«Σαίια»= τα ρούχα που φορούν οι Σαρακατσιάνοι, αλλά και οι αποσκευές της σαρακατσιάνικης οικογένειας, που φορτώνονταν ,στα ζώα και μεταφέρονταν από τόπο σε τόπο επάνω στα σαμαρωμένα ζώα.
Πιθανή προέλευση από το«σάγη» ή «σαγη»= (πλην άλλων) οικοσκευή, έπιπλα, σκεύη ή από το αρχαίο ελληνικό «σάγμα» που πλην άλλων σημαίνει και «στοίβα»,«σωρός πραγμάτων».
Είναι πολύ πιθανή η εξέλιξη της λέξης«σαγη -αί»ή «σάγη - σάγαι» σε «σάγια» και «σαίια» =οικοσκευή που μεταφέρεται στα σαμάρια.
«Σάισμα» και «σάγισμα» = σκέπασμα ίππου, σκέπασμα, χονδρό ύφασμα για σκέπασμα ή στρώσιμο.
Πιθανή προέλευση του από το «σάττω» = σαμαρώνω, φορτώνω, αρματώνω.
Από το «σάττω» παράγονται οι λέξεις: «σάγμα -τος» = σέλλα, σαμάρι και «σαγη» = σάγμα, «ιπποσκευή» (τα χάμουρα), οικοσκευή, έπιπλα, σκεύη, αποσκευαί.
«Σάκιασμα» = η τοποθέτηση των μεταφερομένων πραγμάτων (ενδυμάτων, σκεπασμάτων κ.λπ.) μέσα σε σάκους για να φορτωθούν στα ζώα και να μεταφερθούν.
Από το «σάκκος» = τρίχινο χονδρό ύφασμα.
«Σαλαγάω» = κινώ με φωνές και σφυρίγματα τα πρόβατα.
Από το «σαλαγώ» = πατάσσω, κροτώ, ηχώ, βουίζω, από το οποίο παράγεται και η λέξη «σαλάγη ή σαλαγή» = θόρυβος, κραυγή, βοή.
Σχετικό είναι και το ρήμα «σαλαίζω» = κραυγάζω θρηνωδώς.
"Σάλλωμα": Κλαδιά ή δέσμες χόρτων ή φυτών (βρίζα, σιτάρι, κριθάρι) με τα οποία σκεπάζεται ο ξύλινος σκελετός του καλυβιού ή του μαντριού. Το σάλλωμα δένεται επάνω στα ξύλα και εμποδίζει τον αέρα ή τη βροχή να εισέρχεται στο εσωτερικό του καλυβιού κ.λ.π.
Κατά τον Ν. Ανδριώτη από το αρχ. "θάλλω"= φυλορροώ, είμαι γεμάτος φύλλα, που έγινε "σάλλω". Το "θάλλω" προέρχεται από το Ομ. ουσιαστικό "θαλάς" που σημαίνει βλαστός, κλάδος, κλωνάρι (Χ 87, Ζ 157).
«Σαμάρι» = γνωστή η σημασία του.
Από το «σάγμα» = επικάλυμμα ασπίδας, «σαμάρι» προς φόρτωση πραγμάτων, σωρός πραγμάτων. Και εκείνο από το «σάττω» = φορτώνω. Σχετικό είναι και το «σαγμάτιον» — ίππος προς φόρτωση ή φορτωμένος.
«Σαμαροσκούτι» = χοντρό ύφασμα, υφαμένο στον αργαλειό, που χρησίμευε κατά την κατασκευή του σαμαριού δηλαδή ήταν η επένδυση του ξύλινου σκελετού του σαμαριού που γέμιζε με χόρτα ή μαλλιά για να είναι μαλακό και να μην πληγώνεται το σώμα του ζώου.
Από το «σάγμα» - «σάττω» (ιδέ λέξη «σαμάρι») και το ομηρικό «σκυτος» - «σκυτόω -ώ» (ιδέ λέξη «.Σ'κτίά»). (Ν. Ανδρ. ένθ. ανωτ. σελ. 316). 404. «Σάματις» (σύνδεσμος) = σάμπως.
Κατά τον Ν. Ανδριώτ. (ένθ. ανωτ. σελ. 316) από το «ως» και «άματι», που παράγεται από το «άμα» και το «οτί» (ιδέ και Σ. Ψάλτ. Αθηνά 28 Λ Α 47 κ.εξ.).
"Σάματις": Σάμπως, σάν.
Από το "ώς" και το "άμα" και το "ότι", που γίνονται "άματι" (άμα + ότι) (Στ. Ψάλτης στην Αθηνά 28 ΛΑ 47 και εξ).
"Σαπιοκοιλιά"=Υποτιμητική λέξη για τον ανίκανο, τον άχρηστο άνθρωπο, εκείνον που έχει διογκωμένη κοιλιά που του είναι άχρηστη.
Από το αρχ.-ελλ. "σήπομαι" αόριστος "εσάπην" = γίνομαι σάπιος, φθείρομαι, καταστρέφομαι και το αρχ.-ελλ. "κοίλος" = ο καμπυλοειδής, από το οποίο προέρχεται η λέξη "κοιλία" (Γ. Μπαμπ. σελ. 914).
Αγαπημένη βρυσιά του Καραϊσκάκη για τους άχρηστους ανθρώπους.
"Σάρα": Τμήμα επικλινούς εδάφους με μεγάλη κλίση, του οποίου η επιφάνεια που έχει χορτάρια, αποκόπηκε από το υπόλοιπο έδαφος, γλύστρησε προς τα κάτω και έμεινε η χωματένια πλαγιά γυμνή, σαρωμένη από τα χόρτα και τις ρίζες τους.
Πιθανή προέλευση από το ρήμα "σαρόω,-ώ"= σκουπίζω, σαρώνω, καθαρίζω. (Ιδε λέξη).
"Σαρκερά": Ζώα μεγάλης σωματικής αντοχής, ζώα με σκληρή, ανθεκτική στις κακουχίες σάρκα. Από το αρχ.-ελλ. "σάρξ -σαρκός" και τη συνηθισμένη κα-τάληξη - ερός (Ιλ. Θ. 380, Ν. 832, Οδ. I. 293).
«Σαρμανίτσα» = ξύλινο μικρό κρεβατάκι προς φύλαξη και κούνημα του μωρού.
Την ίδια ακριβώς εργασία έκανε και το σαμάρι ανάσκελα. Ο γράφων έχει προσωπική γνώμη αφού κουνήθηκε και κοιμήθηκε σ' ανάσκελο σαμάρι. Οι Σαρακατσιάνοι κατά κανόνα χρησιμοποιούσαν το «σαμάρι» ως σαρμανίτσα σε ύπτια θέση και αυτό γιατί οι συχνές μετακινήσεις τους και η μεταφορά μαζί όλης της οικοσκευής ήταν πρόβλημα μεγάλο.
Σε μερικά μέρη της Ελλάδος τη «σαρμανίτσα» τη λένε «σαμαρίτσα».Πιθανή προέλευση της από το «σαμάρι» και εκείνο όπως αναφέρεται πιο πάνω.
"Σαρώνω": Σκουπίζω, καθαρίζω το σπίτι, την αυλή, το δρόμο.
Το αρχ.-ελλ. "σαροω,-ώ" και "σαίρω" = σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω την οικίαν (Ευάγγ. κ. Λουκάν ΙΕ 8, Αρτεμίδ. 2,33 - Ευαγγ. κ. Ματθαίον ΙΒ' κ.επ.).
"Σάψαλο": Ο καχεκτικός, ο σάπιος, ο ετοιμόρροπος άνθρωπος, ο πολύ ασθενικός και αδύνατος. Από το αρχ.-ελλ. "σήψις": ζύμωσις, σάπισμα, σαπήλα, φθορά. Δωρικός τύπος "σάψις", από το οποίο παράγεται το επίθετο "σηψαλός" και το καταληκτικό επίθημα -αλος. (Γ. Μπαμπινιώτης ενθ. ανωτ. σελ. 318) και (Τίμ. Λοκρ. 102C, Αριστ. Π. τα Ζ Ιστ. 6.15,4).
«Σβώλος» = σφαιρικό κομμάτι τυριού μέσα στο τουλούμι που δεν έγινε πολτός.
Από το ομηρικό «βώλος» = σβώλος χώματος, τεμάχιο γης, όγκος παντός πράγματος.
«Σείομαι» = κινούμαι, μετακινούμαι.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Τι σειόσαι τόσο πολύ».
Από το ομηρικό «σείω -ομαι» = κινώ εδώ και εκεί, κινούμαι, κραδαίνομαι.
