"Μαγαρίζω" = Μιαίνω, λερώνω.

"Μαγαρσιά" = Η ακαθαρσία, τα ανθρώπινα περιττώματα.
Από το αρχ.-ελλ. "μεγαρίζω" = λατρεύω σε μέγαρα, δηλ. σε σπήλαια, τη Δήμητρα, είμαι εθνικός και όχι χριστιανός (Ν. 
Ανδρ. εν. αν. σελ. 193, μετοχή: μαγαρισμε'νος = εκείνος που λαμβάνει μέρος σε ειδωλολατρικές τελετές μέσα σε σπήλαια, μιαρός (Κ. Αμαντ. Γλωσσ. Μελετ. 111 κ.εξ. - Γ. Χατζ. ΜΝΕ 2. 334 Φ. Κουκουλ. Βυζαντ. Βίος 5 παράρτ. 54 κ.εξ.).

"Μάζω"= Μαζεύω, συλλέγω.
Σπάνιος ενεστώτας με αόριστο "έμασα", προστακτική "μάσε".
Για την προέλευση υπάρχουν διάφορες απόψεις:
Από το "ομάζω" που προέρχεται από το ουσιαστικό "ομάς" (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1,119). Κατά τον Α. Τσοπανάκη, Γλώττα 53 από το "άμασα", δωρικός αόριστος του αρχαίου ρήματος "αμάω"= θερίζω (Ν. Ανδριώτης ε.α. σελ. 195) κατακόπτω, συνάγω επί το αυτό (Οδ. I. 247, Ησ. Θ. 599).

"Μαζώνω"= Μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω.
Σαρ. φράση: "Μάζωξ'τα Γιώρ'ι τα πρότα. Δέν γλέπ'ς ότι νυχτωσι".
Από το αρχ.-ελλ. "μάζα" = ζύμη, ζυμάρι (Επιγ. 15,6) και Ησιόδ. Εργα και Ημ. 592 και την κατάληξη "-ώνω" (Γ. Χα-τζηδ. ΜΝΕ 1.118, Ν. Ανδριώτης 1992 σελ. 195).

"Αϊ μαθέ"= Αντε να μάθεις, πρόσεξε να καταλάβεις, εμπρός να μάθεις.
Από τη γιαγιά μου την Παρασκευή Κατσαρού άκουγα τακτικά αυτή τη φράση. Μου το έλεγε επιτακτικά για να με παροτρύνει να μάθω κάτι και να μην κάνω το λάθος που έκανα!
Είναι προστακτική του αορίστου δευτέρου του ρήματος "μανθάνω", "έμαθον" (αόρ. β')= μαθαίνω, εννοώ, γνωρίζω (Οδ. Ρ. 226, Σ. 362).

«Μακροσκοινώ ή μακροσχοινώ» = δένω το ζώο με μακρύ σχοινί για να μπορεί να βόσκει το έδαφος που του επιτρέπει το μήκος του σχοινιού oeg II 131).
Από το ομηρικό «μακρός» = μακρύς, ο έχων μήκος και το «σχοινίον» = μικρόν, λεπτόν σχοινίον, σχοινίον απλώς, που προ­έρχεται από το ομηρικό «σχοίνος» = βούρλον, σχοινίον.

«Μαλλιαρόκωλο» = ο καρπός αγκαθωτού θάμνου αγριοτριανταφυλλιάς που εξέρχονται από το εμπρόσθιο άκρο του επι­μήκεις ίνες που μοιάζουν με τρίχες.
Από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «μαλλός» = μαλλί, πλε­ξίδα μαλλιών ή «μαλλοφόρος» = ο φέρων μαλλί και το «κώλον» ή «κόλον» (= κώλον, κωλάντερον) = τμήμα, μέρος, κωλάντερο, μέλος σώματος.

