"Τάγιστρον" = Το μερίδιο τροφής ενός πηριδίου (τουρβά) (Κ. Πορφυρογ. Εκθεσ. Βασ. Τάξ. 462, Νικήτ. 643).

"Ταή": Η τροφή, το χορτάρι, η ξηρονομή για τα ζώα, η κανονισμένη τροφή, το κανονισμένο σιτηρέσιο. Σαρ. φράση: "Τόν πήρα τζιομπάνο με ταή μαζί". 
Από το αρχ.-ελλ. "τάσσω", αόρ. β' "ετάγην" = βάλλω είς τάξιν, τακτοποιώ, παρατάσσω, τοποθετώ (Ξεν. Οι κ. 4,5, Πλάτ. Νομ. 625 6, Διόδ. 11,41, Ευρ. Αποσττ. 975 Yagn.).

«Τάτας» = πατήρ.
Από το ομηρικό «τέττας» = πατήρ (Όμηρ. δ, 412) και το επίσης ομηρικό «άττα» = πατερούλης.
Ο Ιωάννης ο Αντιοχείας (7ος αιών) γράφει «φέρετε τον Τατά μου» (Ιδέ I. Γεωργακά «Η καταγωγή των Σαρακατσαναίων» σελ. 75 και επ.).

«Ταχιά» = αύριο.
Από τα ομηρικά «ταχύς -εία -ύ» = ταχύς, ευκίνητος, γορ­γός (Ν, 819. Ο, 570), «ταχέως» = ταχέως, γλήγορα (Ψ, 365), «τάχα» = ταχέως, αμέσως, γοργά (α, 251. 673. τ, 59).

"Τελεύω": Τελειώνω, αποτελειώνω, κάνω προσπάθεια να τελειώσω κάτι, αλλά και κτυπώ πολύ κάποιον, τον απο-τελειώνω με ξυλοδαρμό.
Σαρ. φράση: "Με τσάκ'σι στο ξύλο. Μί τέλεψι σ' λέω". Πιθανή προέλευσή του από το αρχ.-ελλ. "τελέω" και "τελείω"= εκτελώ, εκπληρώ τον λόγο μου, φέρω είς τέλος, έρχομαι εις το τέλος μου, είς το τέλος της ζωής μου (Αισχ. Χο. 875, Πινδ. Ο. 9.15 (23) ), εκτελούμαι (Αισχ. Χο 1021. Θηβ. 693. Πέρσ. 225. Σοφ. Ηλ. 1419). Υπάρχει και η γνώμη ότι σχηματίζεται από το ουσιαστικό "τέλος" σύν την κατάληξη "-εύω".


«Τέντα» = ύφασμα μήκους 5-8 μέτρων και πλάτους 3-4 περίπου από λευκό ή γκρίζο γιδόμαλλο κυρίως, με το οποίο σχηματίζει ο Σαρακατσιάνος τη σκηνή μέσα στην οποία κοιμάται και προστατεύει τα μεταφερόμενα είδη του νοικοκυριού του κατά την πορεία προς τα χειμαδιά ή το ξεκαλοκαιριο.
Από «τέντα» = σκηνή (Ευριπ. Εκάβ. 99. 611 και Πα­νάρετος εν Χρον. Τραπεζ. ξ, 44).
Υποστηρίζεται όμως ότι το μεσαιωνικό «τέντα» προέρχε­ται από το λατινικό tenda που είναι παράγωγο του ρήματος tendo=τεντώνω (Ν. Ανδρ. 364).

"Τεσσερομάτης" = Ο πανέξυπνος, ο τετραπέρατος, που βλέπει σαν να έχει τέσσερα μάτια.
Από το αρχ.-ελλ. αριθμητικό "τέσσαρες" και το αρχ.-ελλ. "όμμα-τος"= μάτι.

«Τζουρνάρα» = η βροχή με το «καρδάρι». Η ροή μεγάλης ποσότητας βρόχινου νερού, που πέφτει σε μια πλατιά επιφάνεια και βρίσκει διέξοδο σε κάποιο άνοιγμα ή είναι τόσο πολύ που πέφτει με συνεχή ροή από τα κεραμίδια ή από κάποιο βράχο, σαν να βγαίνει από σωλήνα.
Στην Ήπειρο λέγεται «σουρνάρα».
Από το «σωληνος» = παν ό,τι έχει σχήμα καλάμου, σωληνάρι υδραγωγείου. Σχετικό και το «σωληνάριον» = μικρός, στενός σωλήν.
Πιθανή εξέλιξη: σωλήν - υποκοριστικό σωληνάριον > σωληνάρα > σουρνάρα > τζουρνάρα.

