«Βαβά και βαύω» = η γιαγιά, η γριά, η μητέρα των
γονέων μου.
«Βαύω» λεγόταν κατά τον Όμηρο η τροφός της θεάς Δήμητρας.

"Βάζω"- "Βαζουρα": Κάνω μεγάλο θόρυβο, ο θόρυβος που κάνει το ποτάμι, όταν μετά από κάποια καταιγίδα φέρνει πολύ νερό - ξύλα - πέτρες, ο θόρυβος της καταιγίδας που πλησιάζει.
Σαρ. φράση: "Πολύ βάζει απόψι το ποτάμ'. Θα κατέβασε και θα μας πνίξι τα μαντριά".
Από το αρχ.-ελλ. "Βάζω": φωνάζω, λέγω, ομιλώ (Ιλ. Δ. 355).

«Βαϊζω» = γέρνω προς τη μια μεριά, λυγίζω.
Από το «ζάις», «βάιον» = βαγιά, κλάδος φοίνικα που γέρνει, λυγίζει.

"Βαράω, ώ":Κτυπώ, πιέζω, καταπιέζω.
Από το αρχ.-ελλ. "βαρέω,ώ": έλκω, πιέζω πρός τα κάτω, καταπιέζω (Πλατ. Συμπ. 203 Β). Μεσν. Βάρεμα: Χτύπημα. Ο δεχόμενος πολλά χτυπήματα "βαραίνει" κατά το σώμα και κινείται πολύ δύσκολα.

"Βαρυγγωμώ" και "βαργομάω":Δυσφορώ, παραπονούμαι, το φέρω βαρέως.
Από το "βάρος" και το "γνώμη" που εξελίσσεται σε βαρυγνωμώ.
(Π. Αορετζ. Αθ. ΛΑ 163, Ν. Ανδρ. σελ. 49 και Γ. Μπαμπ. σελ. 355).

«Βασκαίνω -ομαι» = ματιάζω, μαγεύω, μαγεύομαι.
Από το «βασκαίνω -ομαι» = κάμνω βασκανίες, μαγείες, μαγεύω, μαγεύομαι, μαγεύω δια κακού οφθαλμού.

«Βατεύω», «βάτεμα» = έρχομαι σε σεξουαλική επαφή
(επί ζώων). Η πράξη του «μαρκάλου» ή «πριτσιάλου».
Από το «βατέω -ώ» = επιβαίνω, οχεύω, «πηδώ» (επί ζώ¬ων).

«Βάτρα» = τόπος ανάμματος φωτιάς, τόπος που καίει η
φωτιά και βράζει ή ψήνεται το φαγητό.
Δεν μπόρεσα να βρω κανένα στοιχείο ως προς την προέ¬λευση αυτής της λέξης της πολύ συνηθισμένης σ' όλους τους Σαρακατσιάνους όλης της Ελλάδος. Μάλλον αλβανική.
Ίσως έχει κάποια σχέση με την αρχαία ελληνική λέξη «βαύνος» = καμίνι, κλίβανος, χωνευτήρι, πυροστιά.

"Βατσνιά": Θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά, θάμνος βάτου κυρίως.
Κατά τον Ν. Ανδριώτη σελ. 51 από το αρχ.-ελλ. "βάτος", από το οποίο παράγεται το "βάτσινο”: βατόμουρο (μεσ- νκ.) και η "βατσινιά" που παράγει το βάτσινο.

«Βέλασμα» = η φωνή του πρόβατου ή του γιδιού.
Αλλά και ο χαρακτηρισμός του ανθρώπου που λέγει ανοησίες, που δεν έχει καμία σοβαρότητα, που λέγει κουβέντες χωρίς αξία.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Αυτός είναι βέλασμα, τι τον λογαριάζεις.»
Από το «βληχάομαι» και το ουσιαστικό «βληχή» = βελά¬ζω, βέλασμα.

"Το βιό":Η ζωντανή περιουσία ενός κτηνοτρόφου (πρόβατα, γίδια, άλογα κ.λ.π.).
Οι Σαρ. λέγουν "το βιό". Δε χρησιμοποιούν "το βιός". Στη λέξη "βιό" συγκεντρώνουν όλα τα ζωντανά του κτηνοτρόφου. Δεν περιλαμβάνουν ούτε την άλλη κινητή περιουσία (οικοσυσκευή, κτηνοτροφικά σκεύη, εργαλεία κ.λ.π.), αλλά ούτε την ακίνητη. Από το αρχ.-ελλ. "βίος"= ζωή. Επισημαίνω το ότι οι Σα- ρακατσιάνοι χρησιμοποιούν τη λέξη "Βιό" για τα ζωντανά τους μόνο, δηλαδή με την πραγματική έννοια της λέξης "βίος" = ζωή. Σχετικό και το ρήμα "βιόω-ώ"= ζω, από το οποίο προέρχεται το βίος.