«Σερκολίβαδο» = το τμήμα του λιβαδιού, το οποίο προοριζόταν για βοσκή για τις γεννημένες προβατίνες που γέννησαν αρσενικά αρνιά. Ήταν το παχύτερο σε χόρτο από όλο το λιβάδι, για να μεγαλώσουν γρήγορα τα αρσενικά αρνιά και να βαρύνουν περισσότερο.
Από το ομηρικό «άρσην -εν» = «αρσενικός» (Η, 313. Θ, 7. Ψ, 377) και «λειβάδιον» (ιδέ λέξη αρνολίβαδο).
α) «Σημαδεύω», β) «Σημαδεμένο», γ) «Ασήμαδο», δ) «Παρασήμαδο» = α) κάνω σημάδι στο πρόβατο για να το γνωρίζω, β) το φέρον το σημάδι, γ) το μη φέρον σημάδι, δ) το φέρον παραποιημένο σημάδι.
Από το ομηρικό «σήμα -ατος» = σημείον, τεκμήριον, απόδειξις, «σημάδι», γνώρισμα, χαρακτηριστικόν (Β, 353. Η, 88. Κ, 166).
Κατά τον Ευστάθιον Παρεκβ. Ομ. σελ. 1675, 44 από το «σήμα» παρήχθη το υποκοριστικό «σημάτων» (κατά το γράμ-μα-γραμμάτιον), το οποίο (κατά το χείμα-χειμώνα) μετεβλήθη σε «σημάδων».
"Σήτα" = κόσκινο, πλέγμα από λεπτές ίνες μεταλλικές ή και νημάτινες.
Από το αρχ.-ελλ. ρήμα "σήθω"= κοσκινίζω (C. Rohefs, Griech. Unterif 148 - Ν. Ανδρ. 321 και Γ. Μπαμπ. 1607).
«Σιαμπροστά» = προς τα μπροστά. Πορεία προς τα εμπρός. Οι γριές - γέροντες και τα παιδά έφευγαν κάθε πρωί 2-3 ώρες γρηγορότερα από το «καραβάνι», που μετέφερε τις οικογένειες με όλα τα υπάρχοντα τους, για να εξοικονομήσουν χρόνο και να πλησιάσουν τον τόπο που θα έμεναν για να πε-ράσουν το βράδυ. Τη διαδικασία αυτή την έλεγαν «σιαμπρο¬στά». Από τα ομηρικά «εις» και το «έμπροσθεν».
"Σιαδώθε": Πρός τα εδώ, πρός το μέρος μου. Σύνθετη λέξη από το αρχ.-ελλ. "ες", το επίρρημα "εδώ", προερχόμενο από το αρχ.-ελλ. "ώδε" και το -θεν, που είναι δηλωτικό προέλευσης (Γ. Μπαμπ. σελ. 555). Το "ες-δώθεν" χάριν ευφωνίας οι Σαρ. το προσφέρουν "σιαδώθε".
"Σιακάτ(ω): Πρός τα κάτω, πρός τα χαμηλότερα μέρη από το σημείο στο οποίο βρίσκεται κανένας. Από την αρχ.-ελλ. Πρόθεση "ες" και το τοπικό επίρρημα "κάτω". Και το "εςκάτω" προφέρεται "σιακάτω"απο τους Σαρ.
"Σιακείθε": Πρός τα εκεί, πρός εκείνο το μέρος. Από το αρχ.-ελλ. "ες", το αρχ.-ελλ. "εκεί" και το επίθημα δηλωτικό προέλευσης -θεν. (Γ. Μπαμπ. σελ. 574). Το ες εκείθεν οι Σαρ. χάριν ευφωνίας το προφέρουν "σιακείθε".
"Σιαπάν(ω)": Επάνω στα βουνά, πάνω στο ύψωμα, πρός τα πάνω.
Από την αρχ.-ελλ. "ες", την πρόθεση "επί" και το επίρρημα "άνω". (Γ. Μπαμπ. σελ. 646). Το ες επάνω οι Σαρ. το προφέρουν χάριν ευφωνίας "σιαπάνω".
"Σιαπέρα": Πρός τα πέρα, δηλωτικό πορείας πρός κά¬ποια τοποθεσία, που βρίσκεται πέρα από τον τόπο που στέκεται κάποιος.
Από το αρχ.-ελλ. "ες" και το αρχ.ελλ. "πέραν". Το ες-πέ-ρας στους Σαρ. γίνεται "σιαπέρα".
«Σιαπού» = προς τα πού, πού, σε ποιο μέρος.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Σιαπού θα λημεριάσουμε».
Από τα ομηρικά «ες» και «πού», ή «ε;ς» και «πού» ή «ποίος -ον».
«Σιδηροχόρτι» = είδος σκληρού χορταριού.
Από τα ομηρικά «σίδηρος» και «χόρτον».
«Σ'μά»(σιμά) = κοντά, πλησίον.
Από το «σιμός -ή, -όν» = κοντομύτης, ο έχων την ρίνα σι-μήν (Κοραής εις Ηλιοδ. σελ. 113).
«Σιμώνω» = πλησιάζω, ολιγοστεύω την απόσταση που με χωρίζει από κάποιον ή από κάτι, φθάνω πιο κοντά.
Από το «σιμόω -ώ» = κάμπτω προς τα άνω, ποιώ την ρί να σιμήν, την «ζαρώνω», από το οποίο ρήμα παράγεται το επί¬θετο «σιμός -ότερος» = κοντομύτης και το επίρρημα «σιμά» = κοντά (ιδέ Κοραής εις Ηλιόδ. σελ. 113).
«Σ(ι)νί» = το μεγάλο ταψί που στρώνονται οι πίτες, το οποίο όμως εχρησιμοποιείτο και κατά το λίχνισμα του αλωνιζόμενου σιταριού ή του κομμένου σιταριού για να φύγουν τα άγανα και να μείνουν οι κομμένοι κόκκοι που θα έκαναν τον τραχανά.
Από το αρχαίο ελληνικό «σινίον» = κόσκινον ή το ρήμα «σί-νίάζω» = κοσκινίζω, ριπίζω, λικνίζω, ανεμίζω.
"Σιουγκράω" ή "σιουγκρίζω": Αγγίζω κάποιον με νόημα, τον ειδοποιώ αγγίζοντας τον.
Πιθανή προέλευση του από την πρόθεση "συν" και το αρχ.-ελλ. "κροϋω,-ομαι". (Σοφ. Αποσπ. 938, Ευριπ. Απο-σπ 779.6, App. Αν. 7.1, Ευρ. Ικέτ. 720).
"Σιουράω"= σφυρίζω με το στόμα συνήθως.
Από το αρχ.-ελλ. "συρίζω" = σφυρίζω, που παράγεται
από το "σύριγξ- γγος". (Γ. Μπαμπ. σελ. 1 736).
Από το ομηρικό «συρίζω» = σφυρίζω, συρίζω.
«Σ(ι)χασιά» = βρωμιά που προκαλεί αηδία.
Από το «σικχός» = ο «σιχασιάρης», ο σιχαινόμενος, ο ρέπων εις ναυτίαν, ο μη ευκόλως ευχαριστούμενος, δύσκολος, δύστροπος, βδελυρός, σιχαμερός, αηδής.
Σχετικό και το «σικχαίνω -ομαι» = βδελύσομαι, σιχαίνομαι, αποστρέφομαι. Επίσης και η λέξη «σίκχος -έος» =βδέ-λυγμα.
«Σκανιάζω» = προκαλώ στενοχώρια σε κάποιον, τον σκάζω
Από το «σχάζω» = σχίζω, ανοίγω, αφήνω ελεύθερον, λύω, παραμελώ, εμποδίζω, σταματώ, παραδίδω, προδίδω.
Σχετικό και το ρήμα «σχάω» = σχάζω, αλλά και η λέξη το «σχάσμα» = εγκοπή, εντομή.
«Σκαντζλήθρα» = καιόμενη φλούδα ή μικροσκοπικό τεμάχιο σκελετού δένδρων, που εκτινάσσεται κατά το κάψιμο του στη φωτιά. Σκάζει το καιόμενο ξύλο και εκτινάσσεται.
Από το «σχάζω» = σχίζω, ανοίγω, κάμνω εγκοπήν, εντο μην, αφήνω ελεύθερο, λύω και την κατάληξη «-ήθρα», κατά το κηρός - κηρήθρα, δάκτυλος - δακτυλήθρα κ.λπ
«Σκαπετώ» = εξαφανίζομαι, κρύβομαι πίσω από τη ράχη
Γνωστή και η λέξη το «σκάπετο».