"Τζουρνάρα": Η ροή, το τρέξιμο με θόρυβο ή όχι ενός οποιουδήποτε υγρού σε μεγάλη ποσότητα συνεχώς και αδιακόπως.
Συνήθως χρησιμοποιείται η λέξη στη θέα του νερού της βροχής που χύνεται από τις υδρορροές των οικιών. Σαρ. φράση: "Τον βάρεσι στού κεφάλι και πετάχτκι τζουρνάρα το αίμα τ'".
Κατά τον Κων. Νϊκολάίδη στο Λεξικό της Κουτσοβλάχικης Γλώσσας (1903) προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "διαρρέω" = ρέω μέσω κάποιου (Ηρόδ. 7.108), από το οποίο προέρχονται και οι λέξεις "διάρροια , διαρροή". Η αρχ.-ελλ. "διαρροή" σημαίνει και αγωγός, σωλήν, τραχεία αρτηρία (Ευρ. Εκ. 567).

"Τζούφλια": Ελαττωμένη όραση, τα μάτια γενικά. Σαρ. φράση: "Τί τά 'χς τα τζούφλια σ' γιά καμάρ'; τήρα μας και λίγο. Κάτσε καλά. Θά στά βγάλω τα τζούφλια". Πιθανή προέλευση του από το "σιφλός-ή-άν" = χωλός, σακάτης, κενός, κούφιος, μύωψ έχων αδύνατους οφθαλμούς (Απολλ. Ρόδ. Α. 204, Ιακώψ. Είς Ανθ. Π. 622). Στον Όμηρο απαντάται το ρήμα "σιφλάω,-ώ"= ακρωτηριάζω, σακατεύω, αφανίζω, εξολοθρεύω (Ξ 142). Υπάρχει στην αρχ.-ελλ. και το επίθετο "σιπαλός,-ή,-όν" = μύωψ, κοντόφθαλμος, σχεδόν τυφλός (Ποιητής παρά τώ Μεγ. Ετυμολ. 714.5, Ευστ. 982,30).

«Τζούφος» = λέγεται επί αποτυχίας μιας προσπάθειας.

Έχει την έννοια του ότι δεν έγινε τίποτε, την έννοια του μηδέν αποτέλεσμα, άρα «σκοτάδι»
Πιθανή καταγωγή του από το 
«ζόφος» = σκότος, σκοτάδι, σκοτεινά (υ, 356). Σχετικό και το ρήμα «ζοφάω -ώ» = σκο­τίζω, προκαλώ σκότος, είμαι σκοτεινός.

"Τ(η)γάνι" = Το τηγάνι.
Από το αρχ.-ελλ. "τάγηνον" = το τηγάνι (Αριστοφ. Ιππ. 929, Πλάτ. Κωμικ. εν Φάων, 1,12, Αναξανδρίδης έν Οδυσ-σεί1.4, Φερεκρ. Εν "Λήρους" 4, εν "Πέρσαις" 4).

«Τηράω»= κοιτάω, προσέχω, παρακολουθώ με προσοχή, αγρυπνώ.
Από το ομηρικό «τηρεω -ώ» = επιτηρώ, φυλάττω, τηρώ, βλέπω, παρατηρώ (Υ. Δήμ. 142).

"Τίς οίδι": Ποιος ξέρει, ποιος γνωρίζει. Πολύ συνηθισμένη Σαρ. φράση: "Τί λες θα βρέξι ταχιά "; "Τίς οίδι παιδί μ'"; "Τίς οίδι Νίκου μ';" Φράση από δυο αρχ.-ελλ. λέξεις ήτοι από την αόριστη αντωνυμία "τίς, τίς, τί" = ποίος, ποία, ποίο και τον παρακείμενο του ρήματος "είδω" = βλέπω, που γίνεται, "οί-δα"=γνωρίζω με σημασία ενεστώτα (ΟΔ. Α. 337).

«Τλούπα»
 = η τούφα του μαλλιού που δένεται στη ρόκα και γνέθεται.
Από το «τολύπη» = τουλούπα, όγκος, τμήμα ξεσμένου μαλλιού έτοιμο για γνέσιμο, από το οποίο παράγεται και το ομηρικό ρήμα «τολυπεύω» = μεταποιώ το έριον εις τολύπας, «κάμνω τουλούπας», παρασκευάζω, πλέκω (τ, 137, Ω, 7).

"Τ(οι)χαλωμένος" = Ο κολλημένος στον τοίχο άνθρωπος, ο άνθρωπος που ανεβαίνει τον τοίχο ή ένα βράχο γραπατσωμένος και έχοντας κολλημένο επάνω σ'αυτόν το σώμα του. Πιθανή προέλευση του από τα αρχ.-ελλ. "τοίχος" και το "αλίσκομαι", που στον ενεστώτα μεταπλάσσεται σε αλώνομαι = κυριεύομαι, υποτάσσομαι ολοκληρωτικά (Γ. Μπαμπ. ένθ. ανωτ. σελ. 132).

«Τομάρι» = δέρμα ζώου.

Από το ομηρικό «τόμος» = μεμβράνη, τεμάχιον, κομμάτι, που έχει υποκοριστικό το «τομάριον» = μικρός τόμος, δέρμα, βιβλίον μικρόν, «τομάρι».