«Μαλλιότο» = μάλλινο επανωφόρι με κουκούλα και μανίκια. Κατασκευαζόταν στο σύνολο του από μαλλί προβάτου σε αντίθεση με την κάπα, που περιείχε και γίδινο μαλλί.
Από το αρχαίο ελληνικό «μάλλος» = μαλλί προβάτου, εριον, μαλλί. Από το «μάλλος» παράγεται και η λέξη «μαλλωτός -α, -ον» = μαλλιαρός, μαλλιασμένος, γουνωμένος και το ρήμα «μαλλόω -ώ» = σκεπάζω με μαλλί.

«Μανάρι» = αρνί σιτευτό, αρνί που μεγαλώνει στο σπίτι και όχι στο κοπάδι.
Υποκοριστικό του «αμνός» και από το «αμνάριον» (Γ. Χα-τζηδ. Αθηνά 6, 11).

«Μαντ(η)λώνω», «μαντ(η)λώματα» = δωρίζω, τα δώρα της νύφης προς τους συμπεθέρους που ήταν στους αρραβώνες ή στο γάμο της.
Ήταν μάλλινα και τα εναπέθετε στον ώμο του καθενός. Από το «μαντήλιον» = χειρόμακτρον. Απαντάται και ως «μαντίλιν» (Θεοφ. 728, 17. Κ. Πορφ. Εκθ. Βασ. Ταξ. 465, 11 κ.λπ.).

«Μαντροστάσι» = τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα μαντριά.
Από το «μάνδρα» = τόπος περιφραγμένος δια κτήνη, μάνδρα, στάβλος, μαντρί και το ρήμα «ίστημι» - «στήσω» (ιδέ λέξη «ίστημι»).

«Μαργώνω» = κρυώνω πολύ, μαζεύομαι σωρό από το κρύο, ξυλιάζω από το κρύο.
Ίσως προέρχεται από το «μαργάω -ώ» = μαίνομαι, φέρομαι ως μανιακός, ή το ομηρικό «μαργαίνω» = μαίνομαι, περιφέρομαι ως μανιακός, όπως ακριβώς φέρεται και ο πολύ κρυωμένος.

Μαρκάλος - Μαρκάλ'σμα = Η γονιμοποίηση των προβάτων. Η πράξη του οχεύειν.
Σαρ. Φράση, "Αρχίν'σαν να μαρκαλιώνται τα πρότα"

«Μαρκηώμαι» = επί ζώων, αναμασώ την τροφήν.
Από το «μηρυκάζω -ομαι» = αναμασώ -ώμαι.

"Μαρμάρα προβατίνα" = Η στείρα για σειρά ετών προβατίνα, η προβατίνα που δέν γεννά και είναι σα μάρμαρο μή ποδοτική.
Από το αρχ.-ελλ. "μάρμαρος" ή "μάρμαρον" = λίθος, έργο από μάρμαρο, λατύπη.
(Οδ. I 499, Ιλ. Μ. 380, Ευρ. Φοίν. 663, Ιλ. Π. 735).

«Μασκαλήθρα» ή «μασκαλίτσα» = τριχιά ή ζώνη, που ξεκινούσε από το σαμάρι και δενόταν στο σώμα του ζώου, περνώντας κάτω από τις «μασχάλες» του σε σχήμα διχάλας.
Από το ομηρικό «μασχάλη» = αμάσχαλη, μασχάλη ή από το «μάλλη» = μασχάλη και το «σχολίς -ίδος» — διχάλα, διχα-λωτός πάσαλος, φούρκα.

"Μασταράς" = Ασθένεια των προβάτων και των γιδιών που προσβάλλει το μαστό τους και επιφέρει αγαλαξία. Η ασθένεια αυτή πλήττει το μαστό. Στην αρχή της εκδήλωσης της σκληραίνει ο μαστός. Κοκκινίζει. Δέν εξέρχεται το γάλα στη συνέχεια από τη θηλή του. Μετά πληγιάζει ο προσβεβλημένος μαστός και καταστρέφεται. Ο μασταράς πλήττει τον ένα κυρίως μαστό. Μπορεί όμως να πλήξει και τους δύο.
Από το αρχ.-ελλ. "μαστός" και το υποκοριστικό του "μαστάρι".

«Μαστάρι» = ο μαστός του ζώου.
Υποκοριστικό του «μαστός» ή «μασθίον» = βυζί (Αδαμ. Κοραής Α' σελ. 216 και 251 και ΔΙ 239).

