"Λάγανο": Χόνδρος που σχηματίζεται στο υπερώο του στόματος του ζώου (άλογου, μουλαριού , γάϊδουριού κ.λ.π.) κοντά στα επάνω δόντια και το εμποδίζει να βοσκήσει.
Οι Σαρ. χειρουργούσαν το χόνδρο αυτό και τον αφαιρούσαν.
Παρακολούθησα τέτοια χειρουργική επέμβαση: Χειρουργός ο πατέρας μου. Άνοιξε το στόμα του ζώου. Έβαλε στο στόμα του, ανάμεσα στις σιαγόνες του ένα χονδρό ξύλο για να μη μπορεί να κλείσει το στόμα του και στη συνέχεια με ένα πολύ κοφτερό μαχαίρι έκοψε το λάγανο. Δέν πρέπει να πόνεσε το ζώο. Δε θυμάμαι αν μάτωσε. Μάλλον όχι. Μεταγενέστερα "Λάγανον" (Ησύχιος Λάγανα) - το λεπτόν και ευρύ πλακούντιον εξ αλεύρου και ελαίου, ώς τα Ιτρια (Μάτρων παρ' Αθην. 656 F πρβλ 110 Α "ελκϋειν λάγανον" Αθήν. 647 Ε).
"Λαγαρά"= Τα ευαίσθητα, τα λεπτά μέρη του σώματος (όρχεις, κοιλιά, πλευρά κ.λ.π.).
Σαρ. φράση: "Μό'ρξι νιά κλωτσιά στα λαγαρά κι μού'ρθι ο ουρανός σφοντύλ'".
Από το αρχ.-ελλ. "λαγαρός" = καθαρός (Ν. Ανδρ. σελ. 180) που προέρχεται από το ρήμα "λαγαίω" = απολύω, αφήνω, χαλαρώνω. (Γ. Μπαμπ. σελ. 988).
«Λαγαρίζω» - «λαγαρός» = καθαρίζω, καθαρός. Από το «λαγαρίζομαι» — ρήμα αμφιβόλου σημασίας και μάλλον απολαμβάνω, καθαρίζω, παίρνω από την κληρωτίδα, ζω πενιχρώς, «λαγαρός» = χαλαρός, εξουθενωμένος, χαύνος, χαλαρός.
"Λαγγάδι": Ρευματιά.
Από το μεσνκ. "λάγκος"= κοιλάδα.
Κατά Σ. Ξανθουλ. Αθηνά 26, ΛΑ 155 κ.εξ. Φ. Κουκολ. Αθηνά 30 ΛΑ 36 και εξ. από το "λακκάδιον" υποκορ. του λάκκος. Κατά Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 3,70 από το αρχ. "Αγκος" = χαράδρα με επίδραση του λάκκος κατά Yasmer στην Buz. Zeit 18, 633 από το αρχ. Σλαβικό lang = χαράδρα.
"Λαγγευω"= Πηδώ και στραμπουλίζω το πόδι μου, σκιρώ, σπαρταρώ, λιγώνομαι από έρωτα.
Από το αρχ.-ελλ. "λαγγάζω" = υποχωρώ ( Αντιφ. Εν Ανε-ρώσει 1, Ησύχ., Φώτ., Ιππ. 308,14 - Αιοχ. και Αριστ.) και "Λογγάζω").
"Λαδάκονο" = Αίθινο ακόνι στο οποίο ρίχνουν μερικές σταγόνες λαδιού και τροχίζουν τα μαχαίρια - τα ψαλίδια κ.λ.π.
Από το αρχ.-ελλ. "ελαία" > "ελάα" > μεσνκ. (ε)λάδιν > με-ταγεν. ελάδιον και το αρχ.-ελλ. "ακονη" > υποκορ. ακόνιον (Ν. Ανδρ. 180 και 10).
«Λαζοδέρω ή λατζοδέρω»= γυρίζω εδώ κι εκεί αναζητώντας, ψάχνοντας, επιδιώκοντας να βρω και να πιάσω κάτι.
Δηλαδή: γδέρνω τον τόπο για να βρω κάτι.
Πιθανή προέλευση του από το ομηρικό «λάζομαι» = λαμβάνω, πιάνω, παίρνω και το επίσης ομηρικό «δερω» = εκδέρω, γδέρνω.