Από το ομηρικό «κάπετος» = τάφρος, χάνδαξ, λάκκος (Ο, 356. Σ, 564. Ω, 797), που εξελίχθηκε σε «σκάπετος» και εκείνο από το ρήμα «σκάπτω».
Αυτός που «σκαπετάει» δηλαδή που εξαφανίζεται πίσω από την κορυφή του βουνού, για κείνον που τον παρακολουθεί, δίδει την εντύπωση ότι χάνεται μέσα σε μία τάφρο, οπή, αυλάκι.
α) «Σκαρίζω», β) «σκάρος» = σηκώνω, ξυπνώ και βγάζω τα πρόβατα για βοσκή. Μεταμεσονύκτια, νυχτερινή βοσκή των προβάτων.
Από το ομηρικό «σκαίρω» = πηδώ, σκιρτώ (Κ. Άμαντ. στο Λεξ. Αρχ. 5, 242), χορεύω (κ,412. Σ, 572).
«Σκάρφη» = φυτό, χορτάρι του οποίου η ρίζα χρησιμοποιείται για την ξήρανση των δένδρων, φυτών, χόρτων κ.λπ.
Από το ομηρικό «σκάρφη» = μέλος ελλέβορος παρά τω Δουκαγγίω (Λεξ. ί.-5. υπό τη λέξη «σκάρφη»).
«Σκαφίδα» = η σκάφη στην οποία ζυμώνεται το ψωμί.
Οι Σαρακατσιάνοι δεν την λένε «σκάφη» αλλά «σκαφίδα».
Από το «σκαφίς -ίδος» = λεκάνη, σκάφη υποκοριστικό του «σκάφη» = πράγμα εσκαμμένον και διακοιλανθέν (που έγινε κοίλο δηλ.), λεκάνη, κάδος, σκάφη ζυμωτική (ι, 223).
Στο Λεξικό των Liddel-Scott σημειώνεται: Η λέξις είναι γνωστή τω Ομήρω μόνον εν τω υποκοριστικώ τύπω «σκαφίς».
«Σκέλ’σμα» (σκέλισμα) = ο κοκαλιάρης, που φόβιζε γιατί έμοιαζε σαν φάντασμα, ο σκελετωμένος, ο αδύνατος, ο κακός.
Το αντικείμενο που προκαλεί φόβο, ο φόβιος άνθρωπος, ο δαίμονας, η μούμια, ο άνθρωπος στραβόξυλο, που εύχεσαι να μην τον συναντήσεις στο δρόμο σου.
Από το ρήμα "σκέλλω": ξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω, (Ιλ. Ψ. 191) και στον Αισχ. Πρ.481, από το οποίο παράγεται η λέξη "σκελετός" = το αποξηραμένο οστέινο μέρος του σώματος.
Από το ομηρικό «σκέλλω» = ξηραίνω, καταξηραίνω, στεγνώνω, είμαι στεγνός, εξ ου και το «σκελετός» = το αποξηραμένο σώμα, μούμια, το σύνολο των οστών (Ψ, 491).
"Σκέπη": Το αρχαίο "επιπλόον που σκεπάζει τα εντόσθια του ζώου, την κοιλιά κυρίως και τα έντερα, που βρίσκονται κάτω από το διάφραγμα.
Τη "σκέπη" οι Σαρ. την άπλωναν στην εξωτερική όψη του σφαγίου και κάλυπταν, σκέπαζαν όσο μέρος του έπιανε, για να μη καίγεται κατά το ψυσιμο στη σούβλα. Από το αρχ-ελλ. "σκέπη" (Ν. Ανδρ. 326).
"Σκηνίτης" = Ο ζών σε σκηνή. Οι Σαρακατσιάνοι και σή¬μερα ακόμα λέγονται σκηνίτες και αυτό γιατί και το καλοκαίρι και το χειμώνα ζούσαν σε σκηνές που έστηναν οι ίδιοι. Το "νομάδες σκηνίτες" και το "νομάδες ή σκηνίτες ποιμένες" είναι παλαιότερες ονομασίες τους και από το Σαρακατσιάνοι η Σαρακατσιαναίοι. Και μάλιστα αυτές τις ονομασίες τις προτιμούσαν οι Σαρακατσιάνοι. Από το αρχ.-ελλ. "σκιά" και το φωνητικό επίθημα -νή, που σχημάτισαν την επίσης αρχαία λέξη "σκηνή" (Γ. Μπαμπ. 1626 και 1625 και Ν. Ανδρ. 326).
"Σκιαζουρης": Ο φοβιτσιάρης, αυτός που φοβάται πολύ, αυτός που φοβάται και τη σκιά του. Από το αρχ.-ελλ. "σκιά"> σκιάζω και σκιάζομαι = φοβίζω, φοβούμαι (Ν. Ανδρ. 327, Γ. Μπαμπ.1627).
"Σκιάζω" = φοβερίζω, τρομάζω κάποιον.
Από την αρχ.-ελλ. "σκιά" παράγεται το αρχ.-ελλ. "σκιάζω"= φοβίζω, τρομάζω κάποιον.
Έχει μεγάλη σημασία η παρατήρηση του Γ. Μπαμπ. σελ.
1627 κατά την οποία στον Όμηρο η λέξη σκιά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις ψυχές των νεκρών καθώς και την απειλή του ίδιου του θανάτου.
"Σκίζα"= Κομμάτι ξύλου, αποσπασμένο ακανόνιστα από τον κορμό ενός δένδρου ή χονδρού κλαδιού. Η αλλοιώς ονομαζόμενη "πελεκούδα" γιατί ήταν προϊόν χτυπήματος του δένδρου με τσεκούρι δηλ. πέλεκυ. Με τις "σχίζες" από τα πεύκα και τις οξυές κυρίως οι Σαρακατσιάνοι σκέπαζαν, κάλυπταν τη στέγη των διπλών καλυβιών τους. Από το αρχ.ελλ. ρήμα "σχίζω"= κόβω ένα αντικείμενο σε δύο ή περισσότερα κομμάτια (Γ. Μπαμπ. 1746 Ν. Ανδρ. 327).
"Σκλαβάκια": Είδος ομαδικού παιδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο όποιο παιδί συλλαμβανόταν στο κυνηγητό από την αντίπαλη ομάδα έμεινε σκλάβος της και εξουδετερωνόταν από το παιχνίδι.
Από το μσνκ "σκλάβος" = αιχμάλωτος, δούλος ήδη από τον 8ο αιώνα. (Κ. Αμαντος Γλωσσολ. Μελετ. 352 κ.εξ., 512 Δ. Γεωργακάς Byz. Zeit. 41, 374 κ.εξ. και Μ. Τριαντάφυλλου Απαντα 1, 378 - Ν. Ανδριώτης 1992 σελ. 327).
«Σκλήθρος» = μικρό δένδρο του οποίου τα φύλλα ή τον φλοιό τα χρησιμοποιούσαν οι Σαρακατσιάνοι κατά το βάψιμο των μάλλινων μαύρων.
Από το ομηρικό «κλήθρη» (η) = σκλήθρος, κλήθρι (Οδ. ε, 64. 239), που εξελίχθηκε στο «σκλήθρα» ή «σκλήθρη» (Ιων.) = είδος δένδρου παρυδάτιου, όπερ νυν καλείται «σκλήθρος» ή «κλε'φα».
«(Σ)κληρίζω» και «(σ)κλήρος» = λαχνίζω, κληρώνω, λαχνός, κλήρος.
Προφανής η προέλευση του από το. αρχαίο ελληνικό «κλη-ρόω -ώ» και «κλήρος».
«Σ'κτιά» (σκουτιά) = μάλλινα ρούχα, φορέματα.
Από το ομηρικό «σκυτος» = πετσί, δέρμα κατεργασμένο, ιμάς (ξ, 34 κ. επ.), και το ρήμα «σκυτόω -ώ» = «πετσώ-νω», καλύπτω ή προφυλάσσω με δέρμα. Είναι όμως πιθανή η προέλευση της λέξης «σκτιά» ή «σκουτιά» κατά την προσωπική μου γνώμη και από το «σκότιος, α, ©ν» = σκοτεινός, μυστικός και επί πραγμάτων σκοτεινός, μαύρος. Είναι γνωστό ότι οι Σαρακατσιάνοι φορούσαν μαύρα ρούχα.
Δεν είναι απίθανο λέγοντας «σκτιά» να εννοούσαν τα μαύρα ρούχα τους, τα οποία ήταν και ο κανόνας γιατί και τα πρόβατα τους ήταν όλα σχεδόν μαύρα.