«Μαστρόφλας» = ανεμοστρόβιλος.
Πιθανή προέλευση του από το ομηρικό «άνεμος» = αέρας, ρεύμα αέρος και το «στρόβιλος» = πράγμα συνεστραμμένον, δίνη, ανεμοστρόβιλος. Ήταν πολύ μεγάλη σε έκταση η λέξη «ανεμοστρόβιλος» για τον Σαρακατσιάνο! Την περιέκοψε κατά τη σαρακατσιάνικη συνήθεια!

«Ματσιαλάω» = μασώ παρατεταμένα την τροφή που έχω στο στόμα μου, την αναμασώ.
Πιθανή προέλευση του από το ρήμα «μάσσω» και «μασά-ομαι -ώμαι» = μασώ, τρώγω, συμπιέζω, συνθλίβω. Συναφές είναι και το ομηρικό «μάσταζ -ακος» = σιαγών, στόμα, μυσταξ, τροφή.

«Μαυλάω» ή «μαυλίζω» = καλώ, παρασύρω, «ξεγελώ» τα πρόβατα να με ακολουθήσουν ή να έλθουν στις «αλατίστρες» ή στο μαντρί ή στο λιβάδι για βοσκή.
Ίσως από το «μαύλις -ιδος ή -ιος» που σημαίνει ξελογιά­στρα, προαγωγός, μαστρωπός.

"Μαυρειδερός,- ή, -ά" = Ο μελαχροινός, ο μαύρος στην όψη, στο πρόσωπο.
Σαρ. τραγούδι: "Τ'ακους μαυρειδερούλα μου και σύ μελαχροινουλα μου". Το αντίθετο του ασπρειδερός. Από το επίθετο "μαύρος" και "αμαυρός" (Α. Κορ. Ατ. 4, 312, Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 4, 58 Α. Maidhof Neugt. Ruckwand roman. 35 από το οποίο παράγεται και το ρήμα "μαυρόω"= σκοτίζω, μαυρίζω, τυφλώνω, κάμνω τι σκοτεινόν (Πινδ. Π.12.24, Αιοχ. Ευμ. 359, Ησ. Εργ - Ημ. 327) και το ουσιαστικό "ειδή" = πρόσωπο και την κατάληξη -ιερός (Ν. Ανδριώτης, 1992 
σελ. 202).

"Μέλιγος" = Είδος θάμνου και δένδρου που χρησιμοποιούσαν οι Σαρ. κατά το βάψιμο μαύρων των μάλλινων για να μή βγάζει το χρώμα.
Ίσως από το φυτό "μελία" ή "μελίη" του Ομήρου (Ιλ. Ν, 13 και Π, 16,767).

"Μεράδι" ή "μοιράδι" ή "μεράδιο"= Τμήμα, μέρος, κομ¬μάτι από ένα πράγμα. Σαρ. φράση: "Βάλι στον τρουβά κι' ένα μεράδι απ'του καρβέλ' ". "Σήμερα θα βοσκήσουν τα πρόβατα στο δεξί μοιράδι απ'του λβάδι".
Από το "μείρρμαι" = παίρνω κάτι, (παίρνω μερίδιο) από το οποίο παράγονται οι λέξεις μέρος, μερίς, μοίρα, μόριον (Ομήρου Ιλ. I. 616).
Το "μεράδι" η "μοιράδι" είναι υποκοριστικό του μοίρα (Ν. Ανδριώτης, 1992 σελ. 205). Αλλά και υποκοριστικό του "μέρος" ή του "μερίς,-ίδος" άν είναι παράγωγα του μείρομαι αυτές οι λέξεις.

«Μεσαρκά» = εντόσθια ζώου, τα ευρισκόμενα μέσα στην κοιλιά, στη σάρκα του ζώου.
Από το ομηρικό «μέσος» = μέσος, μεσαίος, το μέσον της ημέρας και το «σαρξ -κός» = σάρκα, σώμα, κορμός.