«Λαϊάζω»= ησυχάζω, σταματώ να κινούμαι, κοιμάμαι.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Μόλις φτάσουν στο γρέκ(ι) και λάιάσουν τα πρότα έλα στο καλύβ(ι)».
Από το «λαγγάζω» = υποχωρώ, ενδίδωμι, παραδίδομαι, μένω ξαπλωμένος, ησυχάζω.
«Λαϊνα» και «λαΐνι» = στάμνα, σταμνί, λαγήνα, λαγήνι.
Από το «λάγυνος» = στάμνα.
«Λάκκα»= επίπεδο, ίσιο μέρος λιβαδιού, ξέφωτο ανάμεσα στα δένδρα.
Από το «λάκκος» = λίμνη, δεξαμενή, κελάρι, εσκαμμένος τόπος προς φύλαξη ζωοτροφών κ.λπ.
«Λακώ» ή«Λακίζω»= τρέχω, το βάζω στα πόδια κάνοντας θόρυβο.
Δωρικός τύπος του ρήματος «ληκέω -ώ» = ηχώ, που παράγεται από το ομηρικόν ρήμα «λάσκω» - ελάκησα αόρ. α', έλακον αόρ. β' = κράζω, φωνάζω, εκπέμπω, διαλαλώ.
"Λακνιά" = Αγέλη ζώων που φεύγει ομαδικά τρέχοντας, το βάζει στα πόδια, "λακάει" ή "λακίζει" και κάνει πολύ θόρυβο με το ποδοβολητό της.
Από το ρήμα "λάσκω" (μέλλων: λακήσομαι, αόριστος ελάκησα - Αριστοφ. Ειρ. 381, 382, 384) = κράζω, φωνάζω. Σχετικό και με την ίδια έννοια είναι και το ρήμα "ληκεύω", δωρ. "λακεύω" (Ιλ. Χ. 141, Οδ. Μ.85) = φεύγω τρέχοντας (Hoeg II 134).
«Λαλάς», «λάλα»= θείος, μήτηρ, μάμμη.
Η γιαγιά μου που πέθανε το 1969 σε ηλικία 103 ετών χρησιμοποιούσε τη φράση: «ο λαλάς μ' ο Νικολάκ' ς», αναφερόμενη σε ένα θείο της ονόματι «Νικολάκη».
Το «λαλάς» αρχαία ελληνική λέξη. Χρησιμοποιείται στον Ερωτόκριτο Β, 487. Ε, 1516. Είναι και μεσαιωνικός τύπος Δούκα Ιστορ. 250, 15, «Τι εστί ταύτα, λαλά...» Αθ. Υψηλάντου: Τα κατά την άλωσιν σελ. 710 «τον εις το σαχζαδελίκι του λαλάν του» (Ν. Ανδρ. 179).
«Λαλώ»τα πρόβατα = φωνάζω, φωνάζω και οδηγώ τα πρόβατα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «λάλα τα να φύγουν γλήγορα». Από το «λαλώ» = φωνάζω, λέγω, διηγούμαι.
"Λαμπάζω"= τρομάζω.
Στον αόριστο "λάμπαξα" = τρόμαξα, αιφνιδιάστηκα και φοβήθηκα πολύ, θαμπώθηκα και τρόμαξα από κάποια απότομη λάμψη. Απαντάται μόνο αυτός ο τύπος. Σαρ. φράση: "Εβρεχε πολύ κ' ήμαν στο καραούλι. Τότε αστραποτσιοκάν'σι δυνατά θαμπώθ'κα κι' λάμπαξα". Πιθανότατα από τον αόριστο του ρήματος "λάμπω"-έλαμψα" = λάμπω, φέγγω, ακτινοβολώ, εξαστράπτω, (Κ 154, Λ 66, Μ 463, Ν 474).
«Λανάρι»= ξύλινο σκεύος με το οποίο «ζαίνεται» το μαλλί και προετοιμάζεται για γνέσιμο.
Από το «λήνος» = έριον, μαλλί του οποίου πρέπει να είναι υποκοριστικό στο δωρικό τύπο. Από αυτή την ελληνική λέξη παρήχθη το Ρωμαϊκό «lana» = μαλλί (Αδαμ. Κοραής Β σελ. 217).
