«Παγούρι» = μικρό μεταλλικό δοχείο ύδατος με φρασσόμενο στόμιο με πώμα.
Από το ομηρικό «πάγουρος» (Λεξ. Νικολάί'δη σελ. 401), που έμεινε και στο Βυζάντιο ως «πάγουρος» και σημαίνει είδος καρκίνου (κάβουρα) έχοντος σκληρό και τραχύ όστρακο. Το «παγούρι» έχει σχήμα κάβουρα.
"Παθός μαθός": Αυτός που μαθαίνει, διδάσκεται από το πάθημα του.
Τη φράση αυτή την άκουσα πολλές φορές από τη γιαγιά μου. Τη χρησιμοποιούσε κάθε φορά που εμείς τα παιδιά της κάναμε παράπονα κλαίγοντας για κάποιο πάθημα μας, π.χ. γιατί μας χτύπησαν τα παιδιά της άλλης στάνης, ή γιατί γέμισαν τα πόδια μας αγκάθια γιατί τρέχαμε ξυπόλητα ή γιατί μας κυνήγησε ένα σκυλί για να μας δαγκώσει γιατί το προκαλούσαμε.
Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου στίχος 162 βρίσκομαι τη φράση: "τόν πάθει μάθος θέντα κυρίως έχει" που σημαίνει "κι' ατράνταχτο τούς έβαλε νόμο, το πάθος μάθος". Ως πρός την ετυμολογία: Το "παθός" (παθών) είναι η μετοχή του αορίστου β' του ρήματος "πάσχω". Το "μαθός" είναι η μετοχή "μαθών" του αορίστου β' του ρήματος "μανθάνω" (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2,9 Ν. Ανδρ. ένθ. ανωτ. σελ. 258 και 195 αντιστοίχως).
«Παιδοκοπάω» = γεννώ πολλά παιδιά, κουράστηκα να κάνω πολλά παιδιά.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Κοντούλα και λισβούλα, αλλ' αυτή παιδοκόπσι».
Πιθανή προέλευση από τα ομηρικά «παις - παιδός» και «κο-πάω -ώ» και «χοπιάω -ώ» = κουράζομαι.
Σχετική είναι και η λέξη «κόπος» = μόχθος, ταλαιπωρία, κόπωση, εξάντληση.
«Παϊδια» = τα πλευρά του σώματος ή και του σαμαριού.
Από το «παγίς -ίδος» = παγίδα. Παρά Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίω απαντά: «παγίδες των πλευρών τα παγίδια νυν καλούμενα»
"Παίνια" = το παίνεμα, ο ε'τταινος του εαυτού μας. Σαρ. φράση: "Αφ'σι αυτε'ς τίς παίνιες". Από το αρχ.-ελλ. ρήμα "επαινώ", που έγινε "παινώ" (Ν. Ανδρ. 259).
«Παλαμίζω» = η εργασία της επάλειψης με την παλάμη, με λάσπη από χώμα και «βουνιά» για να κολλάει, των εσωτερικών πλευρών της καλύβας από τη βάση τους μέχρι ύψους 1-1,5 μέτρο.
Οι Σαρακατσιάνες «παλάμιζαν» με το ίδιο υλικό και το δάπεδο της καλύβας και τον πυρομάχο, αλλά και τα εντός της καλύβας πεζούλια στα οποία κάθονταν. Παράγωγο του ομηρικού «παλάμη» = η παλάμη της χειρός, έργον της χειρός.
«Παλαμοδέρω» = με πόνεσαν οι παλάμες, οι πατούσες των ποδιών από το πολύ περπάτημα.
Από τα ομηρικά «παλάμη» = παλάμη χειρός και το ρήμα «δέρω» = δέρνω, κτυπώ, μαστιγώνω (Α, 238. Ε, 558. β, 10).
Οι Σαρακατσιάνοι δε λένε «παλαμοδέρνει», αλλά «παλαμοδέρει».
«Παλιοκόπρι» = το παχύ μέρος του λιβαδιού που ήταν παλαιό μαντρί ή γρέκι των ζώων και είχε πολλή κοπριά.
Από τα ομηρικά «παλαιός» (Ψ, 788) και το «κόπρος» = κόπρος, κοπριά, βόρβορος, λάσπη, κοπρία: ο τόπος ή η αυλή ένθα ρίπτονται οι κόπροι (ι, 329. ρ, 297. 606).
«Παλιουρκόπι» (το) = ξύλο μήκους ενός περίπου μέτρου, στο εμπρόσθιο άκρο του οποίου μπαίνει, ενσφηνώνεται, η κασάρα, η κλαδευτήρα και κόβονται τα παλιούρια.
Από το «παλίουρος» = ο ακανθώδης θάμνος παληούρι και το ομηρικό ρήμα «κόπτω» = κόβω, κόφτω.
"Πανταχουσα" = εγκύκλιος διαταγή που αφορά πολλούς, τους οποίους και υποχρεώνει να την εφαρμόσουν.
Από το αρχ.-ελλ. επίρρημα "απανταχού" με την κατάληξη -σα (Μ. Φιλήντ Γλωσσογν. 1,163 κ.εξ Ν. Ανδρ. 262).
Η "παντοία": Η άστατη, η άπιστη, η συνεχώς αλλάζουσα συμπεριφορά και θέσεις, η ανήθικη, η κάθε μιά της σειράς. Πιθανή προέλευση από το αρχ.-ελλ. "παντοίος-α-ον"= παντός είδους, ο λαμβάνων παντοειδείς μορφάς, οιουδήποτε είδους (Ιλ. Β. 397, Χ 268, Ηρόδ. 9. 109, Hp. 7.211, Πλάτ. Πολ. 559 D).
"Παντυχαίνω" = Προσδοκώ, ελπίζω ότι θα βρώ κάτι. Από το "παν" και το ρήμα "τυγχάνω" που απαντάται στον Ομηρο (Ξ 231, Η 21 3, Ψ7, Λ116).
