«Ράγα» = η θηλή του μαστού, η ρώγα του μασταριού.
Από το «ραξ - ραγός» = ρώγα, κόκκος (Hoeg.II, 12).

"Ραιβός, α": Στραβός, όχι ευθυτενής, όχι ίσιος κατά το βάδισμα, κυρτός, καμπούρης.
Από το αρχ. "ραιβός,-ή,-άν"= καμπύλος, κυρτός, μάλιστα επί των εχόντων τα σκέλη καμπύλα είς τα ένδον, στραβοπόδης. (Αριστ. π. Σοφιστ. Ελέγχ. 31,3, Λυκόφρων 262).

"Ρέβω- έρρεψα": Αδυνατώ, αδυνάτισα, έχασα πολύ βάρος, έλιωσα κατά το σώμα, λιάνεψα, χύνομαι, καταρρέω.
Από το αρχ.-ελλ. "ρέω" με τις ανωτέρω σημασίες, που στον αόριστο γίνεται έρρευσα και εξελίσσεται σε έρρεψα κατά το σχήμα: έτριψα-τρίβω. (Γ. Χατζ. ΜΝΕ I 284 και Οδ. Τ. 204, Ιλ. Γ. 300, Ρ. 80).

«Ρεκάζω ή Ρικάζω» = επί ζώων: βγάζω δυνατή και παρατεταμένη φωνή συνήθως από πόνο (^^ I, 98).
Πιθανή προέλευση από το ομηρικό «ρήγνυμι - ρηγνύω -ρήξω», που κατά μία έννοια στον Όμηρο σημαίνει εκβάλλω φωνήν, «ξεφωνώ», κραυγάζω ηχηρώς, κάμνω τι να εκραγεί, να ξεσπάσει (Λεξ. Οα*.-5οοΐί. υπό το «ρήγνυμι» 2 δελ. 13).
θα μπορούσε επίσης να προέρχεται και από το αρχαίο ελ­ληνικό ρήμα «ρέγκω» = ροχαλίζω, φυσώ, φρυάττομαι.

«Ρητσινοκέρι» = ύφασμα εμποτισμένο σε λιωμένο ρετσίνι και τυλιγμένο σε σχήμα κεριού.

Από το «ρητίνη» — το ρετσίνι που ρέει από το πεύκο και το «κηρός».

"Ριζά" του βουνού και "Ρίζωμα": Οι πρόποδες του βουνού, οι βάσεις των πλαγιών του βουνού, οι ρίζες των βουνών.
"Ρίζωμα": Από το αρχ.-ελλ. "ριζόω, -ώ", που παράγεται από τη λέξη "ρίζα".
(Ν. Ανδρ. σελ. 308 και Γ. Μπαμπ. σελ. 1563-1564 και Οδ. Ν. 163. Ξεν. Οικ. 19,9 και Γ. Χατχηδ. ΜΝΕ 2 , 128).

«Ριζιμιό» λιθάρι = το επιφανειακό άκρο του λιθαριού που είναι συνεχόμενο με το βράχο στον οποίο ανήκει.
Από το ομηρικό «ριζόω -ώ» = ριζώνω, εμπήγω, στερεώ­νω, καθίζω, από το οποίο προέρχεται το «ριζημαίος», «ριζη-μαίαι» πέτρες εν τω ποταμώ και επομένως όχι αυτοτελείς, μεταφερόμενες από την ορμή των υδάτων.
«Ριζιμιά»
δένδρα λέγαν οι Σαρακατσιάνοι και τους νέους βλαστούς των δένδρων που είναι συνεχόμενοι με τη ρίζα τους. Τα δένδρα αυτά έχουν ελαστικότητα, δεν σπάζουν και χρησιμοποιούνται στα χαρτώματα των καλυβιών.

«Ροβολάω -ώ» = βάζω στην πορεία τους τα ζώα, οδηγώ τα ζώα προς μία κατεύθυνση.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Ροβόλα τα (πρόβατα) κατ' τ' ράχη».
Από τα ομηρικά «ρέω» < «ρέβω» = οδηγώ, χύνω και χύνο­μαι και το «ρολώ» (Γ. Χατζηδάκης, Αθηνά 22, 224 και στην ΰΐοΐΐα 2, 291). Υποστηρίζεται επίσης ότι παράγεται από το ομη­ρικό «ρώομαι» = κινούμαι ταχέως και σφοδρώς, ροβολάω, ζωη-ρεύω, τρέχω ή κατεβαίνω μεθ' ορμής (I. Πανταζ. ένθ. ανωτ.).
Κατά την προσωπική μου γνώμη παράγεται από τα ομηρι­κά «ρόος - ρους» = ροή, ρεύμα, ρεύσις, ροή ύδατος και το «βάλ­λω» - «εβαλλόμην» - «βαλούμαι» = θέτω, τοποθετώ, οδηγώ, ρίπτω και το «ροβολάω» = θέτω, βάλλω εις ρουν, οδηγώ.

