου 90 ετών σήμερα και δε θα το ξεχάσω. Από το «ξενιτεύω -ομαι» = απέρχομαι εις ξένον τόπον.

"Ξενυστια": Οι άνθρωποι που με τη συμπεριφορά τους προκαλούν για τους εαυτούς τους φαιδρές συζητήσεις, που ξενυστάζουν όσους μετέχουν και συζητούν γι' αυτούς.
Σαρ. φράση: "Τί τ'ς ακούς αφ'νούς. Είναι ξενύστια. Τ'ς κοροϊδεύει ού κόσμος. Τ'ς αναφέρει κι γιλάει". 
Από την πρόθεση "εκ" και το αρχ.-ελλ. "νυστάζω", παράγωγο του "νευστάζω"= (νεύω πρός τα κάτω) (Ν. Ανδρ. 234).

«Ξεπεζεύω» = κατεβαίνω από το ζώο που ήμουνα καβάλα και γίνομαι πεζός. 
Από την πρόθεση «εκ» και το ρήμα «πεζεύω» = πορεύο­μαι, οδοιπορώ, πεζή, περιπατώ, αντίθετον του ιππεύω, κατα­βαίνω εκ του ίππου (Lid.-Scottεν Νικήτ. Χρον. 329 D, Κ Πορφυρ. Εκθ. Βασ. Ταξ. 84, 8), που παράγεται από το ομη­ρικό «πεζός» (Δ, 434. θ, 59. ρ, 436).

"Ξερακιανός,- ή,- όν" = Ο λεπτός, ο αδύνατος άνθρωπος.
Από το αρχ.-ελλ. "ξερός- ή -όν" (Οδ. Ε. 402), που εξελίχθηκε στο επίθετο "ξέρακας" και την κατάληξη -ιανός (Ν. Ανδριώτης ε.α. σελ. 237 και Γ. Μπαμπ. 1229-1230).

«Ξεροτσιβούρα» = ξερός, παγωμένος καιρός με πάχνη το πρωί, λιακάδα και πολύ ξερό κρύο.
Από το «ξηρός» = στεγνός και το ομηρικό «στίβη» = πά­χνη, παγωνιά με πιθανή αντιμετάθεση των γραμμάτων στ σε τσ (Οδύσσ. ε, 467 κ.ά.).

«Ξεσυρτός» - «μαρκάλος» = όταν μαρκαλίζονται πολύ αραιά τα πρόβατα, λίγα-λίγα και όχι ομαδικά, δηλ. πολλά μαζί, όταν σύρεται πολλές μέρες ο μαρκάλος.
Από το «εκ», που συνήθως μετατρέπεται σε «|ε» και το «σύρω» — σέρνω, επιμηκύνομαι.

«Ξετσανίζω» = φέρομαι απείθαρχα, το παρακάνω, ξεπερνώ με τη συμπεριφορά μου τα επιτρεπόμενα όρια, είμαι άτακτος, φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν.
Από το «εκ» και το ομηρικό «τανύω» - εκτείνω, τεντώ­νω, τανίζω, απλώνω, θέτω εις σφοδράν κίνησιν.

"Ξεφτώ,-ίζω": Αρχίζω να χάνω τη δύναμη μου, την ένταση μου, αρχίζει το ύφασμα να ξηλώνεται. 
Από την πρόθεση "εκ" (Α. Κορ. Ατ. 4, 360 Γ. Χατζ. ΜΝΕ 1, 272 και στην Επιστ. Επετ. Παν. 10,11 και εξ) και το αρχ.-ελλ. "πτύω" = φτύνω. (Ν. Ανδρ. σελ. 238, Γ. Μπαμπ. σελ. 1235).

«Ξίψωμα» = χωρίς ψωμί. Κατά τις συμφωνίες των Σαρακατσιάνων με τους ποιμένες που προσλάμβαναν για να βοσκούν τα πρόβατα τους, ένας από τους όρους τους ήταν αν στην αμοιβή θα περιλαμβάνεται και η διατροφή του ποιμένα ή όχι. Το «ξίψωμα» σήμαινε ότι δεν θα εδικαιούτο και «ψωμί», διατροφή δηλαδή.
Από την πρόθεση «εκ» και το ομηρικό «ψωμάς» = τεμά-χιον, κομμάτι άρτου, αλλά και ο άρτος γενικά.

