"Οϊδίζω"=ομοιάζω, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο, έχω τα ίδια γνωρίσματα με κάποιον άλλον. Σαρ. φράση: "Το παιδί οϊδίζει στόν πατέρα τ' ". Πιθανώς από τον παρακείμενο του ρήματος "είδω", που είναι "οίδα" που στην αιολική απαντάται ως "οίδα" =γνωρίζω, γινώσκω καλώς, φαίνομαι, φαίνομαι ότι είμαι (Ιλ. Α. 228, Οδ. I, 11, Αλκαίος 141).
"Ολουθε"=παντού, απ' όλα τα μέρη, ολόγυρα, πανταχόθεν.
Η πιθανότερη προέλευση του είναι από το επίθετο "όλος,-η,-ον" και το επίρρημα "όθεν" με συναίρεση των δυο ο σε ου.
Κατά τον Ν. Ανδρ. σελ. 245 από το επίθετ. "όλος" και την κατάληξη -θε, το δε -ου κατά το πούθε και παντού -θε. Το ίδιο και ο Γ. Μπαμπ. σελ. 1262.
«Όμπιο» = το πύον.
Από το «εν» και το «πύον» = το ρέον από την πληγή σε-σηπός αίμα ή σάπιο υγρό.
Το «ένπυον» γίνεται «έμπυον» και «όμπιο» στους Σαρακατσιάνους.
"Οντας και φάντας"=Όταν.
Σαρ. φράση: "Οντας ήμαν πέντε χρονώ(ν)". Πιθανή προέλευση του από το σύνδεσμο "όταν" που με μικρό αναγραμματισμό, πολύ συνηθισμένο στην μακρά εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας γίνεται "όντας". Την άποψη αυτή ενισχύει πολύ και ο τύπος του "φόντας", που απαντάται. Το "ο" του όντας είναι δασύ, ως παραγόμενο από το όταν και εύκολα μετατρέπεται σε φ. Η άποψη αυτή είναι σχεδόν σύμφωνη και με τον Γ. Χατζηδ. (Einleit 155 σημ. 1) κατά τον οποίο παράγεται από το "όταν" με ανάπτυξη ερρίνου.
Υποστηρίζεται και η γνώμη ότι είναι η αιτιατική πληθυντικού της μετοχής του ειμί "ων" με επίδραση του όταν (Ν. Ανδριώτης 1992 Μ. Φίλιντ. Γλωσσογν. 2.45). Το νόημα όμως της λέξεως δεν βοηθείστην αποδοχή αυτής της άποψης.
«Ορθά» καλύβια = τα όρθια, τα τουρλωτά.
Από το ομηρικό «ορθός -rj -ον» = όρθιος, ορθός, ευθύς, ίσιος, αντίθετο του πλάγιος, σωστός, αληθής, γνήσιος (Ψ, 271. 456. Ω, 359. φ, 119).
«Ορμώνω» = κατευθύνω, οδηγώ. Σαρακατσιάνικη φράση: «Όρμωσε τα πρότα στο σύρμα κα-τά το ποτάμ'».
Από το ομηρικό «ορμάω -ώ» = θέτω σε κίνηση, παρορμώ, εξορμώ (Ζ, 338. ε, 376. ω, 82).
«Ορυιά (οργυιά)» = το μήκος των δύο τεντωμένων χεριών.
Από το ομηρικό «οργυιά» (Ψ, 327. κ, 167. ν, 323).
«Ούβουρος» ή «νουβουρός» = μαντρί για τα άλογα και τα μουλάρια, που μεταβαλλόταν από τις βουνιές τους σε αληθινό βόρβορο. Συνήθως στο μαντρί αυτό ξενύχτιζαν τα ζώα προφυλασσόμενα από τα αγρίμια.
Πιθανόν από το «6όρβορος» = στο οποίο μεταβάλλεται το μαντρί από τα πολλά κόπρανα και κατουρά των ζώων.