«Σκουντουφλάω», «σκουντουφλιάρης» - σκοντάφτω σαν να είμαι τυφλός, αυτός που σκοντάφτει συχνά, αυτός που σκοντάφτει σαν να περπατά στο σκοτάδι.
Από τα ομηρικά «σκότος» και «τυφλός» ή από το σκοντάπτω = περπατώντας χτυπάω κάπου το πόδι μου και χά¬νω τον βηματισμό μου, που παράγεται από τα επίσης ομηρι¬κά «κοντός» και «άπτω» και το «τυφλός». Μεσαιωνικό: «σκόντουφλον» (Γ. Χατζ. Αθ. 29, 216 και ΜΝΕ Β, 285).
«Σκυλεύομαι» = επί σκύλων η σεξουαλική τους επαφή. Από το ομηρικό «σκύλχς' -ακος» = σκύλλος, κύων νεογέννητος, κουτάβι, από το οποίο προέρχεται το «σκύλος» ή το «σκυλεύω -ομαι» = αφαιρώ τα όπλα από τον νεκρό, ασχημονώ αφαιρώντας και τα ενδύματα (ι, 289. μ, 86. υ, 14).
«Σκυλόψωμα» = το ψωμί των σκύλων, που παρασκευαζόταν από πίτυρα σε στρόγγυλα κομμάτια 200 περίπου γραμμαρίων και ψηνόταν στη γάστρα ή στο φούρνο. Στον κάθε σκύλο έδιναν δύο κομμάτια την ημέρα.
Από τα ομηρικά «σκάλας"», από το οποίο προέρχεται το «σκύλλος» και «ψωμάς», που έγινε «ψωμίον».
Τα κομμάτια του «σκυλοψώματος» λέγονταν και «γκομοάλια».
"Σκυτάλη"= Το ξύλο επάνω στο οποίο χάραζαν διάφορες σημειώσεις οι αγράμματοι για να τις θυμούνται. Το ξύλο αυτό λεγόταν και τσέτ(ου)λα.
Αγγ. Χατζημιχάλη τόμ. Α τεύχ. Β σελ. 20 (Σκυτάλη λέγανε και οι αρχαίοι τα ξύλα στα οποία χάραζαν διάφορες σημειώσεις -σημ. 2. Από το αρχ. "σκότος" που προήλθε το σκυτάλη, που χρησιμοποιείται και στη σκυταλοδρομία. Γ. Μπαμπ. 1636. Κατά Ν. Ανδρ. από την αρχ. σκυτάλη σελ. 330).
"Σμίχτες" = Οι συνεταίροι του τσέλιγκα στο τσελιγκάτο. Οι ιδιοκτήτες ποιμνίων που τα "έσμιγαν" με τα ζώα του τσέλιγκα και των οικείων του και τα φύλαγαν και τα εκμεταλλεύονταν μαζί. Οι ξένοι κυρίως οι οποίοι «έσμιγαν» τα πρόβατα τους με τα κοπάδια της οικο¬γενείας του τσέλιγκα και έβοσκαν στο ίδιο λιβάδι.
Προέρχεται από το αρχ.-ελλ. ρήμα "συμμείγνυμι" και "συμμειγνύω", από τα οποία παράγεται το ουσιαστ. "συμμιγής" και το ουσιαστ. "σμιγός". Υποστηρίζεται όμως και η άποψη ότι το νεοελληνικό ρήμα σμίγω προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "μίσγω" που με αντιμετάθεση γίνεται σμίγω = αναμειγνύω, ενώνω, ανακατώνω (Γ. Μπαμπ. σελ. 1638).
Από το ομηρικό «μίγνυμι» = αναμειγνύω ενώνω, ανακατώνω, (κ, 365. Γ, 270), σμίγω (Φ, 143. Ω, 91).
"Σ'μάδα" (σημάδα) = Λιθάρι επίπεδο διαστάσεων μία-δύο ανθρώπινες παλάμες, που εχρησιμοποιείτο στα παιχνίδι "τα φίτσια".
Το λεγόμενο σήμερα "αμάδα". Οι Σαρ. δεν χρησιμοποιούν ποτέ αυτή τη λέξη. Αντίθετα την "αμάδα" την λένε "σ'μάδα" δηλ. "σημάδα".
Από το αρχ.-ελλ. "σήματος" του οποίου υποκοριστικό είναι το "σημάδι" και από το οποίο παράγεται και το ρή¬μα "σημαδεύω", γνωστής έννοιας. Με τη "σ'μάδα" ο Σαρ. σημάδευε τα φίτσια (Ν. Ανδρ. σελ. 321, Γ. Μπαμπ.1603).
"Σουμπολιάζω": Συνδέω, ενώνω λέξεις για να χαρακτηρίσω κάποιον ή κάτι, κάνω κουτσομπολιό. Σύνθετη λέξη πιθανότατα παραγόμενη από την πρόθεση "συν" και το ρήμα "εμβολιάζω", τα οποία εξελίσσονται στο "κουτσομπολιάζω"= (κόφτω και μπολιάζω, συρράφτω) Μ. Φιλήντ Γλωσσογν. 1,15 κ.εξ. Σχετικές είναι
και οι λέξεις "εμβολάς, -άδος" = εμβολια¬σμένη (Αριστ. Αποσπ. 251, Πλούτ. 2.640 Β) και "εμβολή" = τοποθέτηση, εισόρμησις, επίθεσις πλοίου (Πλάτ. Κράτ. 437 Α).
"Σουρταριάζω": Ωθώ να ξεκινήσει να κινηθεί, να συρθεί το κοπάδι πρός μία κατεύθυνση σχηματίζοντας μιά κινού¬μενη ομάδα και ακολουθώντας το ένα πρόβατο το προηγούμενο του.
Πιθανόν από το αρχ.-ελλ. ρήμα "συρω", που εξελίχθηκε σε σύρνω και σε σούρνω και την κατάληξη -ιάζω.
«Σούφρος» = σε μία σαρακατσιάνικη φράση για κείνον που έτρωγε πολύ βιαστικά ζεστό το φαγητό του λέγεται : «Απ' το χούχλο και στο σούφρο», δηλαδή από την κατσαρόλα που βράζει κοχλάζοντας το φαγητό και είναι πολύ ζεστό και στο ρούφημα του αμέσως.
Το «χούχλος» είναι ο θόρυβος που κάνει το φαγητό που βράζει σε θερμοκρασία μεγάλη. Το «σούφρος» είναι το ρούφημα του καυτού φαγητού. Είναι γνωστό ότι κατά το ρούφημα τα χεί¬λη «σουφρώνουν», και ομοιάζουν με τον ανθρώπινο «πρωκτό»
Το «χούχλος» παράγεται από το «κοχλάζω», το δε «σού¬φρος» πρέπει να έχει σχέση με το ρήμα «ροφέω -ώ» = ροφώ λαιμάργως, ροφώ, κενώ, αδειάζω, καταβροχθίζω, τρέφομαι δια ροφημάτων και τη λέξη «ρόφημα» = πυκνή και ρευστή τροφή η οποία ροφείται ως πυκνός πολτώδης ζωμός.
"Σπανό-α"= Τα γυμνά από δένδρα και θάμνους λειβάδια, αλλά και εκείνα που έχουν φτωχή, αραιή βλάστηση. Από το αρχ. "σπάνιος" = φτωχός, αραιός. (Γ. Μπαμπ. 1651 και Μ. Φιλήντ Γλωσσογν. 1,30 Ν. Ανδρ. 334).
«Σπάργανα» = κομμάτια υφάσματος με τα οποία τυλίγεται το μωρό και δένονται επάνω του με τη «φασκιά».
Από την ομηρική λέξη «σπάργανον» = σπάργανον, φασκιά, περιτύλιγμα βρεφών (Τ. Ερμ. 451, 237) που παράγεται από το ομηρικό ρήμα «σπάργω» = σπαργώνω, τυλίγω, περιτυλίσ¬σω (Υ. Απ. 121).
"Σπέρδουλος" = Ευκίνητος, γρήγορος στη σκέψη και στην ενέργεια, αυτός που είναι αετός στις ενέργειες του, που πετάει η σκέψη του.
Σαρ. φράση = "Πολύ σπέρδουλο είν' αυτό το πιδί". Πιθανή προέλευση του από το "σπέργουλος" = μικρόν πτηνόν στρουθίον, που έχει ως χαρακτηριστικό του τη συνεχή, νευρική κίνηση, "ορνιθάριον άγριον" κατά τον Ησύχ., πρβλ. Λοβεκ» Παθ. 24.