«Πανωγόμι» = το (συνήθως νεκρό) βάρος, που μπαίνει πάνω ακριβώς στο σαμάρι του φορτωμένου ζώου και γεμίζει το κενό που αφήνουν οι δύο «μεριές». Κατά τη φόρτωση δένουν στις δύο πλευρές του σαμαριού από ένα σακί γεμάτο με διάφορα ρούχα. Το κενό που δημιουργούνταν από τις δύο φορτωμένες «μεριές» πάνω στο σαμάρι το γέμιζαν με κάποια άλλα βάρη (αντικείμενα ή κάποιο παιδί ή γυναίκα).
Από το «επάνω» και «γόμος»=βάρος, φορτίον.
«Πανωσάμαρα» = το βάρος (συνήθως ζωντανό) που τοποθετείται πάνω στο σαμάρι, ανάμεσα στις δύο μεριές.
Από το «επάνω» και το «σάγμα».
«Παραγκό(ώ)μι» = παρατσούκλι, παράνομα.
Πιθανός σχηματισμός του από την πρόθεση «παρά» καιτο ρήμα «εγκωμιάζω» = επαινώ, εξυμνώ, «εγκωμιάζω».
Η σύνδεση των δυο λέξεων με την πρόθεση «παρά» δίδει το αντίθετο νόημα στο εγκώμιο δηλ. εμπαιγμός, παραποίηση του ονόματος με ένα άλλο άσχετο κ.λπ.
«Παρακατούλια» και «παραπανοόλια»= λίγο πιο κάτω, παρακάτω, λίγο πιο πάνω, παραπάνω.
Από τις λέξεις «παρά» και «κάτω» και αντίστοιχα «παρά» και «επάνω».
"Παραμάντρι" = Βοηθητικό μαντρί δίπλα στο κυρίως μαντρί. .
Από την πρόθεση "παρά" που σημαίνει και πλησίον και από το αρχ.-ελλ. ουσιαστικό "μάνδρα" = μαντρί. (Ν. Ανδρ. σελ. 199).
«Παρασάνταλος»= χαμένος, τιποτένιος, άτσαλος, στραβός, ξυπόλυτος.
Από το «παρά» και το ομηρικό «σάνδαλον» = «σόλα», «πατούνα», πέδιλο, ξύλινο πέλμα.
«Παραταριά»= ασυμφωνία, ανομοιότητα.
Από το «παρά» χαι το ομηρικό «εταίρος» = σύντροφος, συνεργάτης.
"Παρατορώ, παρατάρησα": Παίρνω τους δρόμους και φεύγω σαν τρελός, τρελαίνομαι, χάνω το δρόμο μου, αλλού θέλω να πάω και αλλού βρίσκομαι. Από την πρόθεση "Παρά" και τη λέξη "Τορός" (τέρετρον, τετραίνω) = διατρητικός, διάτρητων, καθαρός, σαφής, ευνόητος (Αισχ. Αγ. 1062, 616,1162) οξύς^ έτοιμος, ταχύς (Ξεν. Λακ. 2,11).
"Τορός": Τα ίχνη των θηραμάτων τα δι' οσμής ανακαλυτττόμενα υπό των κυνηγετικών κυνών.
"Παράωρα" = Πριν της ώρας, γρήγορα,- αλλά και πολύ αργά, μετά τα μεσάνυχτα, σε ώρα προχωρημένης νύχτας. Από την πρόθεση "παρά" και το ουσιαστικό "ώρα".
«Πασπατίζω», «πασπαλίζω» = ραντίζω τα πέτουρα της πίτας με αλεύρι και με λυωμένο βούτυρο ή με λάδι ή με τριμμένο τυρί.
Από το «πασπάλη» = το λεπτότατον άλευρον, που παράγεται από το ομηρικό «πάσσω» = πασπαλίζω, ραντίζω, πιτσυλίζω, πασαλείφω (Ε, 900. 394. I, 214).
«Παστρεύω»= καθαρίζω, καθαρίζω το λερωμένο παιδί, καθαρίζω με σκούπα καμωμένη από σπάρτα.
«Πάστρα» = καθαριότητα.
Από το ομηρικό «σπαρτός -ον» = θάμνος σπάρτον ή σπαρ-τί > σπαρτεύω > σπαστρεύω > παστρεύω = καθαρίζω με σκούπα καμωμένη από σπάρτα. (Αδ. Κορ. Άτ. 1, 284. Γ. Χατζ. ΜΝΕ 1, 327 Φ. Κου-κουλ. στα MélangesMerlier 1, 159).
"Παστρικός, -ή, -όν"= Το ουδέτερο "παστρικό" σημαίνει καθαρό αβόσκητο και απάτητο από ζώα λιβάδι. Παράγωγο του ουσιαστικού "πάστρα" = καθαριότητα, κατά τον Γ. Μπαμπ. σελ. 1366, τον Α. Κορ. (Ατακ. 1,284), και τον Γ. Χατζ. (ΜΝΕ 1,327), τον Φ. Κουκουλέ και τον Γ. Ανδ. σελ. 270.
«Πατήθρες» = δύο ξύλινες επιμήκεις πλάκες που το ένα άκρο τους ήταν προσδεδεμένο στο έδαφος μέσα στη γούρνα του αργαλειού και το άλλο άκρο τους συνδεόταν με σχοινί ·με το ένα μιτάρι. Και έτσι με το εναλλάξ πάτημα τους από την υφάντρια ανοιγόκλειναν τα μιτάρια και γινόταν η ύφανση.
Πιθανώς παράγεται από το ομηρικό «πατέω -ώ» = πατώ, περιπατώ, βαδίζω, πατώ επί τίνος, πατώ τι, καταπατώ τι και το «πάτος» = πάτημα, πατησιά, βήμα, πάτος (Ζ, 202. ι, 119).
«Πατλιά» (πατουλιά) = θάμνος βάτου, φράχτης από ακανθώδεις θάμνους (βάτους κυρίως, αλλά και παληούρια, πουρνάρια, κλάδους γκορτσιάς).