«Μεσαριά» = άσπαρτος αγρός μεταξύ σπαρμένων που είχε γι' αυτό πολύ χορτάρι και τελείως αβόσκητο.
Πιθανή προέλευση από το «μέσος» και το ομηρικό «αγρός» και κατά την σύνθεση αυτών των δύο λέξεων πρέπει το «με-σαγρίά» να έγινε «μεσαριά». Στους Σαρακατσιάνους χρησιμο­ποιείται με αυτή την έννοια η «μεσαριά».

"Μεσιακός" = Ο συνεταιρικός, εκείνος που ανήκει σε περισσότερα πρόσωπα κατά το ήμισυ (στη μέση) ή κατά ένα μικρότερο ποσοστό.
Από το "μέσος, μέση" και την κατάληξη "-ιακός" (Φαρμακ. Γλωσσάρ. 80 και Παραδ. Α. Λεξ. λ. μεσαρός) (LS. στη λέξη μέσος και Ιλ. Η. 258, Φ. 111, Οδ. Η. 288).

"Μεσοφόρι"= Γυναικείο ένδυμα που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω.
Από τα αρχ.-ελλ. "μέσος" και "φορέω,-ώ", από τις οποί¬ες παράγεται το επίθετο "μεσόφορος", που στο Μεσαίωνα έγινε "μεσοφόριν" (Φ. Κουκουλ. στην Αθηνά 56, 321, Ν. Ανδρ. σελ. 206 και Γ. Μπαμπ. σελ. 1085) και Οδ. Ε. 328, I. 10, Ιλ. Β. 107, Η. 149 και Οδ. Ρ. 224.

"Μηλαδερφός-ή"= Ετεροθαλής αδελφός. Από το αρχ.-ελλ. "αλληλαδερφάς", που είναι σύνθετη λέξη από την αντων. "άλληλος-η-ο" και τη λέξη "αδελφός" (Φ. Κουκουλ. Αθηνά 30- ΑΑ 38 κ.εξ).

«Μηλίχλωρος» = μισόχλωρος, κομμένος κλάδος που δεν ξεράθηκε τελείως, μισοξεραμένος κλώνος, ημίχλωρος.
Από τα ομηρικά «ήμισυς -εως» = μισός, το ήμισυ, το μι­σό και το «χλωρός -η -όν» = πράσινος σαν τη χλόη, νωπός, τρυφερός, πρασινοκίτρινος, πρασινωπός, χλωμός.

"Μηταγμίτης" = Ο πανούργος, ο καταφερτζής, ο πονηρός και έξυπνος που όλα τα επιτυγχάνει με την επιμονή του, το θάρρος του, την πονηριά και και την εξυπνάδα του.
Σαρ. φράση: "Τ'ά'βγαλε πέρα ο μηταγμίτ'ς". Κατά την προσωπική μου γνώμη πιθανή προέλευση της σύνθετης αυτής λέξης από το 1) ρήμ "μητίομαι"= μηχανώμαι, επιννοώ, σχεδιάζω ή το ρήμα "μητιάω"= μελετώ, βουλεύομαι, σκέπτομαι (Ιλ. Χ. 174, Υ 153, Κ 208 - Οδ. Ζ, 14 και Ιλ. Γ. 416, Ο. 349 - Οδ. Σ. 27). Από τα ρήματα αυτά πα-ράγεται το "μήτις, -ιος" = εφυία, πανουργία, σύνεσης, σο¬φία (Ιλ. Β. 407, Οδ. Ν. 299) και Πλ. Συμπ. 203 d. και 2) και από το ουσ. "ίτης-ου" = θρασύς, τολμηρός, ριψοκίνδυνος. 
(Αριστοφ. Νεφ. 445 - Πλατ. Συμττ. 203 D). Το -γμ- (μητα-γμ-ιτης) πρέπει να παρενεβλήθη χάριν ευ-φωνίας και εύκολης προφοράς.

"Μισεύω" = Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι, ξενιτεύομαι.
Από το ουσ. "μίσσα" και την κατάληξη "-εύω" (Meyer NS 111, 45) κατά Ανδριώτ. από το Λατ. "missum".