«Σπληνάντερο» = έδεσμα που παρασκευάζεται με το γέμισμα του χοντρού έντερου του ζώου από κομμάτια σπλήνας.
Από το «σπλην» = σπλήνα και το ομηρικό «έντερον», γνωστής έννοιας και τα δύο. (Γ. Χατζ. ΜΝΕ 2, 68).
«Σπερδούκλι» = είδος φυτού, που όταν ξηραίνεται ο κορμός του ύψους ενός περίπου μέτρου και πάχους ενός περίπου εκατοστ., χρησιμοποιείται για το στρώσιμο των μαντριών.
Είναι τα λεγόμενα «βούζια».
Από το ομηρικό «ασφοΒελός» (Ηρωδιαν. Α. σελ. 160, 24).
"Σπλόνος"= Ποώδες φυτό με πλατειά ασπροπράσινα χνουδωτά φύλλα που ξεκινούν από την βάση του ή από τον πολύ μικρό κορμό του.
Είναι ο αρχαίος φλόμος που λέγεται και σπλόνος "κατ' ανομοίωσιν, φ-μ = φ=ν", Γ. Χατζηδ. (ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ και ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ τόμ. Β σελ. 196).
«Σπολάτι» = ευχή, με την έννοια «μακάρι να ζήσεις πολλά έτη».
Από το «εις πολλά έτη».
"Σπρουχνη": Η στάχτη μαζί με αναμμένα κάρβουνα που μένει στη βάτρα μετά την ολοκλήρωση του καψίματος των ξύλων. Συνήθως την καυτή αυτή στάχτη την έσπρωχναν και τη συσσώρευαν σε μια γωνιά της βάτρας για να κρατήσει τη ζέστα της όσο μπορούσε περισσότερο. Πολλές φορές μάλιστα "έθαβαν" μέσα σ'αυτή μία ημίχοντρη μικρή ρίζα για να ανάψει σιγά-σιγά και να βρουν φωτιά το πρωί.
Πιθανή κατά τη γνώμη μου καταγωγή από το ρήμα "σπρώχνω", που κατά τον Α. Κορ. Ατ. 1,307 προέρχεται από το αρχαίο "προωθώ" με ανάπτυξη του προσθετικού σ . Κατά δέ τον Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ1, 158,291 και 2 238 από το "εισ-προωθώ", που καταλήγει σπρώχνω. Το αυτό και οι Ν. Ανδρ. σελ. 336 και Γ. Μπαμπ. σελ. 1661.
«Στάλος» = τόπος με σκιά, δένδρο σκιερό, στην οποία σκιά αναπαυόταν το κοπάδι κατά την μεσημβρία.
Όπου δεν υπάρχουν δένδρα στήνεται τεχνητός στάλος με πασσάλους που εμπηγνόονται στο έδαφος, συνδέονται μεταξύ τους με οριζόντια ξύλα σαν δίκτυα και επάνω σ' αυτά τοποθετούνται κλαδιά, θάμνοι, χόρτα για να κάνουν σκιά και να κοιμούνται τα πρόβατα υπό σκιάν τις μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού.
Είναι πιθανή η προέλευση του «στάλος» από το «στάλιζ -ικος» = πάσσαλος, εις ον δίκτυα προσδένονται (Liddl-Scott 2 σελ. 112).
Υπάρχει όμως και η γνώμη (Ησύχιος) ότι προέρχεται από το «στάλτη» = ταμείον πτηνών, ο στάλος.
«Στάνη» = Ο σαρακατσιάνικος οικισμός, δηλαδή το σύνολο των ανθρώπων, καλυβιών, μαντριών, ζώων του τσελιγκάτου, δηλαδή το μέρος που συγκεντρώνονταν και ζούσαν.
Από το ρήμα «ίστημι» και που έχει και τύπο «σταννύω».
Στον Όμηρο ο αόριστος απαντάται και ως «έσταν» και «σταν». Το «ίστημι» = βάζω να σταθεί, στήνω, τοποθετώ. Στον Όμηρο = τακτοποιώ, παρατάσσω ανθρώπους, σταματώ, ίσταμαι, στέκομαι.
Το σλαβικό «stan» έχει ληφθεί μάλλον από το αρχαίο ελληνικό «στανυω, ίστημι, έσταν - σταν».
Στους Σαρακατσιάνους είναι γνωστή και η λέξη «στανο-τόπι», δηλαδή τόπος καλός για εγκατάσταση «στάνης».
«Στανιό» = σαρακατσιάνικη ύβρις: «γαμώ το στανιό σου».
Από το μεσαιωνικό στανιό < στανέο < επίρρημα στανέως < σθενέως (Σ. Ξανθουδάκη Αθηνά 26 ΛΑ 176 κ.έξ. Γ. Χα-τζηδ. Αθηνά 30 ΛΑ 13) και από τη μετοχή (ι)στάμενος.
Κατά την προσωπική μου γνώμη η ύβρις για να μειώσει τον υβριζόμενο έπρεπε να αναφέρεται στο πρόσωπο του ή στο περιβάλλον του που ζούσε στη «στάντ;», από την οποία παράγεται το στανιό.
"Στατά- στατά": Επίρρημα που σημαίνει ότι κάποιος είναι όρθιος, έτοιμος, αποφασισμένος να αρχίσει τον καυγά. Εκείνος που στέκεται στα νύχια έτοιμος να ορμήσει εναντίον κάποιου άλλου και να αρπαχθεί. Σαρ. φράση: "Τον γλέπ'ς στατά-στατά στέκιτι να μαλώσι".
Από το επίθετο "στητός,- ή,- όν", που παράγεται από το ρήμα "στήνω" (από το θέμα στη- και την κατάληξη -τος) (Ν. Ανδριώτης ενθ. ανωτ. σελ. 340).
Εδώ πρέπει να παρατηρηθεί ότι το η στο στητός μετατρέπεται σε α (στατά) στη δωρική διάλεκτο. Το δέ ρήμα "στήνω", από το οποίο προέρχεται το "στη¬τός" - "στατός" παράγεται από το ρήμα "ίστημι".
«Στατέρι» = ζυγός, καντάρι.
Από το «στατήρ - έρος» = στατέρι, νόμισμα αργυρούν ή χρυσούν. Το «στατηρ» προέρχεται από το «ίστημι».
"Σταυραδερφός -ή, σταυρομάνα" = "Ο αδελφοποιτός, η αδελφοποιτή, η μάνα της ή του αδελφοποιτού. Είναι γνωστό το ελληνικότατο έθιμο της αδελφοποίίας. Το είχαν και οι Σαρακατσιάνοι. Από τις αρχ.-ελλ. λέξεις "σταυρός" και "αδελφός- ή -όν".
Η "σταυρομάνα" από το αρχ.-ελλ. "μάμμη" που εξελίχθηκε στο μσνκ σε "μάνα ή μάννα" = μητέρα. (Ν. Ανδρ. σελ. 198).
"Σταυρωμα"= Το σταυροειδές δέσιμο των ξύλων του σκελετού όλων των σαρακατσιάνικων κατασκευών (καλύβι, φριντζιάτο, λισιά, πλάτη κ.λ.π.).
Από το αρχ.-ελλ. "σταυρώ"= σταυρώνω, που παράγεται από τη λέξη σταυρός (Γ. Μπαμπ. 1667 και Ν. Ανδρ. 338).
"Σταφνίζω,-ομαι"- "Στάφνη": Τακτοποιώ, σταθμίζω, λαμβάνω προπετή θέση που δέν μου επιτρέπεται. Από το αρχ.-ελλ. "στάθμη", από το οποίο προέρχεται το ρήμα "σταθμίζω" = ζυγίζω (Αθηνά 5, 1912 Τόμος 24) = το σχοινίον του τέκτονος ή κανών, με το οποίο μετρούν ή σημαδεύουν οι κτίσται και ξυλουργοί, "στάφνη" (Οδ. Ε 245, Ρ. 341, Φ. 44, Ψ. 197, Ιλ. Ο. 450).
«Σταχτόκλουρα» = κουλούρα από ζυμάρι και τυρί που ψήνεται στη βάτρα σκεπαζόμενη με την καυτή στάχτη.
Από το «άτακτος» = ο αποστάζων, ο σταλάζων, ο βραδέως εκρέων κατά σταγόνας και το «στακτη» = άλμη, κονία, ασβε-στόνερο και το «στακτά» = αγγεία χρήσιμα προς διήθηση, διϋ-λιστικά (Ησύχιος - Γεωπ. 7.12, 20 - 46.5 και 6.7, 1), από τα οποία προέρχεται και το επίθετο «στακτώδης -ες» = ο έχων το χρώμα τέφρας, τεφρόχρους (Σχολ. εις Οππ. Αλ. 1, 214) και το «κολλύριον», υποκοριστικόν του «κολλύρα» = κουλούρα.
