"Υφάδι" = Το νήμα που στον αργαλειό συμπλέκεται -υφαίνεται με το στημόνι και παράγεται το ύφασμα. Από το αρχ.-ελλ. "υφή" = ύφεσις, ύφασμα, το ύφασμα της αράχνης (Αισχ. Αγαμ. 949 Ευρ. Ιων. 1146, εξ ού το υποκοριστικό "υφάδιον" I. Τ .814). (Κ. Κόντος Αθηνά 9,80 Χ. Χαρίτων. Αθηνά 24,257).
"Φάγουσα": Υποθετική πάθηση στο στόμα που να αποκλείει τη δυνατότητα να φάει κάποιος ή να μιλήσει. Συναντάται στην παρακάτω Σαρ. κατάρα: "Σταμάτα να τρώς ή να κουβεντιάζεις. Να βγάλ'ς τ'φάγουσα" (για να μήν ξαναφάς ή να μήν ξαναμιλήσεις).
Παράγωγο του ρήματος "εσθίω" που στον αόριστο β' γίνεται έφαγον - μετοχή φαγών - φαγούσα - φαγόν και με ανέβασμα του τόνου στην προπαραλήγουσα γίνεται φά¬γουσα. Σχετική και η λέξη "φαγέδαινα" (Α. Κορ. Ατ. 4, 632. Γεωργακάς στο Αφιέρωμα Μ. Τριανταφυλλίδης 504).
«Φαλαρός» = φαλακρός, αυτός που δεν έχει μαλλιά σε μεγάλο μέρος του κρανίου του, αυτός που έχει άτριχο, γυαλιστερό, λευκό κρανίο.
Από το ομηρικό «φαληρός», του οποίου ο δωρικός τύπος είναι «φαλαρός» = άσπρος, λευκός (Ιλιάδα Ν, 799 και επ.).
Σχετικό και το ομηρικό ρήμα «φαληριάζω» = ασπρίζω, είμαι λευκός.
"Φαλλ'σμένος": Τρελός, τρελοπαντιέρα, κουτός, τρελός για δέσιμο, τρελός για τα σίδερα.
Ο φαλλ'σμένος μοιάζει κατά τις αρχαίες περιγραφές με τους μετέχοντες στα φαλλικά μυστήρια, οι οποίοι τραγουδούσαν φαλλικά άσματα, έκαναν χειρονομίες κραδαίνοντες τον φαλλόν και λάμβαναν μέρος στα βακχικά όργια. Έδιδαν την εντύπωση και εκείνοι εκστασιαζομένων τρελών. Γι' αυτό και η πιθανή καταγωγή είναι από το αρχ.-ελλ. "Φαλλός" = ομοίωμα ανδρικού μορίου ή "φαλλικός, -ή, -όν" = ο ανήκων είς τον φαλλόν και την κατάληξη -μένος. (Ηρόδ. 2,48, 49 Αριστοφ. Αχ. 243, Λουκ. Περί της Συρίης Θεού 16).
«Φεγγίστρα» = μικρό παραθυράκι της καλύβας, για να μπαίνει μέσα λίγο φως και να βγαίνει ο καπνός της φωτιάς που άναβαν σ' αυτή. (Ιδέ ετυμολογία στο επόμενο).
«Φέξος» = το καντήλι που φωτίζει ένα χώρο.
Από το ομηρικό «φέγγος -εος» = φέγγος, φως, λάμψη, φεγγίτης.
"Φηρός,-ή,-όν": Λειψός, το άνοιγμα του σκεύους που δεν κλείνει αεροστεγώς, το σκεύος γενικά που δεν κλείνει με το καπάκι του αεροστεγώς και υδατοστεγώς. Συνέβαινε με τους Σαρ. με το "κλειδοπίνακο", στο οποίο αποθήκευαν το υγρό φαγητό τους ή το υγρό (τυρί, για¬ούρτι, γαλοτύρι) προσφάι τους που κουβαλούσαν στον τρουβά μαζί τους. Αν ήταν "φηρό" χύνονταν και τους λέ¬ρωνε τον τρουβά και τα περιεχόμενα του. Σαρ. φράση: "Ηταν φηρό το κλειδοπίνακο. Με πήραν τα ζ'μιά απ'τ'ς πλάτες".