«Τοπιάτικο» = το νοίκι, το μίσθωμα του τόπου που νοικιάζεται για να βοσκήσουν τα ζώα, του λιβαδίού δηλαδή. Το μίσθωμα το πληρώνουν ανάλογα με τον αριθμό των ζώων που έχει το κάθε μέλος του τσελιγκάτου


«Τοπιάτικο» = το ανήκον στον τόπο. 
Είναι προφανής η προέλευση του και η παραγωγή του από το «τόπος» και το «τοπίτης» = ο ανήκων σε έναν τόπο.

"Τορός": Ίχνος θηράματος, αγριμιού, ζώου, που με την οσμή του το ανακαλύπτουν τα κυνηγετικά σκυλιά.
Για την ετυμολογία του "Τορός" ίδετε ετυμολογία ρήματος "παρατορώ".

«Τουπώνω» = φράσσω το άνοιγμα δοχείου με υδατοστεγές αντικείμενο (τούπωμα).
Οι Σαρακατσιάνοι δεν λένε ταπώνω.
Από το ρήμα 
«τοπέω -ώ» και «τοπάζω» = τοποθετώ.

"Τουρλώνω": Αποκαλύπτω τον κώλο μου και τον επιδεικνύω. Η κίνηση αυτή συνηθισμένη στους σεμνούς Σαρακατσιαναίους, απέβλεπε στη μεγάλη μείωση εκείνου πρός τον οποίο προβάλλονταν τα οπίσθια. Ηταν κίνηση αποδοκιμασίας και έσχατης περιφρόνησης του εχθρού και είχε την έννοια ότι "σε γράφω στον κώλο μου". Μια τέτοια κίνηση πρός τους Τούρκους του Γεωρ. Καραϊσκάκη, Σαρακατσιάνικης καταγωγής κατά τον Βαλαωρίτη και πολλούς άλλους, στη διάρκεια κάποιας μάχης του στοίχισε σοβαρό τραυματισμό στα οπίσθια από τούρκικο βόλι. Πιθανή προέλευση του από το μσνκ. "τρουλλώ" που παράγεται από τη λέξη τρούλος. Ο κώλος έχει μορφή τρούλου!!

"Τουτοϊά": Αυτό εδώ ακριβώς, τούτο εδώ. Σαρ. φράση: "Ετσ' μόρτε (μου έρχεται) ν' αγκαλιάσου τουτοϊά το πραματάκι", "Ούι τί καλό είνι τουτοϊά το κορτσάκι".
Από την αντωνυμία "ούτος, αύτη, τούτο". Στην Αττική διάλεκτο το ούτος επεκτείνεται με το δεικτικό προσχηματισμό "-ι" και γίνεται ουτοΐ- αυτηί-τουτοΐ, γεν. Τουτοΐ, αι-τιατ. τουτονί και τουτογί (Σοφ. 781, Ορνιθ. 894). Lidell-Scott 2 σελ. 387, Λυσίας: "Υπέρ αδυνάτου" αρχή, σειρά 2,... "Οτι μοί παρασκεύασε τον αγώνα τουτονί".

«Τραγαζίκα» = δερμάτινη σακούλα από κατεργασμένο δέρμα τράγου, στην οποία φυλάσσονταν εργαλεία. Η δερμάτινη προέλευση της τα προφύλασσε από την υγρασία και την ξήρανση.
Από το ομηρικό «τράγος» (ι, 239), «τράγειος», «τραγίσιος».
Υποστηρίζεται και η άποψη ότι προέρχεται και από τις λέ­ξεις «ταγάρι», «ταγή» (Λεξ. Αρχ. VI σελ. 417 Μ. Ξανθου-λίδης) και από το Βυζαντ. «ταρκάσσιον» (Λεξ. Αρχ. V σελ. 308 = 2)

"Τραγάνα" = Έδαφος με λίγο χώμα, ελαφρό, αδύνατο σε βλάστηση και ανάπτυξη χόρτου, φυτών, δέντρων, γι' αυτό είναι το πρώτο που ξεραίνεται τελείως με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού ή και της πολύ ζεστής άνοιξης. Κατά τον Ν. Ανδριώτη (σελ. 370) και κατά τον Γ. Μπαμπ. (σελ. 1806) από τον αόριστο β' του ρήματος "τρώγω" που το απαρέμφατο του είναι τραγείν.

"Τραγανός-η-ο" και "Τραγανιστός -η -ο" = Ξεροψημένος, σκληρός στο μάσημα, "κρατσανιστός" (ετυμολογία στην επόμενη λέξη ). 