Από το ομηρικό «6ατος» (ω, 230) = ακανθώδης θάμνος από το οποίο παράγεται το «Πατουλιά», που γίνεται «πατουλιά» και «πατλιά».
«Πατόκορφα»= από τον πάτο μέχρι την κορυφή, δηλαδή σ' όλο το μήκος του σώματος.
Στους Σαρακατσιάνους είναι πολύ συνηθισμένη η βρισιά: «Να σε χέσω πατόκορφα».
Από το ομηρικό «πατέω -ώ» = πατώ, βαδίζω, περιπατώ, από το οποίο παράγεται το ομηρικό «πάτος» = το σημείο με το οποίο πατάει ο άνθρωπος, η πατούσα, αλλά και το βαθύτερο, το χαμηλότερο σημείο ενόί αγγείου αε το οποίο αγγίζει το έδαφος και το ομηρικό «κορυφή» = το υψηλότερο άκρο του ανθρωπίνου σώματος, η κορυφή της κεφαλής (Υ. Απ. 309, Θ 83, Β 456).
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη «πάτος» σήμαινε και πεπατημένη οδός, αλλά και «αφόδευμα, αποπάτημα», «κόπρος».
Απομένει το ερώτημα: Μήπως η φράση «να σε χέσω πατόκορφα» έχει σχέση και με την ερμηνεία αυτή της λέξης «πάτος»;
"Πατ'λιά" (πατουλιά): Συστάδα θάμνων από βάτα, αγριοτριανταφυλλιές, πουρνάρια, παληουρια κ.λ.π.
Κατά τον Γ. Μπαμπιν. (σελ. 1369) προέρχεται από τη λέξη "Βατουλιά" = φράχτης σχηματισμένος από βάτους ή θάμνους. Κατά τον Δ. Δημητρ. σελ. 298 "βατουλιά" = συστάδα βάτων.
«Πατούνα» = το κάτω μέρος της κάλτσας που κάλυπτε το πέλμα, τον καρπό και τα δάχτυλα του ποδιού. Η κάλτσα αποτελείτο από δύο μέρη: το πρώτο, το πάνω μέρος, κάλυπτε την γάμπα (άντζα) μέχρι τον αστράγαλο. Το κάτω μέρος κάλυπτε το υπόλοιπο πόδι. Ήταν η «πατούνα».
Πιθανή καταγωγή από το ομηρικό «πατέω -ώ», εξ ου και το «πάτημα».
«Πατσιά»= περπατησιά, βηματισμός, ίχνος πέλματος ποδιού.
Από το ομηρικό «πατέω -ώ» - «επάτησα» = πατώ, καταπατώ, εξ ου και το «πάτημα» = το πατηθέν ή πατούμενον, η πράξις του πατείν.
«Πατώνω» - «πάτωμα» = το στρώσιμο με θάμνους του δαπέδου του μαντριού σε ύψος 20-30 εκατοστών και το καλό πάτημα τους. Επάνω στους πατημένους αυτούς θάμνους «έστρωναν» το μαντρί με χόρτα (βούζια, άχυρο κ.λπ.) για να κοιμούνται σε ζεστό μαντρί τα πρόβατα κυρίως και να απορροφώνται από το «πάτωμα» τα νερά της βροχής ή τα κατουρά των προβάτων.
Η εργασία απομάκρυνσης του «πατώματος» λεγόταν «£ε-πάτωιχα» και «ξεπατώνω».
Από το ομηρικό «πατέω -ώ» = πατώ, βηματίζω, πατώ επάνω σε κάτι, καταπατώ.
«Πάφλας» = τενεκές, λαμαρίνα, ορειχάλκινον έλασμα.
Κατά μία γνώμη από το αρχ. «παφλάζω» (= κάνω κρότο) από τον κρότο του ελάσματος, που γι' αυτό λέγεται και σαματάς (Μ. Στεφαν. Λεξ. Αρχ. 5, 76 και εξ. Ν. Ανδριώτ. ένθ. ανωτ. σελ. 271). Υποστηρίζεται όμως και η γνώμη (I. Βογια-τζίδ. Αθηνά 27 Λ Α 115 και εξ.) ότι προέρχεται από το τουρκ. «ροϊί&» = μικρά μεταλλική πλάκα και τη λέξη «φύλλα» με συμ-φυρμό. Δεν νομίζω όμως ότι είναι ορθή αυτή η γνώμη.
«Παχνιστής» = Δεκέμβριος.
Ο μήνας που πέφτει η «πάχνη» = η παγωμένη πρωινή δρόσος. Είναι λέξη παράγωγο του ομηρικού πήγνυμι ή παγνόω -ώ = πήζω, παγώνω, καλύπτω τι με πάχνην (Ν, 442. Π, 772).
"Πελεκουδα -ες" = Φλούδες από κορμό πεύκου ή άλλου δένδρου με τις οποίες οι Σαρακατσιάνοι σκέπαζαν τα δίπλα τους κυρίως καλύβια. Έκαναν χρήση κεραμιδιών. Προέρχονται από το αρχαίο ελληνικό "ρήμα "πελεκώ" και το ουσιαστικό "πέλεκυς", αποτέλεσμα της παρέμβασης του οποίου είναι η παραγωγή της πελεκούδας.
«Περίδρομος» = ο ασταμάτητα τρώγων, ο αχόρταγος, αυτός που τρώει πολύ και εκείνο το πολύ που τρώει κάποιος.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Είναι πολύ αλείξουρος... Έφαγε τον περίδρομο».
Πιθανή προέλευση από τη λέξη «περίδρομος» = ο πέριξ τρέχων, περιφερής, ο περιφερόμενος εδώ και εκεί.
Η λέξη πρέπει να αναφέρεται σε εκείνον που τρέχει πολύ, κουράζεται πολύ και το ρίχνει μετά στο φαγητό.
"Περονιάζω"= Αισθάνομαι το κρύο να με καρφώνει, να μου τρυπάει το σώμα, να μου το παγώνει, να περνάει μέσα μου όπως το καρφί.
