«Χαβδώνω» = καβαλικεύω τη θράκα της βάτρας (τα αναμμένα κάρβουνα) για να ζεσταθούν τα καλυπτόμενα από τα ρούχα κάτω άκρα και το ανάμεσα σ' αυτά μέρος του σώματος. Η κατάσταση αυτή ή μάλλον η θέση που παίρνει ο ζεσταινόμενος με ανοιχτά τα πόδια ή αντικρυστά με τη φωτιά ή πάνω από τη φωτιά λέγεται «χάβδα».
Πιθανώς από το ομηρικό «χάσκω» ή «χαίνω», που στον μέλλοντα γίνεται «χαυνούμαι» = ανοίγω πολύ (το στόμα κυρίως), κοιτάζω κάτι με ανοιχτό το στόμα, «χαζεύω με ανοιχτό το στόμα» (Δ, 182. Ζ, 281. Θ, 150). Σχετικό και το «χαύνος -η -ον» = χάσκων, κενός και το «χαυνόω -ώ» = γίνομαι χαύνος, χαλαρούμαι και το «χαύνωσις -εως» - χαλάρωσις.
Η κατάσταση της χαλάρωσης στην οποία περιέρχεται αυτός που κάθεται «χά6δα» πάνω ή κοντά στα κάρβουνα δικαιώνει τη σημασία του «χαβδώνω» από το «χαυνούμαι».
«Χαβέλας» = χαμένος, άμυαλος, χαζός, άφωνος, αμίλητος, αυτός που ανοίγει το στόμα του και λέει χαζομάρες.
Πιθανή καταγωγή του από το «χάβος» = περιστόμιο, χαλινάρι, φίμωτρο (που τον εμποδίζει να ομιλεί σωστά).
«Χαβώνω» = μένω άναυδος, και σαν να μου έβαλαν το χαλινάρι στο στόμα. Από το «χάίος» = χαλινάρι, φίμωτρο, περιστόμιο, καπίστρι.
«Χαλαλοή» = θόρυβος από πολλές φωνές, θόρυβος από οιμωγές του όχλου, βαζούρα, βουή από φωνές ή περπάτημα του όχλου.
Από το «όχλος» = πλήθος λαού εν κινήσει, άτακτο πλήθος και το «6οψ> = ισχυρά φωνή, κραυγή, < οχλοβοή < χαλαλοή.
«Χαλεύω»= ζητώ, απλώνω το χέρι και ζητώ.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Σύρε και χάλεψε λίγο αλεύρι».
Από το αρχαίο δωρικό ουσιαστικό «χαλτη» = παλάμη, αρχική σημασία «ανοίγω την παλάμη να λάβω κάτι». (Γ. Χατζηδ. στην Επιστ. Επετ. Παν/μίου 9, 45 και εξ. και 12, 38 κ. εξής).
«Χαλκώματα» = τα χάλκινα σκεύη του νοικοκυριού.
Από το «χάλκωμα -ατος» = το από χαλκόν κατασκευασμένον εργαλείον, σκεύος, όργανον κ.λπ.
Ο ίδιος τύπος με το ίδιο νόημα και στην αρχαία ελληνική, παράγωγο του ρήματος
«χαλκόω -ώ» = επικαλύπτω με χαλκό το σκεύος, που λέγεται χάλκωμα.
"Χαλιάς": Γκρεμός γεμάτος από πέτρες και χαλίκια. Πιθανότατα από το αρχ.-ελλ. "χάλιξ,- κος": χαλίκι, λιθάρι (Αριστ. Αποσπ. 205, Πλουτ. 2.690 Ε, Θουκ. 1,93), που πρέπει να εξελίχθηκε σε χαλικιάς και με περικοπή του ικ, κατά την συνήθεια των Σαρ. έγινε χαλιάς.
«Χαρακιάζω» = κάνω την αρχή, αρχίζω, συνήθως κάνω την αρχή του κοψίματος με μαχαίρι, κάνω μια «χαρακιά», «χαραγή», την αρχή.