«Στέρφα» = η προβατίνα ή η γίδα που δεν γεννά, είναι δηλαδή στείρα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Φυλάει τα στέρφα», «σφάξαμε και ψήσαμε μια στέρφα πρατίνα».
Οι Σαρακατσιάνοι τα στείρα πρόβατα, γίδια κ.λπ. τα απο-καλούσαν «στέρφα». Από το ομηρικό «στείρη» = άκαρπος, άγονος, στείρα, στέρφα (Οδ. κ, 522. λ, 30. υ, 186), από το οποίο παράγεται το «στέριφος -ψ> = στέρφα, στείρα μη τεκούσα μηδέ τίκτουσα, άγονος, άκαρπος, στερεά, σταθερή (I. Πανταζ. ένθ. ανωτ.).
"Στερφοβάτανο" = Βότανο που εξασφάλιζε τη στειρότητα της γυναίκας, του θυληκού ζώου. Από τα αρχ.-ελλ. "στέρφος-η-ο", που προήλθε από το "στέριφος"και εκείνο από το "στείρος" και το "βοτάνη" = βότανο ή βοτάνι που είναι το υποκοριστικό του. (Ν. Ανδρ. σελ. 56 και Γ. Μπαμπ. σελ. 1673 και 1669).
«Στεφάνια» = ξύλινα στεφάνια που περιέβαλλαν το λαιμό του πρόβατου ή του γιδιού και στα οποία προσδένονταν τα κουδούνια και τα «κυπριά».
Από το ομηρικό «στεφάνη» = καθετί που περιβάλλει την κεφαλή, στέμμα, διάδημα, γύρος, στεφάνι (Η, 12. Κ, 30. Λ, 96. Σ, 597).
«Στομώνω» = γυρίζω πίσω ή οδηγώ εκεί που θέλω το στόμα, την αρχή του κοπαδιού, δηλαδή τα προηγούμενα πρώτα πρόβατα, την μπροσνέλα, που βαδίζουν βόσκοντα προς άλλη κατεύθυνση εκείνης που επιθυμώ.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Πηγαίνουν στα σπαρμένα, στό-μοσ' τα».
Από το «στομόω -ώ» = κλείω το στόμα, φιμώνω, εμ-φράττω.
"Στουμπάω": Συνθλίβω ένα στερεό πράγμα, τοποθετώντας το επάνω σε μια στερεά βάση (π.χ. κούτσουρο, αμό¬νι) και χτυπώντας το με ένα στερεό αντικείμενο (πέτρα κ.λ.π.). Κατά τη σύνθλιψη παράγεται κρότος, δυνατός ήχος, που οι Σαρ. τον λένε "γδούπο" (Ιδε α' έκδοση σελ.150).
Πιθανή προέλευση του από το ρήμα "δουπέω,-ώ" = βροντώ, κάμνω κρότον, χτυπώ δυνατά, από το οποίο παράγε¬ται το ουσιαστικό "δούπος" = πας βαρύς, υπόκωφος ήχος, που εξελίχθηκε σε "γδούπος" και "στούμπος"(Ιλ. Λ. 45, Δ 504, Ιλ. Λ. 364, Π. 361).
«Στουρνάρι» = πυρόλιθος τον οποίον κτυπούν με τον πρυόβολο και ανάβουν την ίσκα από τις σπίθες που βγάζει.
Πιθανή προέλευση από το ρήμα «στόρνυμι ή στορέννυμι» — μεσαιωνική φράση στόρνυμαι» = εξομαλύνω, επιπεδώνω, εξαπλώνω ομαλώς, στρώνω κλίνην. Από αυτό παράγεται και το «στορύνη» = ιατρικό χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή.
Από το ρήμα αυτό παράγεται το «στορεός -έως» = η κατωτέρα εκ δύο υλών δια της τριβής των οποίων παράγεται πυρ.
Κατά τον Ν. Ανδριώτη από το μεσαιωνικό «στορώνη» που έχει υποκοριστικό το «στορωνάριον».
«Στούμπος» = ξύλινο, σιδερένιο ή πέτρινο εργαλείο με το οποίο συνθλίβονται άλλα αντικείμενα. Κατά τη συντριβή, τη σύνθλιψη τους, γίνεται μεγάλος θόρυβος, ασυνήθιστος κρότος.
Oι Σαρακατσιάνοι αυτόν τον θόρυβον τον λένε και «γδούπο».
Από το «δούπος» = κρότος, βαρύς ήχος, υπόκωφος ήχος και το ρήμα «δουπεω -ώ» = βροντώ, κάμνω κρότον, πίπτω, εκβάλλω βαρύν ήχον πίπτων, κτυπώ δυνατά. Υποστηρίζεται η άποψη ότι το «δούπος» εξελίχθηκε σε «σδούπος» και εκείνο σε «στούμπος» (Ευάγ. Μπόγκας).
"Στριβάδι": Χορτάρι πόα κατάλληλο για βοσκή από μεγάλα κυρίως ζώα.
Από το αρχ.-ελλ. "στοιβή" (Ιπποκτ. Γυναικ. 2,186 - Θεό-φρ. Περί φυτών Ιστορία 6,1,3 - Διοσκορίδης Περί ύλης ιατρικής 4,12) = θαμνώδες φυτόν (Θεοφρ., π. Φυτ. Ιστ. 6.1,3). Το στοιβή εξελίχθηκε σε "στοιβάδιον" και σε "στροιβάδιον".
«Στριφτόπιτα» = είδος πίτας χωρίς πέτουρα. Κομμάτια ζυμαριού που τα απλώνουν στο ταψί, βάζουν βούτυρο και τυρί ανάμεσα τους, και στη συνέχεια τα «στρίβουν» όλα μαζί και τα απλώνουν σ' όλο το ταψί.
Από το ομηρικό «στζεπτός -ή -ον» = συνεστραμμένος, εύκαμπτος, ευκόλως στρεφόμενος και τη λέξη «πίττη», «πίττα» (Ευστάθ. Παρεκβ. Ομήρ. σελ. 633, 20).
"Στριχιάζω": Φυλάγομαι από βροχή ή κρύο αέρα κάτω
από κάποια αστρέχα ή κοντά σε κάποιο τοίχο.
Κατά το Ν. Ανδριώτη (1992 σελ.41) πιθανή προέλευση από το ουσιαστικό "αστρέχα" ή "αστράχα", που πρέπει
να προέρχεται από το "όστρακον" (Ομ.Υ μν. είς Ερμ. 33, Θεόκρ. 9.25, Αριστ. π. Τά Ζ. Ιστ. 4.4.1). Κατά τον Ν. Meyer από το σλαβ. Streha (NS 2,13).
"Στροφιώμαι": Έχω κοιλόπονο, κυρίως επί ζώων, που αντιδρούν στον πόνο της κοιλιάς περιστρεφόμενα γύρω από τον εαυτό τους, ξαπλώνοντας και κυλιόμενα στο έδαφος ή στριφογυρίζοντας ή τινάζοντας απότομα το σώμα τους ή τρεμουλιάζοντας.
Από το αρχ.- ελλ. "στροφόομαι"= έχω κοιλόπονον (Διοσκ. 1,30 App. Επίκτ. 4,9,4). Το "στροφόομαι" απαντάται και ως "στροφέω,-ώ" και στροφέομαι, -ούμαι. (Αριστοφ. Ειρήνη 175).-
"Στρώματα": Στρωσίδια, μάλλινα συνήθως υφάσματα, τα οποία στρωνόταν στο έδαφος για να κοιμηθούν ή να καθίσουν πάνω σαυτά οι άνθρωποι και να προστατευθούν από το κρύο και την υγρασία. Στρώματα έλεγαν οι Σαρακατσιαναίοι και τα χόρτα με τα οποία έστρωναν τα μανδριά για να κοιμούνται στεγνά και ζεστά τα ζώα. Είναι το αρχ.-ελλ. "στρώματα" (Ιδε Αριστοφ. Βάτραχοι στ. 165 - "Σύ δέ τα στρώματα αύθις λάμβανε - και στ. 549 - εν γάρ Μιλήτω η των στρωμάτων εργασία").
"Στύφακας"= ο πολύ ξηρός, ο πολύ στεγνός, ο πολύ στυφός και ξυνός.