Από το αρχ.-ελλ. "φήρ, -ρός" που στην Αιολική διάλεκτο απαντάται ως "θήρ'-ρός" κατά το "φηκάρι" που έγινε "θηκάρι" (Ιλιάδα Α 268, Β.743).
"Φιδιασμένος": Ο δαγκωμένος από το φίδι, το δαγκωμένο από φίδι μέρος του σώματος. Από το "όφις" = φίδι (Μ.208) και το ρήμα "δάκνω" = δαγκάνω, δαγκώνω, (Σ. 585, Ε. 493).
Είναι γνωστή και η λέξη "οφεόδηκτος" = τσιμπημένος, δαγκωμένος από φίδι (Ευστ. 330,12).
"Φιδοχόρτι"= Ποώδες φυτό, το φιδοβότανο. Πιστεύεται ότι θεραπεύει από τα δαγκώματα των φιδιών. Από τις αρχ.-ελλ. λέξεις "όφις", που εξελίχθηκε σε "οφίδιον" (μσνκ) και "χόρτος" (Γ. Μπαμπ. 1904 και 1985 και Ν. Ανδρ. 399 και 422).
«Φιλεύω» = φιλοξενώ, φέρομαι μετά τρυφερότητος, φέρομαι φιλικώς, υποδέχομαι τινά φιλικώς, τον «καλωσορίζω», τον κάμνω φίλον μου.
Σχετική η αρχαία ελληνική φράση: «παρ’ άμι φιλήσες = θα φιλοξενηθής παρ' ημίν, θα μας είσαι ευπρόσδεκτος ξένος».
Το «φιλεύω» το χρησιμοποιούν οι Σαρακατσιάνοι, αλλά και οι λοιποί Έλληνες με την έννοια φιλοξενώ, παραθέτω γεύμα.
"Φιλί ή Φελί" = Φέτα, κομμάτι πίτας κυρίως. Κατά τον Α. Κοραή, Ατακτα 1, 1 79 και Meyer N.S. 3,69, είναι υποκοριστικό του "(ο)φελλα", ofella, που στα μσνκ. έγινε "οφέλλιον".
«Φ’(ι)λιά», «φιλιά» = η φιλοξενία, η παράθεση τραπεζιού και η περιποίηση του ξένου.
Παράγωγο του ομηρικού «φιλέω -ώ» = αγαπώ, φέρομαι φιλοφρόνως μετά τρυφερότητας και ευμενείας, υποδέχομαι φίλο δια να τον φιλοξενήσω.
«Φιλύκι(το)» = θάμνος αειθαλής με μικρά φύλλα. Μοιάζει με το πουρνάρι. Δέν είναι όμως αγκαθωτά τα φύλλα του.Τώρα λέγεται «κιτρινόξυλο» από το κίτρινο χρώμα που λαμβάνει ο βλαστός μετά την ξυλογλυπτική επεξεργασία του. Από το «φιλύχη» με την ίδια έννοια. 2, 556).
Από το αρχ.-ελλ. "αείφαλλος" = φιλύκι (Θεόφραστος: Περί φυτών ιστορία 1,9,3 και 3,3,3).
«Φλάω» = φιλώ, ασπάζομαι.
Οι Σαρακατσιάνοι δεν λένε «φιλώ», αλλά «φλάω».
Σαρακατσιάνικη φράση: «Δεν θέλω να με φλας». Είναι πιθανή η εκδοχή ότι προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «φλάω» = συντρίβω δια των οδόντων, καταβροχθίζω λαιμάργως, μαλάσσω πληγάς. Στον Αριστοφάνη απαντάται η φράση «πάσι κακοίσιν ημάς (τας γυναίκας) φλώσιν... άνδρες» Αποσπ. 116.