«Μ'σότριβος -η -ον» = μισοτριμμένος, ρούχο τριμμένο από την πολύ χρήση, όχι καινούριο ένδυμα.
Από τα ομηρικά «ήμισυς» = μισός και το «τρίβω» = κα-τατρίβω, αδυνατίζω, τρίβω, αλωνίζω.

«Μ(ι)σόγλωσσος» = ο ψευδός, ο μη σαφής, αυτός το λέγει με μισόλογα ή τα λόγια του είναι ακατανόητα.
«Μ'σόγλωσσους» λέγουν οι Σαρακατσιάνοι τους βλάχους λόγω του λατινικού ιδιώματος στην ομιλία τους.
Από τα ομηρικά «ήμισυς -εια -υ» = μισός και το «γλώσ­σα» = γλώσσα, διάλεκτος.

«Μ'τάρια» = τα μιτάρια του αργαλειού από τα οποία περνούν τα νήματα (στημόνι) για να συμπλέκουν με το υφάδι και να υφανθούν με το «χτένι».
Από το ομηρικό «μίτος» (ο) = στήμων, στημόνι (Ψ, 762), κλωστή, νήμα του οποίου πρέπει να είναι υποκοριστι­κό. Από το «μίτος» προέρχεται και το «μιτόω -ώ» και το «/χ«-τόομαι -οΰμαι» = περνώ τα νήματα δια των μιταρίων, των μιτώνων.

"Μιτώνω" = Εμπλέκω τα νήματα, το στημόνι, στα μιτάρια για να υφανθούν στον αργαλειό. Από το "μίτος" = το νήμα το περασμένο στα μιτάρια. (ΟΔ. Ψ. 762).

«Μοιράσματα» = τα ψωμάκια ή τα κόλλυβα που μοίραζαν στα μνημόσυνα.
Από το ομηρικό «μοίρα» = μέρος, τεμάχιον, κομμάτι, μοί­ρα, το ανάλογον, το πρέπον, το δίκαιον, από το οποίο παράγε­ται και το ρήμα «μοιρώ» = μοιράζω.

"Μόλαβος" = Ο πράος, ο ήσυχος, ο ήπιος, ο καταδεκτικός, αλλά και ο άβουλος, ο αδιάφορος, ο σβαρνιάρης, ο πολύ αργός, ο βαρύς στις μετακινήσεις του σα μολύβι. Κατά τη γνώμη μου πιθανή προέλευση. Από το αρχ.-ελλ. "μόλυβος" ή "μόλυβδος" = μολύβι, έξ ού και το μολιβι, και το μολιβαχθής= βαρύς ένεκα μολύβδου, "μολυβωμένος" Ηρόδ. 3.55, Σίμων. 64, Ευρ. Ανδρ. 267.

«Μόλεμα» = μίασμα, κηλίδα, άνθρωπος που είναι εστία μόλυνσης, βρωμιάρης, στραβόξυλο.
Από το «μολύνω», εξ ου και τα μόλυνσις, μόλυσμα, μο-λυσμός = λερώνω, γίνομαι μιαρός, ατιμάζω, διαφθείρω.

"Μόλυμα" = Ο μολυσμένος, ο ακάθαρτος, αυτός που από όπου κι άν τον πιάσεις λερώνεσαι, το κάθαρμα. Σαρ. φράση: "Αυτός είνι μόλυμα. Απ' όπ' κι' άν τόν πιάσεις λιρώνισι".
Από το αρχ.-ελλ. "μολύνω" = λερώνω, γίνομαι μιαρός, αχρείος, ατιμάζω γυναίκα (Απολλ. Ρόδ. Γ. 276, Αριστοφ. Ιππ. 1286).
Υπάρχει και η λέξη "μόλυσμα" = μίασμα, κηλίς, ακαθαρ¬σία (Πορφύρ. Π. Αποχ. Εμψύχ. 4.20), που παράγεται από το ρήμα μολύνω.