"Βελόνι" =ο καρπός της βαλανιδιάς, αλλά και του πουρναριού.
Από το αρχ.-ελλ. "βάλανος"> υποκορ. Βαλάνιον, μεσνκ. βαλάνιν (Ν. Ανδρ. 49).
"Βολοδέρω ή Βωλοδέρνω": Τριγυρίζω σε ένα μέρος, περπατώ ψάχνοντας, γυροφέρνω αναζητώντας να βρώ κάτι που έχασα, ψάχνω στο έδαφος για να βρώ κάτι.
Σαρ. φράση: "Κατ' έχασι αυτός. Βωλοδέρει εδώ τροΐρου απ' ν'αυγή".
Από τη λέξη "Βώλος" και το ρήμα "δέρω": γδέρνω, κτυ- πώ, δέρνω, μαστιγώνω (Ευρ. Ηλ. 582 Αριστοφ. Νεφ. 442, Ορν. 365).
Η ετυμολογία είναι πειστική αν φέρουμε στο νού μας εκείνον που έχασε το μικρό του βώλο και ψάχνει να τον βρει"
ανάμεσα στα χορτάρια και τις πέτρες, που κυριολεκτικά "γδέρνει” το έδαφος με το βλέμμα του για να τον βρεί.

«Βολά» = φορά.
Σαρακατσιάνικη φράση «Μια βολά κι ένα καιρό». Οι Σαρακατσιάνοι δεν χρησιμοποιούν τη λέξη «φορά» στην ανωτέρω φράση.
Από το «βάλλω», από τη ρίζα «βάλ-» από την οποία προέρχονται οι λέξεις βολή, βέλος, βόλος, βολίς, βελόνα, βλητός. Το «βολά» είναι ο δωρικός τύπος του «βολή» (Οδύσ. ρ, 283. Αδ. Κοραής ΔΙ σελ. 56 και Χατζηδ. Αθ. XXIX 1917 σελ. 202-3).

"Βόρσμα”:Το φύσημα δυνατού και κρύου αέρα από το βοριά που συνοδεύεται συνήθως από χιόνι.
Από το αρχ.-ελλ. "Βορέας-ου”: βόρειος άνεμος και την κατάληξη ”-ισμα”, που έγινε κατά συγκοπή ”-σμα” (Οδ. Ε. 296, Ηρόδ. 2,101-4.37).

«Βούζια» = ξερά χόρτα κυρίως σπερδούκλια, με τα οποία στρώνεται το μαντρί για να απορροφώνται τα υγρά (βροχής, κατουρά), για να «βυζαίνονται» τα υγρά και να κοιμούνται ζεστά και χωρίς να λερώνονται τα ζώα. Ο Π. Αραβαντινός στο «Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον» υποστηρίζει ότι προέρχεται από τις λέξεις «βους» και «όζζιν». Κατά την προσωπική μου γνώ¬μη προέρχεται από το ρήμα «βυζαίνω», γιατί προορισμός τους είναι να «βυζαίνουν» τα υγρά του μαντριού.

«Βουλιώμαι» = επιθυμώ, επιδιώκω, επιχειρώ, θέλω να κάνω κάτι.
Σαρακατσιάνικο τραγούδι «βουλιώμαι μια, βουλιώμαι δυο, βουλιώμαι τρεις και πέντε...».
Από το ομηρικό «βούλομαι» = θέλω, επιθυμώ, έχω κατά νουν, αποφασίζω, προτιμώ.

«Βουνίζω», «βουνιά» = το κόπρισμα των ζώων, η κοπριά. Κυρίως η κόπρος, το κόπρισμα των βοδιών και των προβάτων. Η κόπρος των γιδιών λέγεται «κακαράτζα».
Από τα ομηρικά «βους» και «νέμω» = βόσκω, νέμω, τρέ¬φω αγέλην βοών, από τα οποία παράγεται και το «βουνόμος» = αγελαδάρης.
Σχετικό και το ρήμα «βουνίζω» = επισωρεύω.

«Βούρλα» = τρέλα των ζώων και β) «Βούρλο» = το έχον «βούρλα» (τρέλα) τρελό πρόβατο.
Από το «βουρλίζω» ή το βυζαντινό «βρυλλον» ή «βρούλλον».
«Βρακανήθρα» = φυτό, άγριο βότανο, χορτάρι με πλα¬τιά φύλλα.
Από το «βράχανα» — άγριαι βοτάναι (Φερεκρ. Αγρ. 2. Λουκ. Λεξιφ. 2).

"Βούρλο-α":Το τρελό πρόβατο, το οποίο δείχνει την τρέλα του με τη συμπεριφορά του. Π.χ. δεν ακολουθεί το κοπάδι, χάνεται, περιφέρεται γύρω από τον εαυτό του κ.λ.π. , που κουνιέται σα το χόρτο βούρλο με το φύσημα του αέρα.
Πιθανή προέλευσή του από το μεσνκ "βουρλίζω”: τρελαίνω, φέρνω κάποιον σε κατάσταση τρέλας ή απελπισίας, εξοργίζω, κάνω κάποιον έξω φρένων, τον κάνω να δέρνεται σα βούρλο (Γ. Μπαμπ. σελ. 387).