Το «φιλέω -ώ» σημαίνει αγαπώ, «φιλοξενώ, φέρομαι προς κάποιον ως φίλος». Η έννοια του «φιλώ» ως εκδήλωση έρωτος, ασπασμού κ.λ.π. δεν υπάρχει στον Όμηρο, ο οποίος για να την αποδώσει χρησιμοποιεί το ρήμα «κύσω», «κύσαι» (Λεξ. II σελ. 541).
«Φολλίνα» = το τομάρι, το «τουλούμι», το δέρμα που χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση τυριού, μετά τη χρησιμοποίηση του.
Πιθανώς από το «φολλίς -ίδος» = το φολλιδωτό δέρμα των όφεων, η κηλίς ή στίγμα δέρματος λεοπαρδάλεως ή πάνθηρος.
Η «φολλίνα» μετά τη χρησιμοποίηση της παρουσιάζει κηλίδες, φακίδες, απο τα άλατα του τυριού και την υγρασία και γι' αυτό και είναι άχρηστη για επαναχρησιμοποίηση.
«Φουκαλίζω»= σκουπίζω το έδαφος με τη σκούπα, το σάρωθρο, που κατά κανόνα απετελείτο από τα χορτάρια του φυτού «φουκαλιά».
Ο Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ Α 105 ισχυρίζεται ότι παράγεται από το ρήμα «φιλοκαλέω -ώ» = είμαι φίλος του καλού, καλλύνω, καθαρίζω- (φιλοκαλώ > φλοκαλώ > φρουκαλώ κ.λπ.).
Το πρόβλημα είναι αν το φυτό των Σαρακατσιάνων «φουκαλιά», εξ ου το «φουκάλι» = σκούπα, σάρωθρον, παράγεται από το «φιλοκαλέω» ή όχι.
α) «Φουλτάκα», β) «φουλτακίζω»= α) φουσκάλα στο δέρμα από κάψιμο ή από άλλο λόγο, β) βγάζω φουσκάλα.
Από το «φλύκταινα» = φουσκαλίδα του δέρματος και το «φλυκταινόομαι -ούμαι» = γεμίζω φουσκαλίδες, φουσκαλιάζω.
"Φουρλατάω" ή "Σφουρλατάω": Στριφογυρίζω σάν σβούρα. Λέγεται για το άλογο κυρίως που είναι ανήσυχο, κάνει νευρικές κινήσεις, χτυπάει τα πόδια του στο χώμα, ξεφυσάει από τη μύτη, στριφογυρίζει. Πιθανή προέλευση του από το "σφονδύλιος" ή "σφόνδυλος" αντί του σπόνδυλος" = ραχοκοκαλιά, αλλά και σφοντύλι, που έχει το ίδιο σχήμα με τους σπονδύλους και μέσω αυτού περνάει το αδράχτι, όπως ο νωτιαίος μυελός από το σπόνδυλο.
Το "σφόνδυλος,-ιος" απαντάται στον Ομηρο (Υ 483). Πιθανή εξέλιξη λόγω και του ήχου "σβουρ" ή "σφουρ" που παράγεται κατά την περιστροφή και στη συνέχεια σφόνδυλος > σφούρλα > φούρλα + κατάληξη -άω. Κατά τον Παν. Αραβαντινό (Ηπειρ. Γλωσσ. σελ. 95) στην Ηπειρο είναι γνωστό το πτηνό "Φουρλάίδα" ήτοι μικρό πτηνό, που συνέχεια μετακινείται πρός τα εδώ και πρός τα εκεί. Ο Π. Αραβαντινός παράγει το όνομα του από το "φούρλα" = σβούρα. Και προσθέτει ότι "φουρλαΐδα" λέγεται και ο άστατος, ο επιπόλαιος άνθρωπος.