«Μονοβύζα» = προβατίνα ή γίδα με ένα βυζί.
Από το «μονός» (δωρ. «μώνος») = μόνος, μονάχος, εγκα­ταλελειμμένος και «βυζίν» > «6υζάνω» = θηλάζω (ιδέ ανωτ.).

«Μουλόημα» = ομολογία, διήγηση, μίλημα.
Από το «ομολογέω -ώ» = ομιλώ την ίδια γλώσσα, λέγω τα ίδια, συμφωνώ. Σχετικό και το «ομολόγημα» = συμφωνία, αυ­ταπόδεικτη αλήθεια.

«Μουνουχίζω» - «μουνούχι» = αφαιρώ από το αρσενικό ζώο τον έναν όρχι. Ο έχων έναν όρχι.
Από τα ομηρικά «μονόω -ώ» και «μουνόω -ώ» = κάμνω τι να μείνει μόνο, απομονώνω και τη λέξη «όρχις», με απόλειψη του «ρ» ή το ρήμα «έχω», αφού με την αφαίρεση του ενός όρ­χεως «έχει» πλέον «μόνο» ένα.

"Μουντός" = Σκούρος, θολός, σκοτεινός, μαύρος καιρός κυρίως.
Από το αρχ.-ελλ. "μυνδός" = άλαλος, βωβός (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2.297 και Σοφ. Αποσ. 914, Καλλ. Αποσπ. 260, Λυκόφ. 1375) από το οποίο παράγεται το μσνκ. "μουντός". Κατά τον G. Meyer, N.S. 2,41 από το σλαβ. Mouitu = (σκοτεινός, θολός). Η άποψη όμως αυτή φαίνεται ότι αγνοεί την ελληνική λέξη "μυνδός" και τη σημασία της.

«Μούργκος» ή «μούργος» = σταχτόμαυρος σκύλος κυρίως, αλλά και ζώο εν γένει.
Από το ομηρικό «αμολγός» = το άρμεγμα, η ώρα του αρμέγματος, η αρχή της νύχτας, το σκότος, που εξελίχθηκε στη συνέχεια στη λέξη «αμόργη» = μούργα, ιλής, τρυγία ελαίου, αμούργα, που έχουν όλα σταχτόμαυρο χρώμα (Σ. Καψωμένος Βυζ. Zeit 36, 316. Δ. Γεωργακόπ. Λεξ. Δελτ.1, 76. Γ. Κουρμούλης Αθηνά 52, 84. Ν. Ανδρ. 213).

"Μουράτο" πρόβατο: Το κατάμαυρο πρόβατο. Από το αρχ.-ελλ. "αμόργη"= το κατάμαυρο κατακάθι της ελιάς μετά τη σύνθλιψη της (Αριστοτέλης περίχρωμ. 5,22). Σχετικό και το "αμόργης,-ου" = το υδατώδες μέρος το εξερχόμενον από των ελαίων πιεζόμενων (Θεοφρ. Αιτ. Φ. 6.8, 3 Ιππ. Αφ. 1260).

"Μουστώνω" = κορέννυμι, πληρούμαι, χορταίνω. 
Σαρ. φράση: "Ηταν καθαρολείβαδο. Έφαγαν, έφαγαν παστρικό χορτάρ'κι μούστουσαν". Από το ουσιαστικό "μεστός"= πλήρες, γεμάτος, από το οποίο παράγεται το ρήμα "μεστώνω" = γίνομαι μεστός, γεμίζω, ωριμάζω, αποκτώ πνευματική 
ωριμότητα (Γ. Μπαμπ. σελ. 1084).

"Μπάκι": Μήπως.
Σαρ. φράση: "Απ'ν αυγή τ'ς καρτερώ. Μπάκι ήρθαν καί δέ τ'ς είδα";
Η πιθανή του προέλευση πρέπει να είναι από το "μήπως" και το "καί". Το "μήπως" και το 'και" ίσως εξελίχθηκε στο "μπας και " και κατέληξε στο "μπάκι". Συναντάται και η λέξη "μπάς" σαν ερωτηματικό μόριο.

