"Νάμ" = Δώσε μου, να μου δώσεις, φράση που τη λέει ο Σαρ. απλώνοντας το χέρι για να πάρει κάτι από κάποιον άλλο, μοίρασε και σε μένα. Σαρ. φράση: "Νάμ λίγο ψωμί μάνα". Πιθανή προέλευση του από το αρχαίο ελληνικό ρήμα "νέμω" = διανέμω. Ίσως όμως να αποτελεί σύντμηση και της φράσης "να μου δώσεις", που κατά τη συνήθεια των Σαρ. περιορίσθηκε στο "νά μ' δώσεις" και στη συνέχεια στο "νά μ' ", με το οποίο συνοδευόμενη από τη σχετική κίνηση του χεριού εξεδήλωνε πλήρως την πρόθεση του ζητουντας κάποιο πράγμα.
«Νάνες»=πολύ κοντό πλατύφυλλο φυτό, πόα, που χρησιμοποιείται μετά το βράσιμο του ως σαλατικό.
Από το «νάνος» = κοντός στο ανάστημα και «νανοφυης» = φύσει κοντός, μικρόσωμος.
«Νείρομαι» = θέλω, ελπίζω, περιμένω, επιθυμώ, ονειρεύομαι να αποκτήσω κάτι, το επιθυμώ τόσο πολύ που το βλέπω στο όνειρο μου.
Κατά μία άποψη (I. Πανταζίδης ένθ. ανωτ.) προέρχεται από το ομηρικό ρήμα «ιμείρω -ομαι» = επιθυμώ, ποθώ, από το οποίο παράγεται και το επίθετο «ιμερόεις -εσσα -εν» = επιθυμητός, ποθητός, εράσμιος, επέραστος, θελκτικός.
Κατά την προσωπική μου γνώμη είναι πιθανότερο να προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «ονειράζομαι» - βλέπω λάγνα όνειρα, αφροδισιάζομαι καθ' ύπνους.
Σχετικό και το ρήμα «ονειρώσσω ή ονειρώττω -ομαι» = ονειρεύομαι τι, βλέπω τι εν ονείρω.
«Νήλα» = η σωματική ταλαιπωρία, η χωρίς οίκτο σοβαρή κόπωση, στην οποία υποβάλλεται κάποιος, το «καψόνι» στο στρατό.
Από το ομηρικό «νηλης -ες» (I, 632. Λ, 484. Π, 233) = ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος, αυτός τον οποίο δεν λυπάται κάποιος, δεν οικτίρει.
"Νηνί" = Μικρό παιδί. Υποκοριστικό του αρχ. Ιωνικού "νήνις" που παράγεται από το "νεάνις" (Α. Παπαδόπ. Αθηνά 28 ΛΑ 58 κ.εξ.). Κα¬τά Χ. Παντελίδ. Αθηνά 41, 38 κ.εξ. ή από το αρχ. "ίνις" = κόρη, με ν προσθετικό.
«Νηροπλέτσι» ή «νηρομπλέτσι» = το φαγητό που έχει πολύ νερό και πλέουν τα κομμάτια μέσα σ' αυτό.
Από το «νηρόν» = νερό, ύδωρ (ίδετε κατωτέρω) και το ομηρικό «πλέω» - «πλεύσω» - «έπλευσα». Ίσως όμως το δεύτερο συνθετικό της λέξης να είναι και το ρήμα «εμπίμπλημι» = πληρώ, γεμίζω.
«Νηροσυρμή»= σημείο του εδάφους που αναβλύζει νερό και χύνεται λόγω κλίσεως του εδάφους ακολουθώντας μια σταθερή πορεία προς τα κάτω.
Από το «νηρόν» (= νερό) και ομηρικό «σύρω».
«Νηρό» = νερό, ύδωρ.
Οι παλαιότεροι Σαρακατσιάνοι το νερό το πρόφεραν «νηρό», όπως στη σαρακατσιάνικη φράση: «Δόσ' μ' μώρ' λίγο νηρό στο τσ'κάλι».
Από το αρχαίο ελληνικό «νηρόν» = ύδωρ, πρόσφατον ή ψυ-χρόν ύδωρ άρτι κομισθέν εκ της πηγής. Είναι γνωστές όμως και οι λέξεις «νηρός» και «ναρός» = ρευστός, ροώδης, τρεχούμενος.
Το «νηρόν» παράγεται εκ του «νεαρός» ύστερα, από συναίρεση των γραμμάτων ε και α σε η. (Ίδετε Αδ. Κοραής, Άτακτα ΔΙ σελ. 349 και Λεξ. Lidell-Scott υπό την λέξιν Νηρόν σελ. 232 Τομ. 2). Ο Αδ. Κοραής γράφει ότι άκουσε τη λέξη «Νηρό» στη Θεσσαλία (ίσως από κάποιο Σαρακατσιάνο).