«Λαπάτα»= πλατύ μεταλλικό σκεύος για τη μετακίνηση των κάρβουνων της φωτιάς που ομοιάζει με τα φαρδιά και πλατιά φύλλα του φυτού «λάπατου» (λάπαθου).
Πιθανόν από το «λάπαθον» > «λάπατον» = είδος φυτού.
«Λάπατο»= λάχανο, φυτό χρησιμοποιούμενο κατά το βάψιμο των μάλλινων.
Το αρχαίο «λάπαθον» = λάχανο, άγριον εδώδιμον, κοινώς «λάπατον».
"Λαρώνω"= Ησυχάζω, σταματάω το κλάψιμο.
Σαρ. φράση: "Εσκουξι, έσκουξι, κόντεψε να σκάσει. Τώρα
όμως λάρωσε".
Πιθανή προέλευση του από το "λαρός" = ηδύς, νόστιμος, ευχάριστος, γλυκύς (β 350, Τ 316, μ 283, ξ 408).
"Λατανίζω"= Εξαντλώ βυζαίνοντας το υπόλοιπο γάλα που έμεινε στο μαστό της προβατίνας. Πιθανόν από το αρχ.-ελλ. "λάταξ - γος" = αί ολίγοι σταγόνες του οίνου αί εν τώ πυθμε'νι του ποτηρίου απολει-φθείσαι" (Αλκαίος 65, Κριτίας 1.2).
Σχετικό και το ρήμα "λαταγέω"= ρίπτω τους λατάγας με την ανωτέρω έννοια.
Κατά τον Φ. Κουκουλέ Αθηνά 1953 από το "ανατανίζω".
«Λαψάνα»= πλατύφυλλο χόρτο με χονδρό βλαστό, που βράζεται και γίνεται σαλάτα.
Από το «λαφάνη» ή «λαμφάνη», η σημερινή «λαφάνα» (L-S.T. II σελ. 20. Διοσκ. 2, 112).
«Λειανόματα» και «λειανά» = ψιλά χρήματα, κέρματα.
Από το ομηρικό «λειαίνω» = κάμνω τι λείο, ομαλό, εξομαλίζω, ισιάζω (Δ, 111), που παράγεται από το «λείος - λειανός» = λεπτός, άτριχος, αγένειος (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2, 217 - Ν. Ανδρ. 181).
«Λειανοπαίδια» = τα πολύ μικρά παιδιά, τα μικράκια.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Μην τα παρεξηγείς, λιανοπαίδια είναι, δεν καταλαβαίνουν».
Λέξη σύνθετη πιθανώς από το «λείος» = ψιλός, λεπτός, ομαλός, άτριχος, αγένειος, που γίνεται λειανός κατά το άδειος - αδειανός και το «παις».
"Λειανος" : Ο λεπτός, ο όχι παχύσαρκος.
Κατά τον Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2,21 7 από το αρχ.-ελλ. "λείος" και την κατάληξη -ανός.
"Λημέρι" και "Λημεριάζω"= Το κλέφτικο κρυφό κατάλυμα πάνω στο βουνό, μέσα στο δάσος, στο ύπαιθρο μακρυά από κατοικημένο συνήθως μέρος.
1) Από το αρχ.- ελλ. "ολοήμερος" = ο διαρκών όλη την ημέρα Τζέτζ. είς Ηρόδ. Εργ. και Ημ. 55β.
Από τη λέξη· αυτή παράγεται το ρήμα "ολημερίζω" (όλη + μέρα). (Ν. Ανδριώτης, 1992, σελ. 186).
2) Λημεριάζω, από το ουσιαστικό "λημέρι" και την κατάληξη "-ιάζω" (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 3, 76).
«Λειψός» = ο υπολειπόμενος σε μυαλό, ο χαζούλης. Από το αρχαίο ελληνικό «λείπω - λείφομαι» = κρίνω, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, υπολείπομαι, μένω πίσω.
"Λερή" = Λερωμένη, ακάθαρτη φουστανέλα , φορεσία. Από το αρχ.-ελλ. "ολερός" = ακάθαρτος, θολός ( Γαην. Λεξ. Ιππ. 534). Παράβ. Ησύχιος "ολερόν, βορβορώδες, τε-ταραγμένον"( Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1, 265 και στην Kuhn's Zeit 27,70 Β. Φάβης Λεξικογρ. Δελτ. 5, 106 από το λείρής = ωχρός. Ησύχ.