«Μπάλιος»= το ζώο που έχει μαύρο κεφάλι και στο μέτωπο του έχει ένα μέρος του που έχει άσπρο τρίχωμα.
Ένα τέτοιο άλογο είχε και ο ομηρικός ήρωας Αχιλλεύς. Αναφέρεται στην Ιλιάδα (Π, 149) ότι ο ένας από τους ίππους του λεγόταν «βάλιος» προφανώς ήταν «μπάλιος» και από εκεί πήρε το όνομα του. Κατά τον I. Πανταζίδη (Λεξικόν Ομηρικόν 1872) η ομηρική λέξη «βαλίος» σημαίνει ο έχων στίγμα­τα λευκά, ο παρδαλός, ο επί του μετώπου φέρων λευκόν στίγ­μα.
Οι Σαρακατσιάνοι λένε το πλατύ μεγάλο μέτωπο που γυα­λίζει, γιατί δεν έχει μαλλιά, «μπάλα» και από εκεί προέρχεται και το σαρακατσιάνικο επώνυμο «Μπαλάς». Από τη μάνα μου άκουσα ότι η οικογένεια «Μπαλά» στο Ξηροχώρι Θεσσαλονί­κης είχε το επώνυμο «Μπούτλας» και μετονομάσθηκε σε «Μπαλάς» από το μεγάλο και πλατύ μέτωπο, τη μεγάλη «μπάλα» δηλαδή, ενός προγονού τους. Μάλιστα οι «Μπουτ-λαίοι» είναι μακρινοί συγγενείς των «Μπαλαίων».

«Μπάμπαλο -α» μικρό κομμάτι ξύλου ή χόρτου, αλκατσιάνοι για να ανάβουν φωτιά ή για να στρώνουν τα μαντριά.
Από το «παν» από το οποίο προέρχεται το «πα/Λ-», που είναι α' συνθετικόν λόγου επίθετον με σημασίαν επιτακτικήν, με τροπή του ν σε π πριν από τα χειλικά σύμφωνα (Ν. Ανδρ. έν'θ. ανωτ. σελ. 260) και το ομηρικό «παλαιός -ά -ον» = παλιός (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1, 38) με πιθανή εξέλιξη «παν - πα-λαιόν» < πάμ-μπαλο < μπάμπαλο.

"Μπάμπαλο,-α"= Ξερά χόρτα που μάζευαν οι Σαρακα-τσιάνες γυναίκες κυρίως, με τα οποία "έστρωναν" τα μαντριά για να κοιμούνται πάνω σ'αυτά στεγνά και ζεστά τα πρόβατα.
Με "μπάμπαλα" στρώνονταν τα προβατομάντρια, όχι τα γιδομάντρια.
Από το αρχ.-ελλ. "παμπάλαιος, -α,-ον"= πολύ παλαιός, παλαίτατος (Πλατ. Θεαίτ. 181 Β), από το οποίο παράγεται το "πάμπαλον" και χάριν ευφωνίας "μπάμπαλο". (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1,38). Κατά τον Φ. Κουκουλ. Πρακτ. 
Ακαδ. Αθηνών 29,51 7, μσνκ. Βά(μ)βαλον.

«Μπελόνισμα» - «μπελλονιάζω» επί μέρους εργασία πλοκής του νήματος στα μιτάρια για να γίνει το ύφασμα.
Από το ομηρικό «βελόνη» = βελόνα ραπτικής με την συ­νήθη σε πολλά ουσιαστικά προσθήκη του -ισμα, ενδεικτικό του παραγόμενου έργου.

«Μπηχτάρια» τα ξύλα που μπήχνονται στο έδαφος κυκλικά και σε απόσταση 40 περίπου εκατοστών το ένα από το άλλο για την κατασκευή της καλύβας.
Από το ομηρικό «εμπήγνυμι» = εμπήγω, εμπηγνύω (Ε, 40. Χ, 83).

«Μπλάνα» τυριού = κομμάτι τυριού το οποίο κατά το κόψιμο του από την τσαντήλα έλαβε ένα συγκεκριμένο σχήμα, τετράγωνο συνήθως.
Από το ρήμα «πλάσσω» = πλάθω, δίδω σε κάτι σχήμα, πηγνύω, στερεώνω, προσηλώνω.