"Τρακάδα": Στίβα καυσόξυλων μπροστά ή δίπλα στο καλύβι.
Στην "αυλή" του καλυβιού τοποθετούσαν οι Σαρ. τη "βάτρα" για να ανάβουν φωτιά, να "καίνε" (υπερθερμαίνουν) τη γάστρα και να ψήνουν το ψωμί, τις πίτες, τα φαγητά. Για να προστατεύουν τη φωτιά που άναβαν από τον αέρα έκτιζαν στο μπροστινό μέρος της βάτρας (το μέρος πρός το καλύβι) ένα μικρό ημικυκλικό τοι'χο ύψους 1-1,5 μέτρου και μήκους (τόξου) 2-3 μέτρα. Στο πίσω μέρος της "βάτρας" και σε απόσταση μερικών μέτρων αποθήκευαν τα καυσόξυλα σε σχήμα ημικυκλικό. Τη στίβα αυτών των καυσόξυλων την έλεγαν "τρακάδα". Από εκεί έπαιρναν όσα τους χρειάζονταν για τη φωτιά και εκεί αποθήκευαν όσα για τον ίδιο σκοπό έφερναν από το δάσος. Το τοιχάκι και η τρακάδα προστάτευαν τη φωτιά από τον αέρα και έτσι ψήνονταν τα φαγητά.
Δέν μπόρεσα να προσδιορίσω την προέλευση αυτής της λέξης. Ακουσα όμως ότι χρησιμοποιείται και στα χωριά της Κορινθίας. Μάλιστα άκουσα να τη χρησιμοποιεί και ο αείμνηστος Πρόεδρος της Βουλής Κων/νος Παπακωνσταντίνου.- Η Κάρυα Κορινθίας έχει πολλούς κατοίκους Σαρακατσιάνους, που λέγονται Ρουμελιώτες.

«Τραπέτσι» = πολύ ξινό και «δραπέτσι» με την αυτή έννοια.
Από το «δραπέτης» (οίνος) (Φ. Κουκούλες Αθηνά 30 ΛΑ και εξ.).

«Τραχανάς» = σιτάρι, χονδρά κομμένο και βρασμένο με γάλα.

Από το «τάρχανον» = λίχνευμα εκ σίτου και γάλακτος (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Β 135 και Δ. Οικονομ. 47).

«Τραχλιά» (τραχηλιά) = το πάνω μέρος του πουκάμισου ή του οποιουδήποτε ενδύματος που περιβάλλει το λαιμό, τον τράχηλο, «πετραχήλι».

Από το ομηρικό «τράχηλος» = λαιμός, τράχηλος.

"Τριγανό": Λεπτόφλουδο αντικείμενο, λεπτό ξεροψημένο ψωμί ή άλλο έδεσμα. (Η ετυμολογία στην επόμενη λέξη).

"Τριγάνα": Λιβάδι με λίγο χώμα και λίγη βλάστηση, λιβάδι με λίγο χορτάρι που με τις πρώτες ζέστες ξεραίνεται και κιτρινίζει.
Πιθανή προέλευση από το αρχ.-ελλ. "φρυγανον" = χαμόκλαδο, ξερό κλαδί, που παράγεται από το ρήμα "φρύγω"= ξεροψήνω, καρβουντίζω.
Είναι συχνή η μετατροπή του φ σε τ. (Ηρόδ. 4.62, Αριστοφ. Ορν. 642, Θουκ. 3,111, Ξεν. Αν. 4.3,11)

«Τρικοκκιά» = αγκαθωτός θάμνος, με κόκκινους μικρούς καρπούς που έχουν τρεις κόκκους.
Από το αρχ.-ελλ. "τρίκοκκος"= ο έχων τρείς κόκκους και την κατάληξη -ιά". (Οδ. Σ. 298).

"Τριψάνα": Είδος φαγητού, που αποτελείται από βρασμένο γάλα στο οποίο ανακατεύεται τριμένο ψωμί.
Από το αρχ.-ελλ. "θρύπτω" από το οποίο παράγεται η λέξη "θρύψανα" που εξελίσσεται σε τρύψανα (Αριστοφ. Ιππ. 1163). Σχετική και η λέξη "θρόψις,-εως" = η θραύσις σε μικρά τεμάχια, σύντριψις (Αριστ. π. Γεν. Και Φθορ. 1.2,20). Είναι όμως ενδεχόμενο να παράγεται και από το αρχ.-ελλ. "τρίβω" = τρίβω, τρίφτω, που στον αόριστο γίνεται "έτριψα", από το οποίο παράγεται το "τρίψανα" από το ψωμί που τρίβεται μέσα στο γάλα. (Οδ. I. 333, Ιλ. Υ. 496).-Θεωρώ ορθότερη αυτή τη γνώμη, με βάση τη σημασία που έχει η τριψάνα στους Σαρακατσιαναίους.

"Τρουβάς": Το σακίδιο του ποιμένα. Ήταν μάλλινο και το κρεμούσε πάντοτε στον ώμο του.
Κατά τον Meyer από το "δράστης" = κόφινος. Κατά τον Ησύχ. από το "δράσσω"= περιλαμβάνω. Κατά τον Dens σελ. 360 από το ελληνικό "τάγιστρον". Είναι γνωστό και το "τράστηρον" που έχει την ίδια έννοια.

«Τροϋρω» = διαγράφω κυκλική τροχιά γύρω από κάτι και το επαναλαμβάνω πολλές (τρεις) φορές, γύρω-γύρω.
Από το ομηρικό «τρις» = τρεις φορές και το «γύρος» = κύ­κλος, στρογγυλός, κυρτός.