Οι Σαρακατσιάνοι έλεγαν στη νύφη που ήταν αναγκασμένη να αρχίσει εκείνη ένα τραγούδι στο γάμο της και ντρεπόταν να το ξεκινήσει: «χαράκιασ' το εσύ νύφ' και το λέμι εμείς ύστερα».
Από το «χαράσσω» = οξύνω, ακονίζω, αυλακώνω, εγχαράσσω.
"Χαρακιάζω": Κάνω την αρχή για να κόψω κάτι, χαράσ- σω το σημείο στο οποίο πρέπει να γίνει το κόψιμο, αρχίζω το κόψιμο, κάνω την αρχή κάποιας ενέργειας.
Οι Σαρ. είχαν το έθιμο η νύφη στο χορό που ακολουθούσε το γάμο, όταν ερχόταν η σειρά της να χορέψει, να αρχίζει εκείνη το τραγούδι που θα χόρευε. Οργανα δέν υπήρχαν. Οι Σαρ. τραγουδούσαν και χόρευαν. Η νύφη σεμνή και ντροπαλή δίσταζε να αρχίσει το τραγούδι. Τότε κάποιος από τους πλησιέστερους συγγενείς της έλεγε "Αϊντε νύφ'! Χαράκιασ'το εσύ λίγο και το λέμε εμείς ύστερα". Και εκείνη το ψέλιζε λίγο και άρχιζε ο χορός.
Από το αρχ.-ελλ. "χαράσω" = κάμνω τι οξύ, οξύνω, ακο- νώ, χαράσσω, αυλακίζω. (Ησ. Εργ. κ. Ημ. 571,235,385).
«Χαράρια» = μεγάλα σακιά, ύψους ενάμιση μέτρου και διαμέτρου ανοίγματος ενός περίπου μέτρου, αποτελούμενο απο μάλλινο ύφασμα με ριγωτές γραμμές, στο οποίο «σάκιαζαν» τα ρούχα τους οι Σαρακατσιάνοι και τα μετέφεραν φορτωμένα στα ζώα.
Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «χαράσσω» = αυλακώνω, εγχαράσσω, οξύνω, ακονίζω.
«Χάρβαλο» = πολύ παλιό, εξαρθρωμένο, κατεστραμμένο, άχρηστο, τρύπιο μεταλλικό σκεύος.
Από το «χαλαβρός» < χαλαβρόν < χάρβαλον (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2, 434) ή «χαλαρός» > χαραβλός > χαραβλό (Β. Φάβης στο Λεξ. Δελτ. 1, 115) ή από το «χάλαρο» και «άρ6η-λος» (Γ. Χατζηδ. Αθηνά 20, 583).
"Χαρβαλόστομος"= Ο αθυρόστομος, ο έχων στόμα χάρβαλο, που δεν κρατάει τίποτε χωρίς να το μεταδόσει. Αλλά και ο βωμόλοχος , ο υβριστής.
Από τις λέξεις "χάρβαλο" και "στόμα". Εια το πρώτο ίδετε Α' Μέρος σελ. 165 και το αρχ. "στόμα" (Ν. Ανδρ. 341).
«Χαρτώνω», «χάρτωμα» = καλύπτω, επενδύω με χαρτί. Το χάρτωμα ήταν η εργασία του Σαρακατσιάνου κατά την κατασκευή της καλύβας που ήταν το δέσιμο των οριζόντιων λούρων στα κάθετα σε απόσταση 20-30 πόντων η μία σειρά από την άλλη από τη βάση της καλύβας μέχρι της κορυφής. Με την εργασία αυτή τέλειωνε ο ξύλινος σκελετός.
Από τη λέξη «χάρτης» = χαρτί, αλλά μεταφορικά και «παν φύλλον», «πάσα λεπτή πλαξ» ή φύλλα μολύβδου.