Από το αρχ.-ελλ. ρήμα "στύφω" = ξεραίνω τη στοματική κοιλότητα, από το οποίο παράγεται η λέξη "στύψις" = για τρόφιμα η ιδιότητα του στυφού, η συστολή του στοματικού βλενογόνου (Γ. Μπαμπ. σελ. 1690).
«Συβάσματα» ή «αρραβωνιάσματα» = το δόσιμο του λόγου ανάμεσα στους γονείς κυρίως των μελλονύμφων για τέλεση γάμου μεταξύ των τέκνων τους. Η υπόσχεση αυτή δημιουργούσε υποχρεώσεις. Η κόρη από τότε ήταν η «συβαστικιά» του γαμπρού. Των «συβασμάτων» προηγούνταν τα «ειδίσια». Τα «ειδίσια» ήταν η πρώτη γνωριμία της μέλλουσας νύφης. Αν άρεσε η νύφη στο γαμπρό ή στους οικείους του ακολουθούσαν αμέσως τα «κεράσματα», δηλαδή η ανταλλαγή δώρων και ακολουθούσαν τα «συβάσματα» που λέγονταν και «αρραβωνιάσματα» και λάμβαναν πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλοι οι στενοί συγγενείς του γαμπρού επισκέπτονταν τη νύφη. Τους «φίλευαν». Γλεντούσαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Στο τέλος η νύφη τους «μαντήλωνε» δηλαδή έδιδε δώρα σ' όλους τους συγγενείς του γαμπρού.
Τα «συβάσματα» των Σαρακατσιάνων είναι λέξη προερχόμενη από το «συμβιβασμός» = ένωσις, συμβιβασμός ή το «συμβίβαση> = συμφωνία, ένωσις, διαλλαγή, συμφιλίωσις, που προέρχονται από το «συμβιβάζω» = διαλλάττω, συμφιλιώνω.
«Συγκαιριάζω» = δένω το καπίστρι του επόμενου αλόγου (ζώου) στο σαμάρι του προηγούμενου ή στην ουρά του ασαμάρωτου για να βαδίζουν μαζί, σύγχρονα, το ένα πίσω από το άλλο.
Από το «συν» = μαζί και «καιρός» = χρόνος, η χρονική στιγμή, ο κατάλληλος καιρός, η κρίσιμη στιγμή.
"Σύγκρυο": Ρίγος, τρεμούλιασμα από το πολύ κρύο, χτύπημα των δοντιών από το κρύο.
Από την πρόθεση "συν" και το ουσιαστικό "κρύος" = το παγετώδες ψύχος, το "κρύο". (Ησ. Εργα και Ημέραι 492, Αισχ. Θήβ. 834).
"Σύθαμπο": Το βραδάκι που αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και να μισοδιακρίνονται τα διάφορα πράγματα. Από την πρόθεση "συν" και το επίθετο "θαμπός", που παράγεται από το ουσιαστικό "θάμβος". Κατά τον I. Πανταζίδη (Λεξ. Ομηρικής Γλώσσης) το "θάμβος" μπορεϊ να σημαίνει θαυμασμός, έκπληξις, έκστασις (Γ. 242, γ 372 κ.α.), αλλά ο εκπληττόμενος πρό της εκπλήξεως ή κατά την έκπληξιν υφίσταται αμαύρωσιν ή σκοτισμόν της οράσεως.
«Συμπάω» = σκαλίζω τα κάρβουνα, πιέζω, σπρώχνω, μετακινώ τα ξύλα που καίγονται ή είναι μισοκαμένα στη φωτιά με ένα ξύλο, το «συμποδαύλι».
Από τα ομηρικά «συν» και «υπάγω» = άγω, οδηγώ υπο-κάτω, πηγαίνω, μπαίνω, εισέρχομαι.
«Συμποδαύλι» = το ξύλο με το οποίο σκαλίζεται η φωτιά ή σπρώχνονται ή ξύνονται ή μετακινούνται τα καιγόμενα ξύλα.
Από το «συν», το «υπάγω» και το «δαυλός» ή «δαλός» = εσβεσμένος πυρσός, τεμάχιο ξύλου φλεγόμενου, που προέρχεται από το ομηρικό «δαίω» = καίω, ανάπτω πυρ (I, 211. Σ, 206. 227).
«Συμπεθεριακό» = συμπέθεροι λέγονται οι συγγενείς του ή της συζύγου σε σχέση με τους συγγενείς του άλλου.
«Συμπεθεριακό» = οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού, όταν πήγαιναν να «πάρουν» τη νύφη ή όταν επέστρεφαν με τη νύφη μαζί στη στάνη του γαμπρού.
Από την πρόθεση «συν» και την ομηρική λέξη «πενθερός» = ο πατήρ του ή της συζύγου, συγγενείς εξ αγχιστείας, ανδράδελφος, γυναικάδελφος.
"Συμφάδα"= Η συνυφάδα, η σύζυγος του αδελφού του συζύγου.
Από το αρχ.-ελλ. "συν" και "νυμφίδιος"= ο σχετικός με την νύφη, που παράγεται από το "νύμφη". (Ν. Ανδρ. 351 και Γ. Μπαμπ. 1214-5).
"Συναγώι": Συγκέντρωση, αμπαλάρισμα και ανεβοκατέβασμα της οικοσκευής από τα χειμαδιά στα ξεκαλοκαιριά και το αντίθετο. Από την πρόθεση "συν" και το "άγω"= φέρω, χεραγωγώ, παίρνω και φέρω, παίρνω και φεύγω (γ 439,312 ξ 385, ψ 613,Ω663,Ω 367). "Σύναγώγιον" = το μεταφερόμενον.
«Σ'νάφι» = συνάφι, ομάδα ανθρώπων που τους συνδέει η κοινή καταγωγή, η κοινή προέλευση.
Πιθανώς από το «σύναψη» = σύναψις, σχέσις, ένωσις, σύνδεσις, σαρκική μείξις. Η «συναφή» είναι παράγωγο του ρήματος «συνάπτω» = συνενώνω, συνδέω, ομοιάζω, πλησιάζω.
"Συνεριά": Ο συναγωνισμός, η αντιπαράθεση. Σαρ. φράση: "Εβάλαμαν συνεριά στο γνέσ'μο και τ'ν πέ¬ρασα".
Πιθανή προέλευση από την πρόθεση "συν" και το ουσιαστικό "έρις-δος" = έρις, φιλονεικία, διένεξις, μάλλωμα, συ¬χνάκις μετά τους εννοίας ανταγωνισμού και αμίλλης, (Οδ. Γ. 136,161, Π. 292,). Στην Οδύσσεια χρησιμοποιείται κατά το πλείστον επί αμίλλης, επί ανταγωνισμού (θ, 210, Σ. 366).
"Συνερίζομαι": Συναγωνίζομαι κάποιον, προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον, αμιλλώμαι το παράδειγμα κάποιου. Ως πρός την ετυμολογία ίδετε ετυμολογία προηγούμενης λέξης "συνεριά".
«Συνερίζω» και το αντίθετο «ζεσυνερίζω» = θυμώνω με τα λόγια κάποιου, συγκρίνομαι με κάποιον και θέλω να τον ξεσκεπάσω, φθονώ κάποιον για την επιτυχία του.
Από τα ομηρικά «συν» και «ερίζω» = φιλοξενώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.
"Συντάζω" και "Συντάζομαι": Ετοιμάζομαι να πάω κάπου.
Σαρ. φράση: " Γιώργο μ'Όιαπού συντάζεσαι". Πιθανή προέλευση του από την πρόθεση "συν" και το ρήμα "τάσσω, -ομαι" = βάλλω εν τάξει, τακτοποιώ, παρατάσσω, τοποθετώ, διορίζω, θέτω τι κατά τινά τάξιν. (Πλάτωνος Νομ. 6250 Ηρόδ. 1,80, Ηρόδ. 3,25 και Γ. Μπαμπ. 1731).
"Σύντροφος": Ο δεύτερος τσοπάνης με τον οποίο φύλαγε το κοπάδι των προβάτων ή των γιδιών ο άλλος τσοπάνης. Ο καθένας ήταν "σύντροφος" του άλλου. Οι Σαρ. φύλαγαν τα κοπάδια των προβάτων τους ανά δύο. Οι ποιμένες αυτοί λέγονταν μεταξύ τους "σύντροφοι". Και ήταν πραγματικά σύντροφοι, γιατί κοιμόταν μαζί, έτρωγαν μαζί και μαζί αντιμετώπιζαν όλες τις αντιξοότητες της δύσκολης ζωής που ζούσαν. Συνήθως είχαν στο ίδιο ταγάρι (τρουβά ) την τροφή τους.