"Τρυπ'τήρι"= Μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους ξυλογλύπτες για να κάνουν τρύπες στο επεξεργαζόμενο ξύλο.
Από το αρχ. ρήμα "τρυττώ", από το οποίο παράγονται τα ουσιαστικά "τρύπημα", "τρυπητήρ" και το υποκοριστικό του "τρυπητήριον" (Ν. Ανδρ. 376).

«Τσαγγάδα» = Η προβατίνα ή η γίδα που ψοφάει το αρνί ή το κατσίκι της κατά το γέννο ή μετά. Πιθανή προέλευση της από το "Τσαγκός" = δύστροπος, ασυμβίβαστος, αδιάλλαχτος (Νέο Λεξικό Χρ. Γιοβάνη σελ. 1649). Το "Τσαγγάδα" (κατά τον Δ. Δημητράκο Νέο Λεξικό σελ. 1350) = η ιδιότης του τσαγκού. Το "τσαγκός" είναι παράγωγο του αρχ.-ελλ. "ταγγός" = δύστροπος, κακότροπος (Δ. Δημ. ανωτ.).

«Τσάκνα» = τσακισμένα λεπτά ξύλα, σε κοντά και μικρά κομματάκια, κατάλληλα για προσανάμματα, κατά το άναμμα της φωτιάς.
Κατά τον Α. Κοραή, Άτακτα I, 224 από το μεσαιωνικό «τσακίον» = μαχαιράκι που η κοπή του διπλώνει και μπαίνει μέσα στη λαβή. Κατά τον Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1, 145 από το «τσάκανο» και εκείνο από το «τσακίζω», το οποίο επίσης (Μ. Φιλήντ. 1, 144) από το «δι-ακκίζομαι» = κάνω ακκισμούς, σεμνοτυφίες, ψευδοκοσμιότητα.

«Τσάρκος» = μικρό μαντράκι στο οποίο κλείνονται τα κατσίκια για να μη βυζαίνουν τις μάνες τους συνεχώς ή να μην τις ακολουθούν στη βοσκή.

Από το ομηρικό «στηκός» και δωρικό «σακός» = μάνδρα, μέρος περίφρακτον ιδία χρήσιμον προς περιποίησιν αμνών, ερι­φίων, μόσχων (Οδύσ. ι, 219. 227. 439. 412).

"Τσητώνω": Τεντώνω, χορταίνω τρώγοντας πολύ και φουσκώνοντας την κοιλιά μου, παραγεμίζω το τσουβάλι ή την κοιλιά μου μέχρι ξεχειλίσματος.
Σαρ. φράση: "Τράβα γερά να τσητώσει το διασίδι". Και 'Έφαγα πολύ κριάς και τ'ν τσήτωσα τ'ν κλιά μ' ". Κατά τον Α. Κοραή (Ατακτα 4,600) από το ρήμα "τιταίνω"= τανύω, εκτείνω, τεντώνω (Θ. 266, Ν. 534, Θ. 69) και
παραθέτω εκτεταμένην τράπεζαν (κ. 354). Κατά τον Μ. Φιλήντ. (Γλωσσογν. 3, 214) από τον συμφηρμό του "τιταίνω" και του "τεντώνω" (Ιδε Ανδριώτης σελ. 380 και Γ. Μπαμπινιώτης σελ. 1831).

"Τσιατσιά": θάμνος που βγάζει μικρούς κόκκινους υπόγλυκους καρπούς που οι Σαρ. τα λένε "τσιάτσια" και μοιάζει πολύ με τις άγριες τριανταφυλιές. Υπάρχει ένα σαρακατσιάνικο τραγούδι που την αναφέρει ως επωδό:
"Απάνω σε, τσιατσούλα μου, απάνω σε τριανταφυλλιά, που χτίζ' η πέρδικα φωλιά. Κι αναταρά, τσιατσούλα μου, κι αναταράχτηκ' η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα". "Αγνωστη η ετυμολογία της.

«Τσιάφ(η)» = πάχνη συνοδευόμενη από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή δρόσος.
Πιθανή καταγωγή της από το ομηρικό «στίβη» = πάχνη, πεπηγνία δρόσος (Οδύσ. ε, 467. ρ, 25). Είναι συνηθισμένο φαινόμενο το «στ» να γίνεται «τσ».

"Τσίγγανος": Λιτοδίαιτος, ολιγαρκής στη διατροφή του,, μίζερος στη διατροφή.
Πιθανή προέλευση από το "αθίγγανος". Ο αθίγγανος είναι λεπτός και αδύνατος λόγω του τρόπου ζωής του και της φτώχειας που έχει. Στο ισχυρισμό αυτό βοηθεί και το ότι οι αθίγγανοι λέγονται και "ατσίγγανοι". Κατά τον Γ. Μπαμπ. σελ. 1831 από το α,το στερητικό και το ρήμα "θιγγάνω"= αγγίζω (Ιδε και Δ. Πομόνης Ν. Εστία 58, 991 και Ν. Ανδρ. σελ. 381).