Στον Πόντο χρησιμοποιούσαν τη λέξη «χάρτωμα». Η δια σανίδων συμπλήρωση του σκελετού της οροφής εκαλείτο «υποχάρτωσις» Στον Ιερό Χρυσόστομο απαντάται η φράσις «εύρυθμος τις και δίγλυφος πράξις, το της οροφής κάλλος διαποικίλλουσα ο λέγεται υποχάρτης».
"Χαρχαγγέλια": Μικρά κουδουνάκια που κρέμονταν σε ένα δερμάτινο περιλαίμιο στο λαιμό των ζώων και προκα- λούσαν θόρυβο για να αναγγείλουν στο βοσκό την παρουσία τους ή τον αιφνιδιασμό τους από κάποιο αγρίμι. Πιθανή προέλευση της λέξης αυτής από τον ήχο των κου- δουνιών "χαρ-χαρ" και το αρχ.-ελλ. "αγγέλω" = μεταβιβάζω αγγελία, είδηση που προέρχεται από το ουσιαστικό "άγγελος". (Ιλ. I. 61 7, Θ. 409. Οδ. Δ. 24, Ο. 458).
"Χάσκα"= Είδος παιχνιδιού, που παίζεται τις Αποκριές. Δένεται ένα κομμάτι σκληρός χαλβάς σε ένα σκοινί και με ρυθμικές κινήσεις φέρεται πρός το στόμα του συμπαίκτη, που προσπαθεί να το πιάσει με το στόμα του.
Από το αρχ. "χάσκω"= έχω ανοικτό το στόμα μου χωρίς λόγο. (Ν. Ανδρ. 417).
«Χαψιά» = μπουκιά.
Σαρακατσιάνικη φράση: «Μου πήρε τ' χαψιά απ' το στόμα».
Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «χάπτω» = ανοίγω το στόμα μου και λαμβάνω την τροφή. Οι Σαρακατσιάνοι δεν χρησιμοποιούν ποτέ τη λέξη «μπουκιά».
"Χειμαδιό,-ά": Το λιβάδι που παραχείμαζαν τα τσελιγκάτα, ο τόπος που περνούσαν το χειμώνα οι Σαρ.
Από το αρχ.-ελλ. "χειμάς", από το οποίο παράγεται το επίθετο "χειμάδιος,-α,ον" (Ν. Ανδρ. σελ. 418 και Γ. Μπαμπ. σελ. 19887)= μέρος κατάλληλον για να περάσει κανένας το χειμώνα. (Αριστοφ. Ορνιθ. 1098, Ξεν. Οικ. 5.9).
"Χειρότια": Γάντια.
Από το αρχ.-ελλ. "χειραρτάριον" που εξελίχθηκε σε "χειρόρτι" - χειρότι (Γ. Χατζηδ. Αθηνά 28 ΛΑ 13) και είναι σύνθετη λέξη από το "χείρ" και το "αρτάριον", που είναι παράγωγο του ρήματος "αίρω” (Γ. Μπαμπ. σελ. 1969).
«Χλιάρι» = κουτάλι.
Από το «κοχλίας» = κοχλιάριον με συγκοπή του σε «χλιάριον», «χλιάρι» κατά τη σαρακατσιάνικη συνήθεια.
«Χλιμάρα», «χλιμμένος» = η θλίψη, η κακομοιριά κάποιου, ο θλιμμένος, ο κακομοίρης, ο ταλαίπωρος, ο αξιολύπητος.
Από το «θλίφις -εως» = λύπη, στενοχώρια, θλίψη, από την οποία προέρχεται και η λέξη «θλιμμός» = θλίψη και από το ομηρικό ρήμα «θλίβω -ομαι» = πιέζω, στενοχωρώ, θλίβω, λυπώ. Το «Θ» είναι πολύ συνηθισμένο να μετατρέπεται σε «Χ».
«Χλιμιντρίζω» - «χλιμιτράω» = το χλιμίντρισμα των αλόγων.