«Μπλάρι» μουλάρι, ημίονος.
Πιθανώς παράγωγο των αρχαιοελληνικών λέξεων «ημίο­νος» και «πώλος» = πουλάρι. Είναι γνωστή η φράσις ως, επί­θετον = «&ρέφος ημίονον» = πώλος, πουλάρι.

«Μπλετσώνω» γεμίζω, πληρώ την κοιλιά μου με τροφή.
Από το ομηρικό,«εμπίμπλημι» = γεμίζω τι εντελώς με τι, πληρώ τινα τροφής, χορταίνω αυτόν, κορέννυμι, υπερπληρώ εμαυτόν τροφής.

"Το μπλί" = το στομάχι του ζώου. Άγνωστη η προέλευση αυτής της λέξης.

"Μπλιόρα" (προβατίνα ή γίδα) = Πρωτόγεννη προβατίνα.
Από την αρχ.-ελλ. λέξη "μήλον" = πρόβατον, της οποίας είναι υποκοριστικόν (Π. Αραβαν. Ηπειρ. Γλωσσ. σελ. ). Υποστηρίζεται όμως ότι ο τύπος είναι "μιλιόρα" και προέρχεται από το αρωμανικό mlór (Γ. Μπαμπ. σελ. 1113, Ν. Ανδριώτης σελ. 210), αλλά και αυτή η αρωματική λέξη έχει βλαση την ελληνικήν "μήλον".

«Μπροσνέλα» ή «μπροστέλα» η κεφαλή του εν πορεία κοπαδιού ή των εν πορεία ανθρώπων, οι πρώτοι στην πορεία.
Από το ομηρικό «πρόσθεν» = εμπρός, έμπροσθεν, πρότε-ρον, προτού (Ζ, 181. Ω, 98) με παράγωγο του το «εμπρόσθιος -α -ον» και το «έμπροσθεν» = έμπροσθεν, εμπρός, πρότερον, πρωτίτερα και το «πρόσθιος -α -ον» = ο εμπροσθινός.

α) «Μπροστοκλείδα», β) «Πισωκλείδα» σημάδι στα αυτιά των προβάτων / γιδιών. Μικρή κόκα, ημικύκλιο στο μπροστινό ή το οπίσθιο μέρος του αυτιού.
α) Από το ομηρικό «πρόσθεν» με παράγωγο το «πρόσθιος» και το «έμπροσθεν», και β) Από το ομηρικό «οπίσω» = πίσω, κατόπιν, ύστερον (Γ, 411. α, 222) και το επίσης ομηρικό «κλεις - κλειδός» = κλειδί, άγκιστρο.

«Μπλανό» ή «πλανό» πίτα με ζυμάρι που πλάθεται και απλώνεται στο ταψί με τα χέρια. Λέγεται και «ζμάρι».
Από το «πλάσσω» = δίδω εις τι σχηματισμόν, πλάθω.

«Μωρ'» = προσφώνηση της Σαρακατσιάνας από το Σαρακατσιάνο με την έννοια εσύ.
«Αρε» = προσφώνηση της Σαρακατσιάνας προς τον άνδρα της, που σπάνια τον προσφωνούσε με το μικρό του όνομα. Συναφή και τα «Μωρέ», «Ωρέ», «Ρε». Από το «μωρός -ά -όν» = ανόητος, ευήθης, κουτός.

"Μωροζώντανος" ή "μουρουζώντανος" = εκείνος που ξεψυχάει, που πνέει τα λοίσθια.
Από το αρχ.-ελλ. "μωρός, -α, -όν" = νωθρός, άτονος, ανόητος, άφρων, ανούσιος (Ευρ. Μήδ. 60, Ιππ. 232.25) και το επίθετο "ζωντανός", που προέρχεται από τη μετοχή του ρήματος "ζω" "ζών, - ζώσα, - ζών", κατά το αληθινός, ικανός, σημερινός (Γ. Χατζηδ. στην Glotta2, και εξ. και Αθηνά 22.238 κ.εξ.).

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.