"Τσίκνα": Η μυρωδιά του κρέατος που ψήνεται, το κατάλοιπο του φαγητού, που κολλάει στο μαγειρικό σκεύος που βράζει ή που ψήνεται.
Πιθανή προέλευση από το αρχ.-ελλ. "κνίσα" = ο λιπαρός ατμός ή "αχνός" και η οσμή του κρέατος που ψήνεται (Ομ. Ιλ. 31 7, Θ. 539, Α. 460, Οδ. Σ. 45, 119). Σχετικό και το ρήμα "κνισάω" = κάμνω τους δρόμους να ευωδιάζουν από την κνίσα των καιομένων θυμάτων (Αριστοφ. Ιππ. 1320, ορνιθ. 1233). Υποστηρίζεται όμως (Ν. Δεκαβάλλους Αθηνά 29 ΛΑ 184 κ.εξής και Γ. Μπαμπινιώτης σελ. 1832) ότι προέρχεται από το ρήμα τσικνώνω, που παράγεται από το ρήμα εξικ-μώ και εκείνο από το εξικμάζω, π.β. τσαγκλώ από το εξαντλώ (βλ. και Α. Τσοπανάκης. Κοινή. Ροδιακά 51).

"Τσιλίκα" = Το όνομα του παιχνιδιού που παιζόταν με δύο ξύλα. Το "τσιλικόξυλο" και το "τσιλικάρι". Ο Λουκόπουλος (Γεωργικά της Ρούμελης 122 - 131) την αναφέρει και ως "ξυλίκα". Είναι πιθανή η προέλευση αυτής της λέξης, ενόψει και της ανωτέρω ονομασίας της στη Ρούμελη (ξυλίκα) και ενόψει του ότι και το τσιλικόξυλο και το τσιλικάρι είναι ξύλινα, από την αρχ.-ελλ. λέξη "ξύλον" και τα παράγωγα του "ξύλινος", "ξυλικός". Το -ξ (κσ ή χσ) εύκολα μετατρέπεται και σε τσ.

"Τσιλώνω": Στήνω όρθια τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα, εντείνω την προσοχή μου.
Πιθανόν από το αρχ.-ελλ. "στυλόω,-ώ"= στυλώνω, υποστηρίζω δια στύλων (Απολλ. Πολιορ. 1 7Β) το αυτό και κα¬τά τον Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1,50.
Κατά τον G. Veigand όμως Balean Archiv. 4,33 από το σλαβικό tsul συν την κατάληξη -ωνω.

"Τσιμπεροβύζα": Η προβατίνα ή η γίδα που η θηλή των μαστών της είναι πολύ μικρή, δεν εξέχει πολύ του κυρίου σώματος του μαστού και είναι πολύ δύσκολο το άρμεγμα του ζώου. Η θηλή αυτή δίδει την εντύπωση ότι είναι κολλημένη πάνω στο μαστό-βυζί σαν τσιμπούρι, που και εκείνο έχει σχεδόν το ίδιο σχήμα και μέγεθος με τη θηλή. Πιθανότατα από το ουσιαστικό "τσιμπούρι" (Ιδε λέξη) και λέξη "βυζί" (Ιδε επίσης λέξη).

«Τσίμπλα» = πάθηση του οφθαλμού κατά την οποία συγκεντρώνονται ξεραμένα δάκρυα ή σκόνη στη «βρύση» του ματιού και εμποδίζει την ορατότητα και πολλές φορές κοκκι­νίζει και το μάτι.
Από το «σιπλή> κατά τον Χατζηδ. ΜΝΕ II σελ. 137 και τον Hoeg I σελ. 186.
Κατά την προσωπική μου γνώμη παράγεται από το αρχαίο ελληνικό «σιπαλός» — μύωψ, κοντόφθαλμος, σχεδόν τυφλός ή απο το «σιφλός -η -όν» = μύωψ, ο έχων αδύνατους τους οφθαλ­μούς. Η λέξη «σιφλός» είναι γνωστή στον Όμηρο από το ρή­μα «σιφλόω -ώ» = ακρωτηριάζω, κολοβώνω, σακατεύω.

"Τσιμπούρι": Μικρό παρασιτικό ζωύφιο που αναπτύσσεται στο σώμα του ζώου, κολλάει επάνω σ' αυτό και τρέφεται απομυζώντας το αίμα του, ο ονομαζόμενος κρότωνας. Κατά τον Α. Κοραή Ατακτα 1, 266 είναι το υποκοριότικό "κιμμύριον" του αρχ.-ελλ. "κίμμυρος" (Ησύχιος). Το "κιμμύριον" εξελίχθηκε πιθανώς σε "τσιμούρι" και εκείνο σε τσιμπούρι.
Προσωπικά θεωρώ ορθή την άποψη του Γ. Χατζηδ. Einleit 422 επειδή το τσιμπούρι κολλάει και αναπτύσσεται επάνω στο σώμα του ζώου και ζεί απομυζώντας με τσίμπημα πάντοτε, το αίμα του, κατά την οποία πρέπει να έχει σχέση με το ρήμα "τσιμπώ", που προέρχεται από το "εμπής" > εμπίζω > εξεμπίζω. Κατά τον Α. Κοραή Αριστοτέλ. Ηθικά Νικομάχ. 245 παράγεται από το αρχ. "κίμβιξ" = τσιμπούρι. Κατά τον Α. Παπαδόπ. Λέξ. Ποντίων 2,394 από το αρχαίο "συμπιέζω".