Απο το ομηρικό «χρεμετίζω» = χλιμιντρώ επί ίππων (Μ, 51).
«Χλιός -ό»= χλιαρός, χλιαρό. Σχετική είναι και η λέξη «ανάχλια» που χρησιμοποιείται σε σαρακατσίάνικα τραγούδια κατά το πιάσιμο του προζυμιού για το γάμο.
Από το ρήμα «χλίω» = είμαι ή γίνομαι θερμός, είμαι μαλθακός. Από το ρήμα αυτό παράγεται το «χλιαρός», «χλιδή».
"Χλωρόπιτα": Πίτα με βάση το χλωρό τυρί.
Από το αρχ.-ελλ. "χλόη", από το οποίο παράγεται η λέξη "χλιαρός" που εξελίσσεται σε "χλωρός" με τη συναίρεση του α + ο σε ω (Πρβ. Δ. Βαγιάκος Αθηνά 58, 98 εξ. και Ν. Ανδρ. σελ. 421) και το αρχ.-ελλ. "ττίττη", "πίττα", που πρέπει να προέρχεται από το αρχ.-ελλ. "πηκτός,-ή,-όν" (Γ. Μπαμπ. σελ. 1427).
"Χνουδαλο": Το μικρό ζώο, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος άνθρωπος.
Από το αρχ.-ελλ. "κνώδαλον" που όταν αναφέρεται σε ανθρώπους είναι υβριστικός χαρακτηρισμός, σημαίνει ονειδισμόν και ύβριν ("Παντομισή κνώδαλα" Αισχ. Ευμ. 644 - Αριστοφ. Λυσισ. 447 Ο. 17.31 7 και Ησιόδ. Θεογν. 582).
«Χόβολη» = η ανθρακιά, τα αναμμένα κάρβουνα μαζί με τη ζεστή στάχτη.
Κατά τον Φ. Κουκουλέ Αθηνά 30 (1919) σελ. 48 Παράρτημα του Λ' Τόμου παράγεται από τις λέξεις «άθος» = στάχτη, τέφρα και «βάλλω» και γίνεται το «ανθοβόλη» ήτοι ο τόπος όπου βάζεται η στάχτη, που έγινε θόβολη και μετά τη συνηθισμένη τροπή του θ σε φ και του φ σε χ έγινε «χόβολη». Σε πολλά μέρη της Ελλάδος η «χόβολη» λέγεται ανθρακοβόλη (Σέλινο, Κρήτης), θράκα (Θεσσαλία κ.ά.), θρακόβολη (Μάνη), χουβόλή φουγόλ' (Βελβενδός). Υποστηρίζονται και άλλες γνώμες: Ο Αδ. Κοραής, Ατακτα Δ' 685, από «χνόος, χόβος» συν το βάλλω ή από το «χάος» συν βάλλω και ο Γ. Κρομμόδας «Διατριβή επί της καταστάσεως της ενεστώσης κοινής ημών γλώσσης» σελ. 222, από το «χους» και το επιβάλλω.
"Χολοσκάω": Είμαι πολύ στενοχωρημένος, κοντεύω να σκάσω από τη στενοχώρια μου, στάζει χολή το χείλη μου. Από το αρχ.-ελλ. "χόλος"=χολή, οργή, θυμός, μίσος, χόλιασμα (Ο 122, Σ 199, α 433, δ 583 και το ρήμα "σχάζω" = σχίζω, ανοίγω (Αριστοφ. Νεφ. 107, Πλάτ. Κωμ- εν "εο- αρταίς"5).
"Χουλιαρολόγος": Ειδικό ξύλινο σκεύος στο οποίο τοποθετούνται όρθια τα κουτάλια, τα πηρούνια και τα μαχαίρια της οικογένειας. Συνήθως ο χουλιαρολόγος είναι ξυλόγλυπτος. Από τις αρχ.λέξεις "κοχλιάριον", που είναι υποκορ. του κοχλίας, με ανομοιωτική αποβολή του χ (Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 1, 328 και 2,284) και "λόγος" (Ν. Ανδρ. 423).