«Φούσκα», «φουσκάλα» = έξαρση του δέρματος συνεπεία τραύματος από χτύπημα ή κνισμού από τσουκνίδα. Από το «φύσκη» = φούσκα, ο κάλος των χεριών.
«Φούσμα» = φόρα για πήδημα, φόρα για να φύγω γρήγορα, να τρέξω.
Πιθανή προέλευση του από το ομηρικό «φεύγω - φευζού-μαι - έφυγον» = φεύγω, τρέπομαι εις φυγήν.
"Φρουξυλιά": Κουφόξυλο ήτοι δένδρο με κούφιο ξύλο στο εσωτερικό του κορμού και των κλάδων του. Δένδρο όχι σκληρό, αντίθετα πολύ αφράτο, χρησιμοποιούμενο από τα παιδιά για να κατασκευάζουν το παιχνίδι τους που είναι γνωστό ως "τσουφλέκα".
Από το αρχ.-ελλ. "αφρός" και τη λέξη ξύλον που προέρχεται από το ρήμα "ξύω" (Ν. Τωμαδάκης Αθηνά 70,3 κ.εξής) και έγινε η αλαφροξυλιά (βλ. Ιστορ. Αεξ. 1,140 και 3,347).
"Φτάσμα": Το φτασμίτικο ψωμί δηλ. το άζυμο ψωμί. Η Σαρ. το ζύμωνε κρυφά με πολύ προσοχή και με ιδιαίτερες προφυλάξεις. Φρόντιζε να μήν το μαθαίνουν ούτε οι οικείοι της. Υπήρχε η πρόληψη ότι άν το μάθαιναν ότι ζύμωνε και ψήνει φτασμίτικο ψωμί εκείνο δέν θα "γινόταν", δέν θα "έπιανε", όπως έλεγαν γιατί δέν είχε ζύμη,.
Κατά τον Μ. Στεφανίδη (Αθηνά 29 ΛΑ 1 76 κ.εξ.) από το μεταγενέστερο "αυτό-ζυμός" = εκείνο που ζυμώνεται μόνο του χωρίς προζύμι.
"Φτελιάς": Είδος αειθαλούς δένδρου. Η απαντωμένη στον Ομηρο "πτελέα" (Ιλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350 Ησ. Εργ. και Ημ. 433, Αριστοφ. Ντφ. 1008). Το Τούρκικο "καρά αγάτς" δηλαδή το μαύρο δένδρο. Οι Σαρ. δέν χρησιμοποιούσαν ποτέ για το "φτελιά" την Τουρκική ονομασία, ενώ τη χρησιμοποιούσαν οι Θεσσαλοί του κάμπου.
"Φτέρη": Είδος μονοετούς χορταριού, με ημιξυλώδη βλαστό ύψους μέχρι ενός μέτρου.
Από το αρχ.-ελλ. "πτερίς,-ίδος": φτέρη (Θεόφρ. Π. Φυτών Ιστ. 1,2,5 Οεόφρ. 3,14 Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικά Τόμ. Α' ο. 355, 863).
«Φτιασίδια» ή «φκειασίδια» = τα διάφορα υλικά με τα οποία φρόντιζε και επεριποιείτο την επιδερμίδα της η Σαρακατσιάνα. Σπάνια απασχόληση της. Κατά κανόνα μόνον ενόψει των αρραβώνων ή του γάμου της.
Υποκοριστικό του «ευθείασις», που παράγεται από το ρήμα «ευθειάζω» = διορθώνω (Φ. Κουκούλες Επετ. Βυζ. Σπουδ. 7, 33 Ν. Ανδ. ένθ. ανωτ. σελ. 414). Από το ρήμα «ευθειάζω» προέρχεται και το ρήμα «φθειάνω» > «φτιάνω» γεγονός που ενισχύει τη γνώμη αυτή γιατί τα «φκειασίδια» κατασκευάζονταν, φκειάνονταν. Υποστηρίζεται και η άποψη ότι προέρχεται από το ουσιαστικό «φύκος» = καλλυντικό, κοκκινάδι.