«Τσινάω» = η αντίδραση του αλόγου σε κάποια σ' αυτό ενέργεια που εκδηλώνεται με το απότομο τίναγμα ή το ύψωμα του κεφαλιού με παράλληλο χλιμίντρισμα ή και με κλώτσημα ακόμη.
Από το ομηρικό «τινάσσω» = τινάζω, σείω, τραντάζω, δια­ταράσσω, αναποδογυρίζω.

"Τσινιάρης": Ο άνθρωπος ή το ζώο που αντιδρά περίεργα ή αδικαιολόγητα, που αρπάζεται αμέσως, που τινάσσεται επάνω με τον πρώτο ερεθισμό, με το τίποτε. Σαρ. φράση: "Δέ σό' φταιξε ο Γιώρ'ς. Είσι τσινιάρ'ς. Αυτό σό' φταίξε". Από το ρήμα "τιννάσω" = σείω, κινώ, τινάζω (Ιλ. Μ. 298, Υ. 263, Υ. 57, Οδ. Χ. 88) (Ν. Ανδρ.1992, σελ. 382). Από το ίδιο ρήμα παράγεται και το ρήμα "τσινώ" = κλοτσώ, που εξελίχθηκε από "τινάσσω" > τινάζω > τινώ > τσινώ. (Ν. Ανδρ.)

«Τσιόλι»
 = μάλλινο ευτελές στρώμα από μαλλί προβάτου ή γιδιού.
Πιθανή καταγωγή του από το «τύλη» και «τύλος» = πράγ­μα γεμισμένο με μαλλί ή άλλο τι, σιλτές, στρώμα. Το υπο­κοριστικό του απαντάται ως «τυλείον».

"Τσιουγκράω ή Τσιουγκρίζω": Τσιγκρίζω, χτυπώ το ποτήρι μου στο ποτήρι που κρατεί στο χέρι του ένας άλλος και ακούγεται ο ήχος "τσίν ή τσίγκ". Επίσης και μαλώνω και συγκρούομαι με κάποιον.
Πιθανώς η λέξη αυτή είναι σύνθετη από τον παραγόμενο ήχο "τσίν ή τσίγκ" κατά την πρόσκρουση δύο ποτηριών ή υαλλίνων δοχείων κ.λ.π. και το αρχ.-ελλ. "κρούω": πλήττω, κτυπώ, συγκρούω (Σοφ. Αποσπ. 938, Ευρ. Αποσπ. 779.6, App. Αν. 71, Ευρ. Ικέτ. 720). Κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη (σελ. 1835) από το "σουγκρίζω" με τροπή το -σ σε -τσ κατά το συρίζω-τσιρίζω, που προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "συγκρούω".

"Τσιουκάνι": Μεταλλικό κουδούνι, που,κρέμεται στο λαιμό των γιδιών κυρίως, αλλά και των προβάτων και των λοιπών ζώων (αλόγων, γαϊδάρων) για να τα ακούει ο βοσκός στο νυχτερινό βόσκημα, αλλά και για να τα ακολουθούν τα λοιπά ζώα του κοπαδιού. Τα "τσιουκάνια" τα έβαζαν κυρίως στα "γκεσέμια".
Κατά τον Ν. Ανδριώτη 1992 σελ. 383 και τον Γ. Μπαμπινιώτη σελ. 1835 προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "τυκάνη" = δοκάνη, εργαλείο αλωνιστικό, που προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "τόκος" = σφυρί, πέλεκυς και το καταληκτικό επίθημα -ανη. Κατά τον G. Veigand στο Balkan Archiv. 4, 33 από το σλαβικό tsukan, που πρέπει όμως να είναι δάνειο από το αρχ.-ελλ. "τυκάνη".

"Τσιουκανίζω": μονουχίζω, συνθλίβω και αφαιρώ τους όρχεις του αρσενικού ζώου για να αχρηστεύω την ικανότ η τά του να τεκνοποιεί.

"Τσιουκάνισμα" = μονούχισμα, η σύνθλιψη των όρχεων του αρσενικού ζώου.
Το τσουκάνισμα γίνεται με χτύπημα και σύνθλιψη των όρχεων. Πιθανή προέλευση από το "τυκάνη"= δουκάνη, σκαλιστήρι, εργαλείον κηπουρικών δι' ού συντρίβουσι τους σβώλους (Ευστ. 967. 18, Θεογνώσιου Κανόνες 24) και την κατάληξη "-ίζω".