Σαρ. φράση: "Βράχ'κα πολύ. Κ' ύστερα τράβηξι αέρας και με περόνιασι το κρύο. Κοκκάλωσα σ' λέω". Πιθανότατα από το ρήμα "περονάω" = διατρυπώ, περο-νιάζω, καρφώνω (Ιλ. Η. 145, Κ 133, Ξ 180), που παράγεται από το ουσιαστικό "περόνη" (Ε 425, 6 293, Θ. 226, 256).
«Πλάϊα» καλύβια = τα πλάγια καλύβια, τα παραλληλεπίπεδα.
Από το «πλάγιος -α -ον» = πλάγιος, κεκλιμένος (Ν. Ανδρ. 283).
«Πεδουκλώνω», «πεδούκλωμα» = το περικύκλωμα, το δέσιμο των δύο μπροστινών ποδιών των ζώων με ένα «λυτάρι» (τριχιά), το «ποδοκλάρι» ή «πεδουκλάρι», για να μην περπατούν ελεύθερα, να μην τρέχουν πολύ και να μην απομακρύνονται από τη στάνη, κυρίως τη νύχτα. Με το «ποδο-κλάρι» ήταν αναγκασμένα να πηδούν κατά τη βόσκηση ή την πορεία.
Σύνθετη λέξη από τα ομηρικά «πους - ποδός» (Ρ, 386. Χ, 24) και το «κυκλέω -ώ» = περικυκλώνω, κυκλώνω, περιβάλλω, που παράγεται από το «κύκλος» = κύκλος, γύρος, περιφέρεια (Θ, 278).
«Πεζούλι»= ημικυκλικό κατασκεύασμα μέσα στην καλύβα, ύψους και πλάτους 30-40 εκατοστών περίπου, στο οποίο κάθονταν οι ένοικοι της καλύβας.
Από το ομηρικό «πεζά» = το τέλος, το άκρο ενός πράγματος (Ω, 272).
«Πεντόβωλα»= σαρακατσάνικο παιχνίδι, κοριτσιών κυρίως, που παίζεται με πέντε πέτρινους βώλους.
Από τα ομηρικά «πέντε» και το «βώλος» = σβώλος (σ, 374), τεμάχιον γης, έδαφος, χώμα, όγκος παντός πράγματος.
«Πέτακας» = γκρεμός βαθύς και απότομος που για να τον περάσεις πρέπει να «πετάξεις».
Πιθανώς από το ομηρικό «πετομαι» = ανοίγω τα φτερά μου προς πτήσιν, πετώ (ε, 49. θ, 122. Ν, 755).
"Πετροβολάω" = πετώ πέτρες για να χτυπήσω κάποιον, κάνω πετροπόλεμο.
"Πετροβόλημα" = ο πετροπόλεμος, το πέταγμα πέτρας για να χτυπηθεί κάτι.
Από το αρχ.-ελλ. "πετροβόλος" που παράγεται από το "πέτρα" και το ρήμα "βάλλω". (Γ. Μπαμπ. σελ. 1407).
«Πετσώνω» = καλπαζώνω, χτυπώ στο πρόσωπο κάποιον με την παλάμη, αλλά και επιδιορθώνω τα υποδήματα κολλώντας στο τρύπιο μέρος ένα πετσί, ένα κομμάτι δέρμα.
Κατά τον Α. Κοραή Άτ. 1, 94 και 116 και μετά θάνατον 1, 312 το «πετσί» από το «πεσκίον» υποκοριστικόν του με-ταγεν. «πεσκος» — φλούδα, δέρμα, δορά, φλοιός. Από το «πε τσί» προέρχεται και το ρήμα «πετσώνω» με τις ανωτέρω έννοιες.
«Πινακωτή»= ξύλινο, σανιδένιο σκεύος με χωρίσματα για την τοποθέτηση του προς ψήσιμο ψωμιού.
Από το ομηρικό «πινάκων», «πίν/χζ» = πινάκι, πιάτο, δίσκος ή πινάκιον εκ ξύλου, κατάλληλο για να «βγαίνει» καλύτερα η «λέρα» των μάλλινων ρούχων.
Σχετικό και το «πινάχωσις» = σανίδωσις.
«Πίνος» = το λερωμένο νερό μετά το πλύσιμο μ' αυτό των μαλλιών των προβάτων.
Από το «πίνος» = ρύπος, ακαθαρσία.
«Πιργιλάω»= εμπαίζω, περιγελώ, κοροϊδεύω.
Από το ομηρικό «περιγελάω -ώ» = καταγελώ, κάμνω κάποιον καταγέλαστον (σ, 111. Β, 270).
Η "πίσσια" και η "δείξια" = Υβριστική φράση και υποτι¬μητική για τη γυναίκα στην οποία αναφέρεται, διότι έχει την έννοια αυτός ο χαρακτηρισμός ότι η γυναίκα εκείνη δεν είναι τίμια, ηθική, είναι του "σκοινιού και του παλουκιού" και συνεχώς βρίσκεται στη γλώσσα των άλλων. Σπάνια τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούσαν οι Σαρ. για τους άνδρες, δηλαδή ο "πίσσιος και ο δείξιος". Το "πίσσια" πρέπει να έχει σχέση με το αρχ.-ελλ. "πίσσα" (η γνωστή μαύρη ύλη). Στους Σαρ. είναι γνωστός και ο κακός χαρακτηρισμός για τη γυναίκα "μαυρισμένη" ή "μαύρη κι άραχνη", που πρέπει να συμβάλουν στην απόδοση της ίδιας έννοιας με άλλη με το ίδιο νόημα (Αττ. Πίττα Ιλ. Δ. 277, Ηρόδ. 4 195).
Το "δείξια" πρέπει να προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "δεικνύω" (αόρ. έδειξα) και να χρησιμοποιείται για να αποδώσει το χαρακτηριστικό της επιδειξιομανίας τέτοιων γυναικών (Οδ. Γ. 1 74, Ιλ. Ν. 244), αλλά και το ότι ήταν δακτυλοεικτούμενες για το επιλήψιμο ήθος τους.