"Βούρτσα":Ξύλινο εργαλείο, ύψους 1,5 μέτρου και ανοίγματος διαμέτρου 40 περίπου εκατοστών στα χείλη και 20 περίπου εκατοστών στον πάτο, μέσα στο οποίο "χτυπιόταν" με το βουρτσόξυλο η "κορφή", δηλαδή το ξυνό γάλα που προοριζόταν για αποβουτύρωση και ξυνόγαλο. Από το ρήμα "βουρτσίζω”, που ίσως παράγεται από το αρχ.-ελλ. "βυρσα", που εξελίχθηκε στον μεσν. σε "βούρτσα" (Φ. Κουκουλ. Αθηνά 59, 181 - Ν. Ανδρ. 57).

"Βρομοκλάρι”:Θάμνος με πολύ εύθραστα κλαδιά και μεγάλα πλατειά φύλλα, που αναδίδει μιά άσχημη μυρωδιά. Από τις.αρχ.-ελλ. λέξεις "βρομώ” και "κλάδος" που εξελίχθηκε σε κλαδάριον και κλάριον και κλαρίν (μσνκ.). (Γ. Χα- τζηδάκης Αθηνά 27 ΑΑ 51 κ. εξ. και στην Glotta 22.132 και ΜΝΕ 1, 394 και 399 και Ν. Ανδρ. 58 και 160 και Γ. Μπαμπ. 394 και 900-901).

«Βρουντότριχα» = ασθένεια των ζώων κυρίως των γι¬διών, μικροί σκώληκες αναφαινόμενοι μετά τα πρώτα πρωτο¬βρόχια στο ζώο που βήχει (Hoeg II 127, Ξανθουλίδης Λέξ. Αρχ. V. 1920 σελ. 306).
Από την ομηρική λέξη «βροντή» = βροντή, κρότος, βρόντος, κεραυνός, μπουμπουναριό και το επίσης ομηρικό «θριξ, τριχός» = τρίχα κεφαλής, τρίχα ανθρώπου ή ζώου.

”Βρόχι-α”:θηλιά για κρέμασμα, παγίδα για πιάσιμο πουλιών και ζώων.
Σαρ. τραγούδι: "Στήνει τα βρόχια στα βουνά, τ' αντίβροχα στους κάμπους".
Από το αρχ.-ελλ. "βρόχος" (Γ. Μπαμπ. σελ. 397, Ν. Ανδρ. σελ. 59).

«Βτσέλα ή φττέλα» = μικρό ξύλινο δοχείο νερού που το σέρνει μαζί του, στον ώμο του, ο ποιμένας για τις ανάγκες του.
Πιθανή καταγωγή του από το «βυτίνη» = αγγείον, κοινώς βούτη ή βουτσί (Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής και Καθαρευούσης Σκαρλ. Βυζαντίου 1850). Σχετικό και το ρήμα «βύω» -«ξύσω» - «βέυσμαι» = στουπώνω, γεμίζω, πατώνω.
Υποστηρίζεται η ακόλουθη εξέλιξη : «βυτίνη» > «βυτίον» > «βουτσίον» > «βουτσέλι» > β'τσέλα > φ'τσέλα.
Στους Δρυμάδες της Βόρειας Ηπείρου «β'τσί» λέγουν το μεγάλο βαρέλι του κρασιού.

«Βυζοπιάνω», «βυζόπιασμα» = το πρώτο θήλασμα του αρτιγέννητου ζώου. Συνήθως ο βοσκός κρατεί το αρνάκι στα χέρια του, του ανοίγει με το δάχτυλο το στόμα και βάζει μέσα σ' αυτό τη θηλή της προβατίνας και έτσι κάνει το αρνί το πρώτο «βύζαγμά» του.
Από το «μυζάω», εξ ου το «βυζάω» = ροφώ, βυζαίνω, πιπιλίζω και το «πιάζω» (Δωρ.) και «πιέζω» (Αττ.), από το οποίο το «πιάνω» μεταγενέστερα.

"Βυζοπιάνω":Προσθηλιάζω, βάζω στο στόμα του νεογέννητου αρνιού-κατσικιού τη θηλή, τη ρόγα του μαστού της μάνας του για να βυζάξει.
Από το ρήμα "βυζάνω" που παράγεται από το αρχ.-ελλ. "μυζάω" (Σκ. Βυζαντίου Λεξικόν, 62 P. Kretscher στην Kuhn's Zeit 35.606 και Γ. Χατζηδάκης στο Αεξ. Αρχ. 5,15 κ. εξ.), από το οποίο επίσης παράγεται το μεσνκ "βυζίο(ν)" και μεταγενέστερα βυζίον. Και από το ρήμα "πιάζω" στη δωρική διάλεκτο "πιέζω" (Α. Κοραή Απαντα 140, Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1,81 και στην Αθη- νά 8,129).
Κατά το βυζόπιασμα ο Σ. πιέζει το μαστό να βγάλει γάλα για να φάει το αρνί.

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.