"Ροδάμι"= τα ανοιξιάτικα μπουμπούκια και νέα φυλλαράκια των θάμνων κυρίως (πουρνάρια, παληούρια κ.λ.π.) κατά τους Ηπειρώτες Σαρακατσιάνους. Οι Θεσσαλοί Σαρακατσιάνοι προτιμούν το όνομα "ξιφύλι". Από το αρχ.-ελλ. "ορόδαμνος" που εξελίχθηκε σε "ράδαμνος" (Γ. Μπαμπ. 1568 και Ν. Ανδρ. 309).

"Ρόζος": Το σημείο του κορμού του δένδρου από το οποίο ξεκινάει ένας κλάδος του με αποτέλεσμα να διογκώνεται σε κείνο το σημείο. Το τμήμα του κυρίως κορμού ή του κλάδου που είναι η ρίζα ενός κλάδου ή ενός κλώνου του κλάδου.
Από το αρχ.-ελλ. "όζος", με παρετυμολογική επίδραση του ρίζα = κλάδος, κλών, βλαστός (Ιλ. Α 234 Β 312) κυρίως ο κόμβος ή οφθαλμός, εξ ού φύεται το φύλλον ή ο κλάδος (I, Β. 540, Μ, 188).

«Ρούγα»= πόρτα, στενό μέρος για την είσοδο σε κάποιο σπίτι, καλύβα ή μαντρί. 
Από το ομηρικό «ρωζ - ρωγός» = ρωγμή, σχισμάδα, δίοδος, θυρίδα, δρόμος στενός, στενωπός, διάδρομος.

"Ρουν", "ρουσ'τα" = Τα πρόβατα ξεκινούν από το γρέκι ή το στάλο ή από ένα σημείο, που σταμάτησαν, για να πάνε για βοσκή ή για να περάσουν ένα πέρασμα ή ένα ποτάμι. Όταν διστάζει το κοπάδι να περάσει γιατί φοβάται το στενό πέρασμα ή το νερό του ποτάμιου τότε ο βοσκός προωθεί μπροστά τα γκεσέμια του κοπαδιού και με την απειλή της κλείτσας τα αναγκα΄ζει να περάσουν εκείνα πρώτα και να ακολουθεί όλο το κοπάδι.
Σαρ. φράση: Τι κάθεσι και τα τηράς; Δεν γλέπ'ς απ' σκιάζονται; Ρούσατ να περάσουν!". Δηλαδή ανάγκασέ τα να βαδίσουν προς το πέρασμα.
Απ' το αρχ.-ελλ. "ρέω", από το οποίο παράγονται οι λέξεις, "ροή", "ρόος-ρούς". Το "ρουν" προέρχεται από το "ρέουν-ρουν" που οι Σαρ, συναιρούν το ε+ο = ου 

«Ρουπώνω» = ροφώ, τρώγω τόσο πολύ που δεν χωράει το στομάχι μου άλλο, παραχορταίνω.

«Αρούπωτος» = αυτός που δεν χορταίνει όσο κι να φάει, ο αχόρταγος. Πιθανή προέλευση από το επίθετο «ροπτός -ο'ν» = ροφωτός, αυτός που τρώγει ροφώντας. Το «ροπτός» είναι ρηματικό επίθετο του ρήματος «ροφώ».

«Ρούσος», «ρούσα» = ξανθός, ξανθή.
Σπάνια οι Σαρακατσιάνοι χρησιμοποιούσαν τις λέξεις ξαν­θός, ξανθή.
Από το «ρούσιος» = κοκκινωπός, υποκόκκινος, ξανθοκόκκινος. Σχετική και η λέξη «ρουσιώδης, ες» = ο έχων το χρώμα υποκόκκινον (Σχολ. εις Οδ. ι, 125). 
Το αυτό και στην αρχαία ελληνική.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.