"Π'στιά" (Πιστιά)= Μάλλινη ή δερμάτινη λωρίδα σε σχήμα θηλιάς, που προσδένεται και ξεκινάει από το πίσω μέρος του σαμαριού και περιβάλει σε σχήμα βρόγχου τη βάση της ουράς του ζώου, για να κρατεί στη θέση του το σαμάρι και να μή μετακινείται αυτό πρός την κεφαλή του ζώου στους κατηφορικούς κυρίως δρόμους. Η π'στιά στηρίζεται στα οπίσθια του ζώου, μεταξύ του πρωκτού και της βάσης της ουράς.
Πιθανή προέλευση του από το επίθετο "οπίσθιος-α-ον" και το αρχαίο επίρρημα "όπισθεν" (ΟΔ. Β542, Ν. 83, Δ.3 62, Χ1 74).
"Πιστικός" = Ο βοσκός, ο άνθρωπος στον οποίο ο τσέλιγκας εμπιστεύεται τη φύλαξη του κοπαδιού του. Από το αρχ.-ελλ. "πιστός", κατά το σχήμα αφέντης-αφε-ντικός (Ν. Ανδρ. σελ. 282).
"Πιστρόφια"= Η πρώτη μετά το γάμο επιστροφή και επίσκεψη του ζεύγους των νεόνυμφων στο σπίτι του πατέρα της νύφης. Τα πρώτα "γυρίσματα" τους στη στάνη του πατέρα της νύφης, όπως επίσης συνηθέστερα τα ονόμαζαν οι Σαρ. Από το "επιστρέφω" = στρέφω, γυρίζω, (ΟΔ. Γ. 370).
«Πιστρώνω»= σκεπάζω, τυλίγω καλά, τοποθετώ τις άκρες του σκεπάσματος κάτω από το σώμα αυτού που σκεπάζεται.
Από τα ομηρικά «επιστρώννυμι» και «επιστορέννυμι» = στρώνω πάνω σε κάτι άλλο, επιστρώνω (I, 621. Κ, 155. η, 340).
"Πλακιά (τα)"= Πλάκες αργυρές ή απλά μεταλλικές που κρατούσαν και ένωναν τις διάφορες αλυσίδες που στόλιζαν το στήθος ή το λαιμό των γυναικών. Η λέξη αυτή απαντάται κυρίως στους Σαρ. της Θράκης. Από το αρχ.-ελλ. "πλάξ-κός", από το οποίο παράγεται το υποκοριστικό "πλακίον" = σκεύος στο οποίο έψηναν φα¬γητό. (Γ. Μπαμπ. σελ. 1431).
«Πλαλώ» - («πλάλμα») = τρέχω γρήγορα (τρέξιμο).
Από το «απολαλώ», αόριστος «απηλάλησα» = φλυαρώ, πολυλογώ. (Β. Φάβης Αθηνά 29, ΛΑ 38 κ. εξής). Το πιθανότερο όμως είναι να προέρχεται από το ομηρικό «επελαυνω» = απλώνω, τεντώνω, οδηγώ εναντίον τινός, ελαύνω, ωθώ βιαίως, βάζω σε κίνηση (Στ. Ξανθουδ. έκδ. Ερωτόκρ. 667) ή από το «επι-λαλώ» = αντιλέγω, λοιδορώ, φλυαρώ, ομιλώ (Α. Κορ. Αττ. 4, 277), που μάλλον αποκλείεται.
"Πλαλώ"= τρέχω, γυρίζω πολλά μέρη. "Πλαλώ", "πλαλτούρα" "πλάλημα", "πλαλτό" = τρέξιμο, καλπασμός, το γύρισμα με τα πόδια μιας μεγάλης περιοχής και το ψάξιμο ενός ζώου ή αντικειμένου που χάθηκε, α) Κατά το λεξικό Δ. Δημητράκου: Πιλαλώ, πιλάλα, που είναι λέξεις της Δημοτικής και της Μεσαιωνικής και σημαίνουν η πρώτη τρέχω, αναγκάζω τινά να τρέξει και η δεύτερη τρέξιμο, αλλά και εφόρμηση,-επίθεση, β) Κατά το λεξικό Χρ. Γιοβάννη πηλαλώ ή πιλαλώ και πηλάλα ή πιλάλα με την ίδια προηγούμενη έννοια, γ) Κατά τον Ν. Ανδριώτη (σελ. 280) με την ίδια έννοια είναι όψιμο Μεσαίων, από το "απηλάλησα", αόρ. του "απολαλώ" (Β. Φάβης Αθηνά 29 ΛΑ 38 κ.εξ.). Κατά τον Α. Κορ. Α2. 4 277 από το μσνκ. "επιλαλώ". Κατά τον Ξανθουδ. έκδ. Ερωτ. 666 από το αρχ. "επελαύνω".
«Πλαντάζω»= σκάζω στα κλάματα, τσακίζομαι, γίνομαι κομάτια.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Δεν με νοιάζ'... Να σκασ' και να πλαντάξ'».
Πιθανή προέλευση από το το «πλαταγέω» = χειροκροτώ, κροτώ, κτυπώ, κτυπώ τα τύμπανα και παράγω ήχον. Από το ρήμα αυτό παράγεται και το ουσιαστικό «πλαταγή» = κρότος, θόρυβος.
Μεσαιωνικό: «πλαντάσσω», «πλατάσσω» (Α. Κοραής Άτ. 2, 302. Κ. Άμαντ. Γλωσσ. Μελέτ. 243 και εξής).
«Πλάστρης» = ξύλινη ράβρος μήκους 30-40 εκατοστών με την οποία «ανοίγουν» τα πέτουρα, «απλώνουν» το ζυμάρι και πλάθουν τα πέτουρα για την πίτα.
Πιθανότατα από το «πλάσσω» ή «πλάττω» = πλάττω, πλάθω, σχηματίζω, καλουπιάζω, διαπλάσσω κ.λπ.