"ουδί -δώ"=σ' αυτό ακριβώς το σημείο που είμαστε αυτή τη στιγμή. "ουδί -κεί"=σ' εκείνο ακριβώς το σημείο. Σαρ. φράσεις : "θά κάτσω ουδι-δω και θα τους καρτερέσω".
"Κάτσε ουδι-κεί. Απ' αυτού θά πιράσ' ". Πιθανώς από το αρχ.- ελλ. δεικτικό επίρρημα "ώδε",που στην αττική διάλεκτο ήταν "ωδί"=εδώ έτσι, έλα εδώ αμέ¬σως και τα επιρρήματα "εδώ" και "εκεί". Η παράθεση δύο συνεχών τοπικών επιρρημάτων γίνεται για να προσδιορίσει επακριβώς τοπικά το σημείο στο οποίο θα συμβεί κάποιο γεγονός.
"Ου ϊ ": Επιφώνημα απορίας, έκπληξης, προσφώνησης, επίκλησης.
Σαρ. φράση: "Ούι, τί λές τώρα. Δέν θά βρέξ'; ". "Ούι, τί τρανά κέρατα έχει αυτό το κριάρ'! ". Πιθανώς από το αρχ.-ελλ. "Ω ή"= κραυγή ή πρόσκληση: ώ, έ, έ, ώ!!!
(Αισχύλου Ευμέν. 94, Ευριπ. Ιων 907, Κυκλ. 51, Ξεν. κυνηγ. 6, 19).
«Ούλος, ούλοι» = όλοι.
«Ούλος, ούλοι» που χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσιάνοι εί¬ναι το ομηρικό επίθετο (ιων. τύπος) «ούλος» που σημαίνει όλος, ολόκληρος, πλήρης.
«Ούρλιασμα», «ουρλιάζω» = παρατεταμένο γαύγισμα, γαυγίζω με πολλή συρτή, παρατεταμένη φωνή.
Είναι γνωστό το «ούρλιασμα» των λύκων και των σκύλων. Πιθανή καταγωγή από το ομηρικό «υλακτεω» — αλυκτώ, γαυγίζω (Σ, 586. φ, 13. 16) και «υλάω» — αλυκτώ (π, 5.9) και «υλακή» και «ύλαγμα» = γαύγισμα σκύλου, ωρυγή, «ούρλιασμα».
"Ουρλό" αυγό = Το μελάτο αυγό, το αυγό που δέν βράζεται πολύ και σερβίρεται σε πολτώδη κατάσταση. Κατά τον Φ. Κουκουλέ από το "ουρινος" > ουρινός > ου- ριλός > ουρλός Αθηνά 57 (1956) σελ. 216.
Κατά τον Γ. Κρεκούκια από το "ούριος" = κλούβιος, που εξελίχθηκε σε ουριλός - ουρλός.
Είναι πιθανόν να αποτελεί εξέλιξη της λέξεως "νηρόν"= νερό (νεαρόν που γίνεται νηρόν με τη συναίρεση των Ε+α = η), από την οποία σχηματίζεται το "νερουλό" = αυτό που περιέχει πολύ νερό, που πρέπει στη συνέχεια να γίνεται "ουρλό". Ίσως και από τη σύνθεση των λέξεων "ωόν" και "νεαρόν" >νερόν > νερουλόν > ουρλόν.
"Οχτος" (πεζούλι) = εσωτερικός τοίχος ύψους περίπου 0,30-0,50 μ. και πλάτους 0,40 -0,50 μ, που πιάνει όλη την
περίμετρο του καλυβιού, πλην της εισόδου του, για να εμποδίζει τα νερά να μπαίνουν μέσα στο καλύβι, αλλά και
για να κάθονται επάνω σ'αυτό οι ένοικοίτου.
Από το αρχ.-ελλ. "όχθος" (Γ. Μπαμπιν. 1305 και Ν. Ανδρ. 257).
Να «όψεται» ο κακούργος = σαρακατσάνικη κατάρα που σημαίνει να καταδικασθεί, να δει ο Θεός το κακό που έκαμε και να το βρει από εκείνον.
Από το ομηρικό «ζλέπω - όφομαι - είδον».