"Λιαγκρίζουν" τα μάτια = Λαμπυρίζουν τα μάτια, φαίνε¬ται μέσα στην κόρη ένα μικρό φωτάκι, αλλά και βλέπουν αμυδρά τα αντικείμενα.
Κατά την προσωπική μου γνώμη έχει βάση τη λέξη "ήλιος" (κατά το λιάζω-ηλιάζω, λιακό-ηλιακό, λιακωτό-ηλιακωτόν) και το ρήμα "αντικρίζω" από το αρχ. επίρρημα "αντίκρυ".
«Λιάκατα ή λιάτερα» = εντόσθια, έντερα και τα νήματα που γνέθονται στη ρόκα - ηλακάτη. Τα έντερα προσομοιάζουν με τα νήματα (Φ. Κουκούλες, Βυζ. Πολιτ. Β, 114). Από την ομηρική λέξη «ηλακάτη» = ρόκα.
"Λιάρος, -α, -ον" = Μαύρο πρόβατο ή γίδι.
Από το αρχ.-ελλ. "Χάρος, -α, -ον" (Α. Λαζάρου Αρωμουνική σελ. 336 β' έκδοση 1986).
"Λιβακώνομαι" = Ζεσταίνομαι πολύ, με πνίγει ο πολύ ζεστός αέρας.
Από το αρχ.-ελλ. "λίψ-λιβάς"= ο Ν.Δ. άνεμος, λίβας, ο προερχόμενος από την Αφρική πολύ ζεστός αέρας. (Ν. Αν-δρ. σελ. 183).
Κατά τον Γ. Φυτ. σελ. 163 η λέξη απαντάται στον Ηρόδο¬το 2.25, Θεόκρ. 9.11, Πολυβ. 10.10, 3.
"Λιβίθρα -ες": Παράσιτο του πεπτικού συστήματος του ανθρώπου.
Από το αρχ.-ελλ. "έλμινς- αιτιατ. έλμινθα" (D. Georgacas στο Αφιέρ. Μ. Τριανταφυλλίδη 479 κ.εξ. 497 κ.εξ - Ν. Ανδρ. 183).
"Λιγγέρι ή λεγγέρι"= Χάλκινο ή μπρούτζινο πλατύ αβαθές αγγείο, πιάτο, πινάκιο, λεκάνη.
Ίσως από το αρχ.-ελλ. "λεκάνη" που σημαίνει πινάκιον, αγγείον, λεκάνη,
"λεγένι" ( Αριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600) και που πρέπει να εξελίχθηκε στο τουρκικό legen = λεγένι (Ν. Ανδρ. ε.α. 183).
"Λιγώνω" = Πνίγομαι κατά την αναπνοή μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω. Κυρίως αυτό συμβαίνει στα μικρά παιδιά που κλαίνε ασταμάτητα και αιφνίδια δεν μπορούν να αναπνεύσουν για αρκετά δευτερόλεπτα και αλλοιώνεται το χρώμα του προσώπου τους ("γαλαζιάζουν"). Σαρ. φράση: "Λίγωσε το καυμένο απ' του κλάμα. Δέν το γλέπ'ς γαλάζιασι". Άλλες έννοιες κατά Γ. Μπαμπινιώτη: α) προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα του κορεσμού, έχω τάση πρός εμετό, πρός λιποθυμία, β) αισθάνομαι ένα κενό μέσα μου από πείνα.
γ) ξελιγώνομαι στα γέλια = ξεκαρδίζομαι στα γέλια, ξεσπώ σε ασυγκράτητα γέλια.
Από το αρχ. επίθετο "ολίγος" που έγινε το μεσνκ. μεταγενέστερα ολιγώ (Γ. Μπαμπ. σελ. 1016).
«Λιλιά ή λιλίτσια» = παιχνίδια πλουμιστά γυάλινα, μεταλλικά, για τα οποία «τρελαίνονταν» τα σαρακατσιανάκια.
Πιθανώς από το ομηρικό «λιλαίομαι» = επιθυμώ, ποθώ σφοδρώς, διψώ για κάτι, υπερεπιθυμώ (Ξ, 331. Τ, 76. υ, 27).