"Πλαστήρι": Ξύλινο στρογγυλό τραπέζι χωρίς πόδια στο οποίο έπλαθαν με το πλάστρη φύλλα πίτας. Το αρχ.-ελλ. "πλαστήρων" = εργαστήριον πλαστικής ήτοι η τράπεζα εφ' ής ανοίγουσι τα φύλλα της πίτας οι γυναίκες (Θεόδ. Αγκ. 1393 Β Lid-Scot 2, 596).
"Πλάτη": Σκέπαστρο, διαστάσεων 3 μέτρων περίπου μήκους και πλάτους 1,5-2 μέτρων, που αποτελείται από ξύλινο σκελετό, που είναι σκεπασμένος με κλαδιά θάμνων (πουρνάρια, σπάρτα , κέδρα) και χόρτα. Η "πλάτη" τοποθετείται σε πλάγια θέση για να σχηματίζει οξεία γωνία 70 περίπου μοιρών με την επιφάνεια του εδάφους για να φεύγουν εύκολα τα νερά της βροχής. Στα πλαγιά της τοποθετούνται θάμνοι και χόρτα για να εμποδίζουν τον αέρα και κάτω από αυτή φκιάνει ο βοσκός το γιατάκι που κοιμάται, ανάβει φωτιά, ζεσταίνει το φαγητό του ή βράζει το γάλα του. Συνήθως η "πλάτη" γίνεται στα χινοπώρια και στα στερφολείβαδα, που ο βοσκός έμεινε μόνος του ή με το σύντροφο του, μακρυά όμως από τη στάνη. Από το αρχ.-ελλ. "πλάτη", που παράγεται από το επίθετο "πλατύς", γνωστής ερμηνείας (Ν. Ανδρ. σελ. 284, Γ. Μπαμπ. 1435).
Η "πλάτη" έχει αρκετό πλάτος και μήκος, στα οποία και οφείλει το όνομα της.
«Πλατσιουκωτή»μύτη = η μύτη που είναι πλατιά, πλακωτή, πεπιεσμένη προς τα μέσα, σε αντίθετη με τη μύτη του «γερακομύτη» που προεξέχει, είναι κυρτή και γαμψή.
Από το «πλαζ -κός» = πλάκα, από το οποίο παράγονται το επίθετο «πλακόεις -εσσα -εν» = πλακώδης, πλατύς και το ρήμα «πλακόομαι -ούμαι» = πλακώνω.
"Πλεξάνα": Τα γυναικεία πλεγμένα μαλλιά, η κοτσίδα. Πλεξάνες ή Κοσσάνες ήταν οι δυο γυναικείοι βόστρυχοι, πλόκαμοι.
Από το αρχ.-ελλ. "πλέκω"- έπλεξα (αόρ.) = συστρέφω, στρήφω.
"Πλοκάμους έπλεξε φαεινούς" (Ιλ. Ξ 176, Πινδ. 1.8(7) 146 Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2.139 και Glotta 15, 140).
"Πλευριτώνω"= Κρυώνω πολυ, αρρωσταίνω από πλευ-ρίτη.
Από το αρχ.-ελλ. "πλευρίτης" και την κατάληξη -ωνω (Ν. Ανδρ. 255).
«Ποδαριάζομαι» — μου πιάνονται τα πόδια και δεν μπορώ να περπατήσω.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Είδε ένα τρανό λύκο, τ' κόπκι η ανάσα κι ποδαριάσκι».
Πιθανή καταγωγή του από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις: α) «ποδάγρα» = αρθρίτης εντοπισμένη στις αρθρώσεις των ποδιών, β) «ποδαγρίζομαι«= πάσχω εκ ποδάγρας, γ) «ποδαγριόω -ώ» = πάσχω εκ ποδάγρας.
«Ποδένω»= κυρίως βάζω στη νύφη τα παπούτσια, αλλά και στα παιδιά.
Από τα ομηρικά «υπό» και το «δέω» (Ε, 386. Κ, 443) = δένω, βάλλω εις δεσμά, δεσμεύω.
«Ποκάρι» = το σύνολο του μαλλιού του κάθε προβάτου που συγκεντρώνεται μετά το κούρεμα και δένεται με τα ίδια τα μαλλιά του.
Υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού «πάχος» = η κουρά των προβάτων, όγκος ερίου, «τουλούπα» μαλλιού (Μ, 451).
«Πολίτσα»= ένα μικρό ξύλινο κρεβατάκι κολλημένο στο εσωτερικό πλευρό της καλύβας σε ύψος 1-1,5 μέτρο διαστάσεων μισού μέτρου μήκους και 25-30 πόντων πλάτους, στο οποίο τοποθετούσαν οι Σαρακατσιάνοι τα εικονίσματα και το καντήλι.
Πιθανή καταγωγή του από το επίθετο «πολιάς -ά -άν» = παλιός, υπόλευκος, ασπρόμαυρος, αλλά και σεβάσμιος, καθαρός, γαλήνιος.
Τα εικονιζόμενα πρόσωπα στις εικόνες της «πολίτσας» ήταν πράγματι «λευκά, σεβάσμια, γαλήνια».
«Πόντελα»= λέξη που σημαίνει ότι κάποιος χάθηκε ταξιδεύοντας προς άγνωστη κατεύθυνση, πήγε στον αγύριστο, χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού πήγε, τρελάθηκε και εξαφανίσθηκε.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Αυτός χάθ' κι, πήρε τα πόντελα».
Από τα ομηρικά «πάντος» = η αναπεπταμένη θάλασσα, το πέλαγος και το «χλς - αλός» = θάλασσα επίσης.
Στον Θέογνι 10, 106 Φ. 59 απαντάται η φράση «πόντος αλός πολιώς» = τα αχανή ύδατα της πολιάς θαλάσσης.
"Πορευω"= Ζώ, περνώ, συντηρώ, διατρέφομαι, ικανοποιώ την ανάγκη μου για φαγητό με κάποιο ευτελές έδεσμα, αντιμετωπίζω την πείνα μου στοιχειωδώς, τα βγάζω πέρα. Από το αρχ.-ελλ. "πορευωομαι"= βαδίζω, προχωρώ, πραγματοποιώ πορεία, εξοικονομώ απαραίτητα πράγματα για τη ζωή, τα βγάζω πέρα (Γ. Μπαμπ. 1469 Γ. Χατζηδ. Επικ. Επ. Πανεπ. 4, 79 - πβ Α. Κορ. Απαντα 2,309).