«Τσίρλα» = αποπάτημα ζώου σε υγρή, μυξώδη κατάσταση.
Από το «τίλος» = υγρόν αποπάτημα, «τσίρλα», κόπρος εν διάρροια.
Σχετικό και το ρήμα «τιλάω -ώ» = αποπατώ λεπτή και μυξώδη κόπρον, τσιρλίζομαι. (θ. Hoeg I, 186).

«Τσιτσί» = κρέας στη γλώσσα των νηπίων και το βύζαγμα.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Έλα να φας τσιτσί» δηλ. γάλα από το στήθος της μάνας, αλλά και κρέας.
Από το 
«τίτθτη» = τροφός, βυζάστρα, παραμάνα και «τ«τ-θός» = μαστός, θηλή του μαστού γυναικός. 485.«Τσύπα» = ντροπή, συστολή.
Από το «τσύπα» προέρχεται και το «ξετσύπωτος» = ο χω­ρίς συστολή, ο ξεδιάντροπος.
Υποστηρίζεται η άποψη ότι είναι πιθανή η καταγωγή του από την αρχαία ελληνική λέξη 
«στύπος» = στέλεχος, κορμός, πρέμνον, με τη συνηθισμένη αντιμετάθεση των γραμμάτων «στ» και σε «τσ».

"Τσιφτιλής": Γρουσούζης, άτυχος, χαμένος, άχρηστος. Κατά τη γνώμη μου προέρχεται πιθανόν από το αρχ-ελλ. "ευτελής-ής -ές" = μηδαμινός, ποταπός, τιποτένιος (Πλάτωνος Νόμοι 6490, Θουκυδ. 8,46, Αισχύλ. Θήβ. 491). Η εξέλιξη του σε "τσιφτιλής" πρέπει να προήλθε από το συνδυασμό του με το άρθρο "τους" ήτοι "τούς ευτελείς" > τ'ς ευτελείς > τσιφτιλής.

"Τσουζω": Πίνω λαίμαργα, πίνω αδειάζοντας μέχρι τον πάτο το ποτήρι, είμαι δυνατός πότης αλλά και με τσούζει, με πονεί το πληγιασμένο μέρος του σώματος, όταν έρχεται σε επαφή με όξινο υγρό (ούζο, οξυζενέ κ.λ.π.) με αποτέλεσμα να τσιρίζω από τον πόνο να βγάζω συριγμό. Σαρ. φράση: "Αυτός τσούζει το κρασί σάν το φίδ' τό γάλα". - "τσούξι παλλ'κάρι μ' " "μή ρίχν'ς, άλλο, με πουνάει, μί τσούζ' ".
Από το αρχ.-ελλ. "σίζω"= τρίζω, βγάζω συριγμό (Οδ. I. 394) που εξελίχθηκε σε τζίζω και μσνκ. τσούζω (Μ. Φιλή-ντ. Γλωσσογν. 3.163 - Ν. Ανδριώτης 1992 σελ. 383) και (Γ. Μπαμπ. σελ. 1835).

«Τυλίχτρα» = το «αντί» που στηριζόμενο σε δύο φούρκες χρησίμευε για το τύλιγμα γύρω του του νήματος που «ιδίαζαν» για να υφανθεί στον αργαλειό.
Από το ρήμα «τυλίσσω» - τυλίσσομαι - ετυλίχθην = τυ­λίγω, τυλίζω, κάμπτω, λυγίζω.

"Τ'ρόγαλο" = Το τυρόγαλο, δηλαδή το ωχροκίτρινο υγρό που είναι κατάλοιπο του γάλακτος μετά την πήξη του και την αφαίρεση του τυριού, και του βουτύρου είτε όταν ζεσταίνεται μέσα στο καζάνι και αφαιρείται η τυρομάζα που συγκεντρώνεται στην επιφάνεια του περιεχομένου του δοχείου, είτε όταν στραγγίζει το τυρί της τσαντίλας. Από το αρχ.-ελλ. "τυρός" και "γάλα".

«Τυρολόι» ή «τυρολόγος» = μικρός ασκός μέσα στον οποίο οι βοσκοί φύλαγαν το τυρί τους και τον οποίο κουβαλούσαν πάντοτε μαζί τους μέσα στον «τρουβά».
Σχηματίζεται από τα ομηρικά «τυρός» και «λόγος», που είναι αρχαίες ελληνικές λέξεις.

"Τυφλίτης" = Είδος φιδιού που είναι χοντρό και τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι' αυτό και είναι πολύ δυσκίνητο.
Είναι ο αρχαίος "τυφλίνης" ή "τυφλίνος" όφις = μικρός όφις = μικρός όφις με μικρότατους οφθαλμούς, τυφλός νομιζόμενος, κοινώς τυφλίτης. (Αριστ. Π. τά Ζ. Ιστ. 6.13, 9, 8.24, 7).

«Τφάνι» (τυφάνι) = αιφνίδια χονδρή βροχή συνοδευόμενη από δυνατό αέρα.
Από το «τυφών -ώνος» — θύελλα, ανεμοστρόβιλος.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.