«Λιμάζω» = επιθυμώ σφοδρώς να φάω κάτι. Επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι τόσο πολύ που μου πέφτουν τα σάλια, πεινώ πολύ.
«Λιμασμενος»= ο πειναλέος, αυτός που υποφέρει από την πείνα.
Από το «λιμαίνω» = υποφέρω εκ λιμού, πεινώ, έχω έλλειψη τροφών.
Σχετικό και το «λιμώσσω», «λιμώττω» = πάσχω εκ πεί-νης, είμαι πεινασμένος (Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 137 και εξ. Β. Φάβης Αθηνά 55, 15).
«Λίμα» = η κατάσταση της μεγάλης πείνας.
Από το ομηρικό «λιμός -ού» = πείνα, σιτοδεία, «λίμα», βουλιμία, αδηφαγία.
Από το «λιμός» προέρχεται το «λιμαίνω» = υποφέρω εκ λιμού, πεινώ, έχω έλλειψιν τροφών.
Σχετικό και το «λιμώσσω», «λιμώττω» = πάσχω εκ πεί-νης, είμαι πεινασμένος (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2, 137 και εξ. Β. Φάβης Αθηνά 55, 15).
"Λιμττά"= αρχίδια.
Από το "λιμβίζομαι"= επιθυμώ, λαχταρώ, κοινώς "λιμπίζομαι" (Μοσχόπ. περίΣχεδ. 6/66).
(Φ. Κουκούλες 374,20 ι.π.- Αραβαντ. Ηπείρ. Γλωσσ. S.V. -Ρούσιος Συλλ. Χ 14 1884 σελ. 241).
«Λίπα» = η λίγδα δηλ. το χοιρινό λίπος, που το φυλάγουν οι Σαρακατσιάνοι σε δοχείο και το χρησιμοποιούν στη μαγειρική, στις πίτες κυρίως.
Από το ομηρικό «λίπα» στη φράση «αλείψαι λίπ' ελαίω» = λίπος, πάχος, έλαιον.
«Λισβός -ή» = λεπτός, αδύνατος, ο μειωμένος στο σώμα, ο ελαττωμένος.
Πιθανώς από το ρήμα «λισφόω» = ελαττώνω, από το οποίο πρέπει να έχει παραχθεί το «λισφός» που να εξελίχθηκε σε «λί-σβός». Γνωστή είναι και η αρχαία ελληνική «λίσπος» - ισχνός, λιγνός.
«Λισιά» = πόρτα καλύβας, ξύλινο πλέγμα με δεμένα ή καρφωμένα πολλά παράλληλα και κάθετα ξύλα (σκελετός) και δεμένους πάνω σ' αυτά θάμνους (πουρνάρια, παληούρια, καναπίτσες, σπάρτα) για τη δημιουργία του φράχτη των μαντριών με το δέσιμο πολλών παράλληλα «λισιών». Οι «λισιές» στηρίζονταν σε παλούκια που «μπήχνονταν» στο έδαφος ή δένονταν μεταξύ τους ή στα κάθετα ξύλα της καλύβας.
Από την ομηρική λέξη «λζισήϊον» (το) = μικρή ασπίδα.
«Λοβί -ά» = σκελίδα -ες σκόρδου.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Βάλεμ' στον τρουβά και λίγα λόβια σκόρδο».
Από το ομηρικό «λοβός» - το κατώτερο μέρος του αυτιού, το κέλυφος των οσπρίων.
"Λόϊδο"= Μικρό μέρος, μικρή τούφα μαλλιών του κεφαλιού που πεταγόταν μπροστά, ξεχώριζε από τα άλλα και κάλυπτε μέρος του μετώπου. Δέν μπόρεσα να εντοπίσω την ετυμολογία της λέξης.
«Λόρδα» = μεγάλη πείνα, κύρτωμα σπάσιμο του κορμιού προς τα εμπρός από τον πόνο της κοιλιάς λόγω μεγάλης πείνας.
Από το «λορδόω-ώ» = γέρνω προς τα όπισθεν, καμπουριάζω, από το οποίο παράγεται το «λορδός» = ο έχων σώμα κυρτόν προς τα εμπρός.
«Λουθνάρι» = ο δοθιήνας, ο καλόγηρος, το σπυρί.