Σαρ. φράση: "πως τα πόρεψες εκεί απ' πήγες;"
"Πόσι" (το) = το φέσι που φορούσαν οι Σαρακατσιάνοι άνδρες και γυναίκες, που κάλυπτε μικρό μέρος της κόμης, συνήθως της κορυφής και τμήμα του πίσω μέρους της. Το ανδρικό πόσι λεγόταν και "ατλαζάκι" από το υλικό που γίνονταν.
Κατά το λεξικό Χρ. Γιοβάννη "πόσι" = κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού ή κεντητός σκούφος (Δ. Δημητρ.) Αγνωστη η προέλευση αυτής της λέξης.
"Ποσούλα" = Πρόχειρο σημείωμα στο οποίο είναι γραμμένη κάποια παραγγελία για ενέργεια ή για ειδοποίηση. Αγνωστη η προέλευση αυτής της λέξης. Ίσως να έχει κάποια σχέση με τη λέξη "ποσόν" = ποσότης (Δ. Δημητρ. σελ. 1139), ουδέτερο της αντωνυμίας πόσος - η- ον, που είναι αρχ.-ελλ. λέξη (Ν. Ανδριώτης σελ. 291). Και αυτό γιατί τα αναγραφόμενα στην "ποσούλα" έχουν σχέση με τα "πόσα" θα προμηθευθεί ο κομιστής της ή με το "πόσα" θα πληρώσει.
«Ποτιστής» = μέρος ποταμού ή πηγής στο οποίο ποτίζονταν τα ζώα.
Από το ομηρικό «πότης -ητος» = πόσις, ποτόν, πιοτό, από το οποίο προέρχεται το «ποτίζω» = δίδω εις τινα να πίει, ποτίζω την γην, ποτίζω ζώα.
«Πουντιάζω» ή «ποντιάζω» = κρυώνω πολύ γιατί είμαι βρεγμένος, μούσκεμα.
«Πούντα»λέγεται και το κρυολόγημα.
Από το «ποντίζω» = καταποντίζω, βυθίζω εις την θάλασσαν, που παράγεται από το ομηρικό «πόντος» = θάλασσα, πέλαγος .
«Προβιά» = δέρμα προβάτου.
Από την αρχαία ελληνική λέξη «προβέα» και «προβή» = δέρμα προβάτου κατά το «λεοντέα - λεοντή» το δέρμα του λιονταριού, και το «αλωπεκέα - αλωπεκή» το δέρμα της αλεπούς (Αδαμ. Κοραής Β' σελ. 312).
"Προγγάω και Προγγίζω": Τρέπω αιφνιδιαστικά το κοπάδι σε άτακτη φυγή... Τρομάζουν τα πρόβατα από έναν αιφνίδιο κίνδυνο και φεύγουν γρήγορα. Η κατάσταση της απότομης και έντρομης φυγής των ζώων με την αιφνίδια εμφάνιση κάποιου κινδύνου υπαρκτού ή υποτιθέμενου (λύκος, άλλο αγρίμι, το πέταγμα της πέρδικας, το τίναγμα από τη φωλιά του με θόρυβο ενός λαγού κ.λ.π., η απότομη εμφάνιση ενός ανθρώπου).
Σαρ. φράση: "Μόλις είδαν το λύκο πρόγγ'σαν και σκορπίσκαν κατ' ιδώ και κατ' εκεί", "Πρόγγατα, τί τά τηράς. Δέν γλέπ'ς απ' μπήκαν μέσ' στα σπαρμένα". Πιθανώς από την πρόθεση "πρό" και το ρήμα "εγγίζω" = έρχομαι πλησίον, φέρω πλησίον, πλησιάζω τί είς τι (Πο¬λύ β. 8.6,7, Πολύβ. 17.4,1).
"Προπάω": Προλαβαίνω, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον άλλο, προλαβαίνω κάτι άλλο.
Σαρ. φράση: "πρόπσα το Γιώργο", "νύχτωσε και δέν προπάω να φθάσω".
Πιθανότατα από την πρόθεση "πρό" και το αρχ.-ελλ. "υπάγω", που στο Μεσαίωνα έγινε "πηγαίνω" κατά το σχήμα έμαθα - μαθαίνω, έτυχα - τυχαίνω (Γ. Χατζ. ΜΝΕ 1,33 και Καλιτσουνάκης στη Byz. Zeit 39,228 και εξ.). Τα ρήματα αυτά εξελίχθηκαν σε πηγαίνω, πάγω, πάω. (Ν. Αν¬δριώτης, 1992 σελ. 279).
«Προσανάμματα» = στεγνά ξερά λεπτά ξύλα, χόρτα στεγνά, φρύγανα, που βοηθούν στο άναμμα της φωτιάς.
Από τα ομηρικά «προς» και το «ανάπτω» = ανάβω, άπτω, πιάνω φωτιά, παίρνω φωτιά (ι, 379).
"Προσφάϊ"= Το προσφάγι, κάθε τι που τρώγεται μαζί με το ψωμί (τυρί, ελιές κ.λ.π.), διευκολύνοντας την κατάποση. Το συμπληρωματικό του ψωμιού φαγώσιμο. Από την πρόθεση "πρός" και τον αόριστο β' του ρήματος τρώγω που είναι "έφαγον".
«Πρυόβολος» = το ατσαλένιο ή σιδηρούν αντικείμενο με το οποίο χτυπούσε ο βοσκός ξυστά το «στουρνάρι», το κομμάτι του πυρόλιθου, στο οποίο κολλούσε και κρατούσε με το χέρι (δάκτυλο) την ίσκνα και σπινθηροβολούσε για να ανάψει η ίσκνα από τους σπινθήρες.