«Ξόβεργα» = παγίδα σύλληψης πτηνών από κλάδους του παρασιτικού φυτού ιξός.
Κατά τον Νικ. Ανδριώτη (σελ. 238) από το αρχαίο ελ­ληνικό «ίξος» και το βυζαντινό «βέργα», κατ' άλλους από το «ιξο-εργός» = ο δια του ιξού συλλαμβάνων πτηνά, ορνιθοθήρας (Ανθ. II 9, 264).

"Ξόγανο ή ξόανο": Ο τιποτένιος άνθρωπος, το λεγόμενο "απελέκητο ξύλο", ο άσημος άνθρωπος που έχει όση αξία έχει και ένα ανθρώπινο ομοίωμα. 
Σαρ. φράση: "Τί τ'ακούς αυτό το ξόανο; Δέν ξέρ' τί τ' γένιτι" ! 
Από το αρχ.-ελλ. "ξόανον" = είδωλο ξύλου το οποίο παράγεται από το ρήμα "ξέω" (Ν. Ανδρ. ε.α. σελ. 239), διότι ήταν αποτέλεσμα (το ξόανο) 
επεξεργασίας ξύλου. (Ξεν. Αν. 5.3,12 Ευρ. Ι.Τ. 1359, Τρω 525, 1074).

«Ξυγγοκέρι» = ύφασμα εμποτισμένο σε λιωμένο ξύγκι και στη συνέχεια τυλιγμένο σε σχήμα κεριού, που άναβε εύκολα σαν κερί και έσβηνε μόνο με πάτημα του καιόμενου τμήματος στο έδαφος.
Από το «αξουγκία» > αξούγκι > ξύγκι (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕΑ, 649) = το λίπος του ζώου και το ομηρικός «κηρός» = κε­ρί (08. μ, 48. 175. 437).

«Ξυθάλι ή ξεθάλι» = το ενός μέτρου περίπου ξύλο, που είναι ελαφρώς κυρτό στην άκρη, με το οποίο σηκώνεται και απομακρύνεται ή επανατοποθετείται πάνω στη φωτιά ή στα κάρβουνα η «γάστρα» ή ανακατώνονται τα κάρβουνα και οι στάχτες που είναι στη βάτρα ή που σκεπάζουν τη γάστρα.
Από τα ομηρικά «ξέω» = ξύνω και «αιθάλη» = καπνιά, στάχτη.
Σχετικό και το «αιθαλωτός» = καμένος μέχρι τέφρας.

«Ξυλόχτενο» = το ξύλινο χτένι με το οποίο υφαίνονται στον αργαλειό τα χονδρά υφάσματα (βελέντζες, τέντες, τσιόλια κ.λπ.).
Από το ομηρικό «ξύλον» = ξύλον κεκομμένον και έτοιμον προς χρήσιν και το «κτένιον» = χτένι, υποκοριστικόν του «κτεις -κτενός» = χτένι, χτένι, τσουγγράνα των κηπουρών, οι δά­κτυλοι αποχωριζόμενοι αλλήλων ως οι οδόντες των κτενών.

«Ξυνήθρα» = πλατύφυλλο χορτάρι με υπόξινη γεύση.

Κατά τον Αδ. Κοραή, Άτακτα ΔΙ σελ. 369 προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «οξαλίς - ίδος» = το φυτόν οξι-νήθρα (Νικ. Θηρ. 840. Διοσκ. 2, 148), με πιθανή εξέλιξη «ο­ξαλίς» > οξυλίδα > οξυλήθρα.

«Ξυνόγαλο» = το κατάλοιπο του ξινού γάλακτος, μετά την αφαίρεση του βουτύρου με το βούρτσισμα (κτύπημα μέσα στη βούρτσα).
Από τα ομηρικά «οξύς -εία -ύ» = ξινός και «γάλακτος».

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.