Ίσως από το ομηρικό «λύθρον» = παν ότ,ι μολύνει, κηλιδώνει, το εκ των πληγών εξερχόμενον αίμα (στον Όμηρο), αίμα και χώμα (Ζ, 268. Λ, 169. Υ, 503. Χ, 402). Από αυτό παράγεται το «λυθρόω» (άχρηστο) και από αυτό το ρήμα «λυθριάζω» (Αδαμ. Κοραής ΔΙ σελ. 297).
Σχετική και η λέξη «λυθρώδης» = μεμολυσμένος, κεκη-λιδωμένος δι' αίματος.
«Λουρίδα» = η δερμάτινη ζώνη, ζωστήρα δερμάτινη.
Από το «λώρος» = ιμάς, ζώνη («ομφάλιος λώρος»).
«Λούρος», «λούρα» = βλαστοί δέντρων ή μακροί κλάδοι, οξιάς κυρίως, χρησιμοποιούμενοι ως «μπηχτάρια» ή ως κάθετοι δοκοί από την κορυφή προς τα κάτω για να «αδερφώνονται» με τα «μπηχτάρια» ή για να δένονται οριζόντια, επάνω στα αδερφωμένα μπηχτάρια και κάθετους δοκούς και να «ζώνουν», να σχηματίζουν το ξύλινο πλέγμα-σκελετό της καλύβας ή της «λισιάς» ή του τσαρδακιού κ.λπ.
Πιθανή, κατά τη γνώμη μου, καταγωγή από το «λώρος» = ιμάς, ζώνη.
Το Λατινικό «lorum» πρέπει να είναι δάνειον από το αρχαίο ελληνικό «λώρος».
«Λούτσα» = μικρή λίμνη, μπάρα, κοίλωμα του εδάφους, γεμάτο μόνιμα με στάσιμο νερό, από το οποίο έπιναν ή λούζονταν τα ζώα ή οι ποιμένες.
Από το «λουτιάω -ώ» = επιθυμώ να λουσθώ, «λουτρόν» = το μέρος που λούεται κανείς και το ομηρικό «λούω» = πλύνω, λούζω, του οποίου η μετοχή του ενεστώτα είναι «λούου-σα», που εξελίσσεται σε «λούσα», «λούσα», «λούτσα» (Αδ. Κοραής ΔΙ, 296).
"Λυγκιάζω"= Εχω λόξυγκα, κάνω λυγμούς... Από το αρχ.-ελλ. "λύγξ" (Γ. Μπαμπ. σελ. 1027 και Μ. Φιλήντ Γλωσσογν. 2,73 εξ) το οποίο προέρχεται από το ρήμα "λύζω"(Ν. Ανδρ. σελ. 192).
«Λυγιόμαι» = λυγίζω τη μέση μου, κινώ τη μέση μου.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Σειώται και λυγιώται» δηλ. σείεται και λυγιέται ή λυγίζεται.
Από το ρήμα «λυγίζω -ομαι» = κάμπτω -ομαι, από το οποίο τα ουσιαστικά «λυγισμός», «λυγιστικός», «λύγισμα».
«Λώβα» = η βρόμα γυναίκα, η ξεδιάντροπη, η ξεσκέπαστη. «Αώβα» λέγεται και η βρομιά γενικώς.
Από το ομηρικό «λώβη» = ντροπή, καταισχύνη, ατιμία, ύβρις, προσβολή. Το «λώ6α» είναι ο δωρικός τύπος του «λώ6η».
"Λωλός" = Τρελός, άμυαλος, χαμένος.
Σαρ. φράση: "Τί τόν τηράς αυτόν το λωλό". "Αυτό μώρ' μ' είναι λουλό, μή το ξισινιρίζεσι".
Από το αρχ.-ελλ. "όλλυμι" (Ιλ. Θ. 472, Σοφ. Αντ. 673, Ευρ. Ορ. 1302) = καταστρέφω, φονεύω, χάνω, αποθνήσκω. Ο παρακείμενος "όλωλα": στον Ομηρο = "είμαι χαμένος, έχω χαθεί". Το πιθανόν ότι παράγεται από τη μετοχή του όλλυμι "όλωλος". (Ν. Ανδρ. ε.αν. 193).