Δηλαδή το όργανο με το οποίο ο Σαρακατσιάνος «έβαζε πυρ».
Πιθανή προέλευση από τα ομηρικά «βάλλω» εξ ου και βολή, βολίς και το «πυρ». Κατά τη σύνδεση έγινε αναγραμματισμός αντί του «πυρόβολος» έγινε «πρυόβολος».
Δεν αποκλείεται να είναι ορθή και η γνώμη ότι προέρχεται από τις λέξεις «πύρειος» και «βάλλω» (Hoeg II 140).
«Πστιά» - «πιστιά» = κυκλική υφασμάτινη λωρίδα δεμένη στο σαμάρι κατά το ένα άκρο της και το άλλο τοποθετείται πίσω στους μηρούς του ζώου για να εμποδίζει το σαμάρι να μετακινηθεί προς τα εμπρός όταν το φορτωμένο ζώο βαδίζει σε κατήφορο.
Από τη λέξη «οπίσθιος -α -ον» = ο ευρισκόμενος, ο τοποθετούμενος στο όπισθεν μέρος, στους μηρούς των δύο οπίσθιων ποδών, κατ' αντίθεσιν προς το «πρόσθιος». Σχετικό και το «ο'-πισθεν» - στο πίσω μέρος, πίσω από κάτι.
"Πυξάρι": Θάμνος με πολύ απαλό κορμό-ξύλο, που έχει χρώμα κιτρινωπό ανοιχτό και είναι κατάλληλο για πελέκημα και κατασκευή ξύλινων σκευών, καλλιτεχνημάτων. Από το πυξάρι κατασκευάζεται η κλείτσα. Όχι όμως μόνο από αυτό.
Από το αρχ.-ελλ. "πυξός" = πυξάρι, το τουρκικό "τσιμισίρ" (Θεόφρ. Π. Φυτών Ιστορίαι 3.15,5. Στον Ομηρο απαντάται ώς "πύξινος").
"Πύρα": Ζέστη, θέρμανση από τη φωτιά που καίει. Σαρ. φράση: "Πάρε μίνια πύρα και να βγούμι όξω". Από το αρχ.-ελλ. "πυρόω,-ώ" = καίω δια πυρός, καταστρέφω δια πυρός, παράγω πυρ, υφίσταμαι πύρωσιν (Αριστ. Μετεωρ. 3.6,14. Ευριπ. Ανδ. 400). Το αρχ.-ελλ. "πυρά" (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1.77 και 2.138) σημαίνει τη φωτιά, ενώ το "πύρα" το αποτέλεσμα τη ζέστη, τη θέρμανση, που προκαλεί η φωτιά.
Από το «πυρή -ης» = το μέρος όπου ανάπτεται πυρ και η ζεστασιά που προκαλεί η πυρά (Α, 52. Δ, 99. κ, 523).
«Πυρομάχος»= στη στρογγυλή «6άτρα» στο άκρο της και απέναντι από την είσοδο της καλύβας, στο επάνω μέρος της, τοποθετείται μια πέτρα όρθια, «παλαμισμένη» με αρκετό χώμα, για να συγκρατεί τα κάρβουνα και να στηρίζονται και τα ξύλα που καίγονται στη «&άτρα». Ο «πυρομάχος» βοηθεί πολύ να έχουν κάποια απόσταση τα τοποθετούμενα ξύλα από τη στάχτη, για να καίγονται ευκολότερα.
Από τα ομηρικά «πυρ» (γ, 341. ζ, 305. ρ, 572. I, 220) και το «μάχομαι», -γνωστές αρχαίες ελληνικές λέξεις.
«Πυροστιά»= τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο οικιακό σκεύος, που μπαίνει πάνω στη φωτιά, στα κάρβουνα, στη θράκα και επάνω του στηρίζεται η κατσαρόλα, το κακάβι, για να βράζει το εντός αυτής φαγητό.
Από τα ομηρικά «πυρ -ός» και «ιστίη» (η) = εστία, στια, το μέρος της οικίας ένθα το πυρ εκαίετο, μάλιστα εθεωρείτο ιερός ο επ' αυτή όρκος (ξ, 159. ρ, 156. τ, 304) από το οποίο παράγονται το «ίστημι - ίσταμαι» = στήνω, τοποθετώ, κάμνω τινά να σταθεί όρθιος, μένω σταθερός, παραμένω ακίνητος.
Η εκδοχή ότι προέρχεται από τις λέξεις «πυρά» και «εστία» δε νομίζω ότι είναι σωστή. Οι Σαρακατσιάνοι λέγουν «πυροστιά» όχι «πυρεστιά».
«Πυρωμάδα» = η πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού.
Η βασική τροφή των βοσκών: Πυρωμάδες και τυρί.
Πιθανή προέλευση από το «πυρόω -ώ» = καίω δια πυρός, καίω και καταστρέφω δια πυρός, ανάπτω, φλέγω, (μετοχή πεπυρωμένος - πυρωμένος) ή από τα ομηρικά «πυρ» και «ωμός» = άψητος, άβραστος (Χ, 347. μ, 396).
«Πυρώνω» = θερμαίνω, ζεσταίνω, φλέγω, καπνίζω.
Σαρακατσιάνικη φράση: «πύρωσα τ' φέτα στα κάρβουνα και έγινε κατακόκκινη».
Από το «πυρόω -ώ» = καίω δια πυρός, καταστρέφω δια του πυρός, ανάπτω, φλέγω, παράγω πυρ, καπνίζω.
"Π(υ)τιά"= Η πυτιά. Οι Σαρ. χρησιμοποιούσαν ως πυτιά το περιεχόμενο του στομαχιού των κατσικιών κυρίως ή
των αρνιών, που ήταν ξεραμένο πρωτόγαλα.
Από το αρχ.-ελλ. "πυός" — πρωτόγαλα παράγωγο του οποίου η λέξη "πυετία" που εξελίσσεται σε πυτία. (Ν. Αν-
δρ. σελ. 304 και Αριστοφ. Σφ. 710, Ειρ. 1150, Αποσπ. 302, 476).