Προφανώς από την πρόθεση "συν" και το ουσιαστικό "τροφός" = βυζάστρα, παραμάνα, ο τρέφων, ο ανατρέ-φων, η τροφή, (β 361 ,γ 290) (Ηρόδ. 2 156, 61, Σοφ. Αί. 849, Ο.Κ.760).- Το "σύντροφος" με κριτήριο την ιδεολογία ή την κομματική τοποθέτηση δεν έχει καμμία σχέση με το Σαρακατσιάνο σύντροφο.
"Σύρμα": Οι Σαρ. χώριζαν το λιβάδι σε διάφορα τμήματα. Τα τμήματα αυτά τα βοσκούσαν τα κοπάδια εναλλάξ. Και αυτό για να μήν οδηγούνται πολλά κοπάδια πρός την ίδια κατεύθυνση με αποτέλεσμα να μη μπορούν να βοσκήσουν άνετα, αλλά να μή γίνεται και αιτία προστριβών και καυγάδων η ταυτόχρονη παρουσία πολλών κοπαδιών στο ίδιο τμήμα του λιβαδιού.
Ειδικότερα όταν οι Σαρ. έλεγαν ότι "σήμερα το θ'κό μ' το κοπάδι είναι στο σύρμα τάδε", εννοούσαν την κατεύθυνση πρός την οποία θα έβοσκε το κοπάδι, το τμήμα του λιβαδιού που ήταν σ' αυτή την κατεύθυνση. Σαρ. φράση: "Σήμερα σαλάγα τα κατ' τ' απάν' το σύρμα", δηλαδή σύρε τα, οδήγησε τα κατά το επάνω σύρμα. Από το αρχ.-ελλ. "συρω", από το οποίο παράγεται η λέξη "συρμός", παράγωγο της οποίας είναι και η λέξη "σύρμα". (Ν. Ανδρ. σελ. 352 και Γ. Μπαμπ. σελ. 1 735).
«Συρμή» = επιδημία, ασθένεια που σέρνεται, που διαρκεί και μεταδίδεται (γρίππη).
Από το ομηρικό «συρω» = παρέλκω, σύρω, σέρνω, τρέχω, έρχομαι, πορεύομαι. Παράγωγο του το «συρμός», «συρμή».
"Συνοδιά": Συντροφιά στο δρόμο, παρέα με κάποιον άλλο κατά την πορεία ή κατά την εκτέλεση κάποιας υπηρε¬σίας.
Σαρ. φράση: "Είνι νύχτα. Σκιάζομι να πάου μάνα. Τότε πάρ' τ' Χρυσούλα συνοδιά".
Πιθανή προέλευση της από την πρόθεση "συν" και το ουσιαστικό "οδός, ου" = δρόμος, (ρ 196, Μ 168, Η 340, Ο 682).
"Σφαϊστρο"= Σκαλιστή ξύλινη σφραγίδα με την οποία σφραγίζονται τα πρόσφορα, το ύψωμα. Είναι η λέξη "σφραγιστήριο", που λέγεται από τους Σαρακατσιάνους της Ηπείρου "σφαΐστρο". Το σφραγιστήριο είναι μικρό όργανο με εγχάρακτα ιερά σύμβολα, που απο¬τυπώνονται στην επιφάνεια άψητου άρτου. Από το αρχ.-ελλ. "σφραγίς -ίδος" (Γ. Μπαμπ. 1743 και Ν. Ανδρ. 354).
«Σφαχτό -ά» = το σφαγμένο ζώο, αλλά και το προς σφαγήν ζώο, ακόμη και το ίδιο το ζώο
Από το επίθετο «σφαχτός -η -όν» = εσφαγμένος, πεφονευμένος, που παράγεται από το ομηρικό ρήμα «σφάζω» ή «σφάττω» = σφάζω ζώα, φονεύω, αποκτείνω (Α, 459. I, 496. α, 92. μ, 359).
«Σφεντζουράω» ή «σφρουντζιλάω» = πετώ με δύναμη μακριά κάτι, που σχίζοντας τον αέρα παράγει τον ήχο «σβιν» ή «σβιντζ» ή «σφριν». Δηλαδή κάνω ό,τι γίνεται κατά το πέταγμα με τη «σφενδόνα» ενός λίθου. Η πέτρα που πετιέται και σχίζει τον αέρα παράγει τον πιο πάνω ήχο.
Από το ομηρικό «σφενδόνη» (Ν, 600) = σφενδόνα, λωρίον εκ δέρματος ευρύτερον κατά το μέσον και στενότερον καθ' εκάτερον άκρον. Από τη λέξη «σφενδόνη» παρήχθη το μτγν. ρήμα «σφεντονίζω» (Νικ. Ανδριώτης σελ. 356).
«Σφηλιώνω» = σφηνώνω, στηρίζω γερά, καλύπτω τα μικροκενά που αφήνει το μπηγμένο στο έδαφος ξύλο με μικρά ξύλινα ή πέτρινα τεμάχια, που βάζω μεταξύ του μπηγμένου ξύλου και του εδάφους για να είναι σταθερό το μπηχτάρι και να μην κουνιέται. Αυτά είναι τα «σφηλιώματα», οι «σφήνες»
Από το «σφηνόω -ώ» = σφηνώνω, κλείω δια σφηνός, απο-φράττω δια σφηνός. Σχετικό και το «σφην - σφηνός» = σφήνα.
"Σφοντύλι": Ξύλινο μικρό εξάρτημα του αδραχτιού, που φέρει τρύπα, στην οποία μπαίνει το αδράχτι και με το βά¬ρος του διευκολύνει την περιφορά του αδραχτιού κατά το γνέσιμο του μαλλιού.
Από το αρχ.-ελλ. "σφόνδυλος" (Ν. Ανδρ. σελ. 354) που έχει υποκοριστικό το "σφονδύλιον" και (Γ. Μπαμπ. σελ. 1742) και (Πλάτ. Πολ. 6166 και έξ. Θεοφράστ. Π. Φυτ. Ιστορ.3.16,4).
"Σφουρλα": Στροφή περί τον άξονα ενός ανθρώπου ή ενός αντικειμένου, στριφογύρισμα γύρω από τον άξονα του.
Σαρ. φράση: "Εφερε μιά σφούρλα και τ' φάν'κι του βρακί". Η προέλευση του από το αρχ.-ελλ. "σφόνδυλος" = σφονδύλι, "το στρογγύλον βάρος που προστίθεται είς το κάτω άκρον της ατράκτου και βοηθεί είς την περιστροφήν της". (Πλάτ. Πολιτ. 6166 κ.εξ. Θεοφράστ. Φυτ. Ιστ. 3,16,4). Το σφοντύλι φέρνει "σφούρλες" γύρω από το "αδράχτι".
«Σ(υ)χαριάτες» = οι καβαλάρηδες, που πρώτοι μετά το γαμο και την επιστροφή του συμπεθεριακού στη στάνη του γαμπρού, έφθαναν τρέχοντας στο καλύβι του γαμπρού και ανήγγελλαν το χαρούμενο γεγονός του γάμου και της επιστροφής και συνέχαιραν τους γονείς του γαμπρού
Από τα ομηρικά «συν» και «χαίρω» = μετέχω της χαράς κάποιου, προσφέρω τα συγχαρητήρια σε κάποιον.
α)«Σχιζάφτ(ι)κα», β)«Τρυπάφτ(ι)κα», γ) «Ξουράφτ(ι)κα», δ) «Κοτσάφτ(ι)κα» τα σημαδεμένα πρόβατα ή γίδια με = α) σχισμένο, β) τρύπιο, γ) κομμένο με ξυράφι και αφαιρεμένο ένα τμήμα στα πλάγια του λοβού ή δ) στην μπροστινή άκρη, από το ένα ή και τα δύο αυτιά
Από τα ομηρικά α) «σχίζω» και «ους, ωτός» (Τ. Ερμ. 428), β) «τρυπάω -ώ» και «ους, ωτός» (ι, 384), γ) «ξυράω -ώ» — ξυρίζω, ξυραφίζω, που προέρχεται από την ομηρική λέξη «ζυρόν» = ξυράφι, και «ους, ωτός» και δ) «κόπτω» και «ους, ωτός» (Ν, 203).
"Σωκόρφι" ή με αναγραμματισμό "σωρκόφι": τσέπη από το μέσα μέρος του σακκακιού ή του γιλέκου και περίπου κάτω από τη μασχάλη, τον κόρφο κατά τους Σαρ. Από την αρχ. ελλ. λέξη "έσω" και "κόρφος" (Ίδετε ετοιμολογία λέξης "κόρφος").