«Νηρστά» = αλεύρι βρεγμένο και επεξεργασμένο με προσοχή για να στήνεται, γίνεται, μεταβάλλεται σε μικρούς βώλους που στη συνέχεια βράζονται με την προσθήκη τυριού και βουτύρου.
Πιθανώς κατά τη γνώμη μου παράγεται από τη λέξη «νηρόν» = νερό και «ίστημι» - «στανύω» - αόριστος ομηρικός «ε-στάν» και «σταν» = στήνω, τοποθετώ, τακτοποιώ κ.λπ.
«Νταϊαντάω» = βάζω κόντρα, εμποδίζω, στηρίζω.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Νταϊάντα καλά να το δέσω σφιχτά». Βάλε κόντρα για να δεθούν σφιχτά τα «σαλώματα» στο σκελετό των ξύλων του μαντριού.
Από το ομηρικό «ενάντιος -α -ον» = απέναντι, ο αντικρινός, από το οποίο παράγεται το «εναντιόω -ώ - εναντιώμαι» = τοποθετώ αντίκρυ, αντιτίθεμαι, ανθίσταμαι, είμαι εναντίον προς τινά.
"Ντένω"- αόρ. "έντεσα" = Μπλέκω, μπερδεύομαι, βρίσκω το μπελά μου, μπλέκω άσχημα, έχω κακό συναπάντημα, που δεν το ήθελα.
Από το αρχ.-ελλ. "αντάω" = απαντώ, πηγαίνω είς απάντησιν τινός (και με εχθρικόν σκοπόν (Η 423, Ε 254, Ιλιάδα 7, 473).
«Ντερλικώνω» = τρώγω μέχρις σκασμού. «Να ντερλικώσεις» = η γνωστή κατάρα που σημαίνει «να σκάσεις από φαί».
Κατά τον Φ. Κουκουλέ (Βυζ. Πολ. 3, 342, 343) προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «υδροκήλη» = νόσημα και τη λέξη «δρόλυκον» ή «δρολύκιν» (Κοραής I, 293. Χα-τζηδ. Αθηνά 35, 255 και 36, 190, 191) = νόσημα ίσως η υδροκήλη ή η διάρροια.
«Ντουμουσιάρικο, ντουμουσιάρα» = το «ανάγωγο» πρόβατο, το μη πειθαρχημένο στις εντολές του ποιμένα, το αδέσποτο πρόβατο.
Από το «δημοσιάρης, δημοσιάρα, δημοσιάρικο» = το ανήκον στο κοινό, το κινούμενο ελεύθερα.
«Ντουρλάπι» = απότομη λαίλαπα, βροχή με χονδρές σταγόνες και αέρα συνήθως.
Από τα ομηρικά «ύδωρ» και «λαίλαφ» — θύελλα, καται-γίς, ανεμοζάλη, μετά ραγδαίας βροχής (Δ, 278. Λ, 747. Ρ, 57) με υποκοριστικό το «υδρο-λαιλάπιον» (Η. Pernotστο Byzantion8, 244).
«Ντραμπαλίζομαι» (Βενετ. trambalarMeyerN.St. IV σελ. 90) = κουνιώμαι στην κούνια πάνω-κάτω, κουνιώμαι στην «ντραμπάλα».
Σαρακατσιάνικη φράση: «ντράμπα ντραμπαλίζομαι, πέφτω και τσακίζομαι».
Κατά την προσωπική μου γνώμη από το «τρέχω», αόριστος «έδραμον» και το «ζαλάω -ώ» = προξενώ ζάλην, τρικυμίαν, θύελλαν, από το οποίο παράγεται και το «ζάλος» δωρικός τύπος αντί του «ζή'λος».
«Νυφοδιάλεγμα» = το διάλεγμα, η επιλογή της νύφης.
Από το ομηρικό «νύμφη» = νύφη, και το ρήμα «διαλέγω» = συλλέγω, διαχωρίζω, εκλέγω.
"Νυχτέρι" = Το ξενύχτημα. Η παράταση της εργασίας και σε ένα μέρος της νύχτας. Το νυχτέρι στις στάνες γινόταν κυρίως από τις γυναίκες, που συγκεντρώνονταν όλες μαζί σε ένα καλύβι, έχοντας μαζί και τη δουλειά τους (γνέσιμο, πλέξιμο, μάζεμα σε κουβάρια του νήματος κ.λ.π.).
Από το αρχ.-ελλ. "νυκτευρευω" = διέρχομαι τη νύκτα (Ξέν. Κύρ. 4.2,22).