"Χουλοϊώμαι": αναστενάζω, βγάζω από το στόμα μου στενοχωρημένος τις λέξεις "ώχ-ώχ" τη στενοχώρια μου, το σκάσιμό μου για κάποιο κακό που μου συνέβη.
Σαρ. φράση : "χουλοϊώται άπ' του πρωί ".
Από το αρχ-ελλ. "χόλος", από το οποίο παράγεται το ρήμα "χολόω- ω" και χολόομαι-ουμαι: κάνω κάποιον να νοιώσει πίκρα, στενοχωρούμαι, υποφε'ρω (Γ. Μπαμ. σελ. 1981).
"Χοχλάκα": Πε'τρινη πλάκα λεπτή και πλατειά.
Από το αρχ.ελλ. "κόχλαξ,-κος" = χαλίκι, πέτρα (Δημ. Κρε- κούκιας, Διοσκ. εν. ανωτ. 2,70,3 - Γαληνός 19,118 ).
«Χουιάζω» - «χούιασμα» = φωνάζω δυνατά, φωνάζω με όλη τη δύναμη μου.
Από το Ομηρικό «ιϋζω» = κραυγάζω, χουιάζω (Ομ. Ιλιά-δα . 0, 162. Ρ, 66). Η λέξη πιθανώς παράγεται από τη λέξη «ιού» εξ ου και το «χόυ», από το οποίο «χουιάζω» (I. Πα-νταζ. ένθ. ανωτ.). Το «χούιασμα» από το «ιυγμός» = κραυγή, χούιασμα.
«Χούνη» = κοιλότητα του εδάφους ανάμεσα σε λόφους, χαμήλωμα προστατευόμενο από τον αέρα από τους γύρω του λόφους.
Πιθανώς από το «χώνη» και «χωνίον» και «χώνος» = κοιλότητα στην οποία χύνεται το τηκόμενο μέταλλο, το σημερινό χουνί, με το σχήμα του οποίου ομοιάζει η «χούνη».
«Χούφτα» = πυγμή, φούχτα, ο γρόνθος, η παλάμη ενός χεριού με το περιεχόμενο της όταν κλείνει, κλειστή σφιγμένη παλάμη. Από το «πύκτηςς», από το οποίο παράγεται η «πύκτη» που εξελίχθηκε σε χούφτα < φούχτα - φούχτα - φύκτη = ο δια της πυγμής μαχόμενος πυγμάχος. Σχετικές λέξεις «πυξ», «πυγμή» = γρόνθος, γροθιά.
«Χούχλος» = η βράση των υγρών και κυρίως το τίναγμα στην επιφάνεια του βραζόμενου υγρού και ο θόρυβος που προκαλεί.
Από το «καχλάζω» = πατάγω, ψοφώ, ο ήχος που παράγουν τα υγρά όταν βράζουν > κοχλάζω > χοχλάζω.
«Χτικιάρης» («χτικιό») = φθισικός, άρρωστος, αρρώστια από αγιάτρευτη μεταδοτική νόσο (φθίση).
Από το «εκτίκος -όν» = καχεκτικός,λφθισικός, χτικιάρης, από το οποίο κατά τον Γ.Χατζηδ. (ΜΝΕ 2, 66) παρήχθη το «χτικιάζω».
«Χ(υ)λός» = φαγητό με βραστό αλεύρι σε χυλώδη κατάσταση .
Από το «χυλός» = βραστός χυμός υγρός, παράγωγο το «χέω» = χύνω.
«Χυμίζω» = δίδω εντολή στα σκυλιά να ορμήσουν εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, χυμώ. Ίσως από το «χύμα» = ορμητική ροή, πλημμύρα, που είναι παράγωγο του «χέω» και «χεύω» = χύνω, ρέω, ξεχύνομαι, εξορμώ εις πυκνάς μάζας.