Ψαρής» - «ψαρί» άλογο = άλογο ή άλλο ζώο που έχει στο άσπρο χρώμα του μαύρα ή σταχτιά στίγματα. Από το «ψαρός -ά -όν» = όμοιος προς ψάρα δηλ. ο έχων στίγματα, ο κατάστικτος, ο φαιός ίππος. Το «ψαρός» προέρχεται από το ομηρικόν «ψαρ -ρός» = ψαρόνι (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν.1, 176, Ν. Ανδριώτης ένθ. ανω-τέρ. σελ. 434-435).
«Ψαρόπιτα» = είδος πίτας, που οφείλει το όνομα της όχι γιατί γίνεται με ψάρια, αλλά γιατί η τοποθέτηση των επί μέρους κομματιών της μέσα στο ταψί έχει την εμφάνιση ψαριών. Ειδικότερα: Το κάθε πέτουρο αφού γεμίζεται με τυρί, βούτυρο και λίγο τραχανά συνήθως τυλίγεται και τοποθετείται στο ταψί, για να ακολουθήσει δίπλα του το δεύτερο, το τρίτο κ.ο.κ. μέχρι να γεμίσει. Η διάταξη τους έχει τη μορφή ψαριών.
Σύνθετη λέξη από τις αρχαίες ελληνικές «οψάριον» = ψάρι και το «πίττα», που συναντάται στους τύπους «ψυχόπιτα» και «μουστόπιτα» και «πίττη», «πίττα» (Ευστάθ. Παρέκβ. Ομήρου 633, 2).
"Ψηφερός": Λεπτός, καλοφτιαγμένος, καλοϋφαμένος. Από το "ψήφος" = λίθος στις κοίτες των ποταμών, πολύτιμος λίθος (Θ. Καλοδήμος, Φθιώτικος λόγος 1994 σελ. 65).
"Ψίδι": Μικρό κομμάτι δέρματος, με το οποίο κατασκεύαζαν διάφορα μέρη του παπουτσιού, ή μπάλωναν, επιδιόρθωναν φθαρμένα τμήματά του.
Από το αρχ.-ελλ. "αψίς", που έχει ως υποκοριστικό το "αψίδιον", (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1, 403 και Ν. Ανδρ. 430) με σίγηση του ατόνου αρχικού α (Ε. Μπαμπ. σελ. 2014).
"Ψωμόλσα": Ο πολύ φτωχός άνθρωπος που λυσιάζει για λίγο ψωμί, ο νηστικός, ο πειναλέος.
Σαρ.φράση: "Τί τόν τηράς. Αυτός τρέμι από πείνα. Είναι ψωμόλσα".
Από το "ψωμός" = τεμάχιον ψωμιού, μια δαγκωσιά, (1,374) και το "λύσσα"= μανία, οργή, ορμή, παραφροσύνη (I 239, Φ 542).