"Φτίνα ή βτίνα" = Πήλινο δοχείο χωρητικότητας 2-3 κιλών, στο οποίο οι Σαρ. έπηζαν το γάλα που γινόταν γιαούρτι. Η "φτίνα" ήταν και ένα βαθύ μεγάλο πήλινο πιάτο, ένα αβαθές δοχείο από ψημένο πηλό. Από το αρχ.-ελλ. "πυτίνη" ή "βυτίνη" ή από το αρχ.-ελλ. "βυττις" ή "βύτις" ή "βούττης" ή "βυττίον"= λαγήνι. (Ν. Π. Ανδριώτης Θεσ. 1967 σελ. 57 - Ετυμολ. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής).
"Φτσέλα": Φορητό ξύλινο δοχείο-σκεύος για εναποθήκευση, συντήρηση και μεταφορά νερού. Συνήθως το χρησιμοποιεί ο τσοπάνης, που το κουβαλάει μαζί του, ιδίως στις άνυδρες περιοχές.
Οι Εrnur και Μeillet θεωρούν ότι είναι παράγωγο του αρχ.-ελλ. "πυτίνη" = πλεκτή λάγνος ή φλασκίον κεκαλυμμένον διά πλέγματος ιτέας ή λύγου (λυγαριάς δηλαδή) (Πο-λυδ, Ζ. 1 74. - Ησύχιος).
Ορθότερη πρέπει να είναι η άποψη ότι είναι παράγωγο του αρχ.-ελλ. "βυτις" ή "βούττις" και "βυτίον" ή "βυτίνη".
«Φτύματα» = τα μικρά άσπρα σκουληκάκια που σχηματίζονται από τα αυγά που ρίχνει φτύνοντας η μύγα επάνω στα τρόφιμα.
Από το «πτύσμα, -τος» = πτυόμενος σίελος, φτύσμα, το πτύελον, που προέρχεται από το ομηρικό «πτύω» = πτύω, φτω, φτύνω (ψ, 697).
«Φυντάνι» = το νεαρό δένδρο που φυτρώνει και αναπτύσσεται κοντά στα μεγάλα, το νεαρό δενδρύλλιο με τον μαλακό βλαστό - κορμό.
Από το ομηρικό «φυτόν» - δέντρο, φυτό, με υποκοριστικό το «φυτάνιον» και κατά την προφορά έγινε «φυντάνι» (I. Πα-νταζ. ένθ. ανωτ.).
«Φ'ταλειά» = είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με ζυμάρι και τυρί και ψήνεται στη βάτρα.
Το ψωμί αυτό είναι πολύ νόστιμο όταν τρώγεται ζεστό.
Με κάθε επιφύλαξη, γιατί πρέπει να ερευνηθεί η προέλευση της λέξης πιο πολύ, μπορεί να υποστηριχθεί ότι προέρχεται από την ομηρική λέξη «φυταλίη» = φυτεία δέντρων ή αμπέλων ή από το ρήμα «φυτεύω» που κατά μία έννοια του σημαίνει και παρασκευάζω.
"Φύτρα": Γενικά, φυλή, γένος. Συνηθισμένη Σαρ. ύβρις: "Γαμώ τή φύτρασ'". Από την αρχ.-ελλ. "φυτρα"= "φύτλη", φύσις, γενεά, φυλή, γένος (Πίνδ. Ο. 9, 81, Π. 9.59, Ορφ. Αργ. 428).
«Φώρα» = αποκάλυψη, φανέρωση.
Από το ομηρικό «φωρή» ή «φώρη» και ο δωρικός τύπος «φώρα» = κλοπή, αλλά και ανακάλυψη, έρευνα, αναζήτηση προς εύρεση κλοπιμαίων.
Σχετικό και το ρήμα «φωράω -ώ» = αναζητώ κλέπτην, ανιχνεύω, ανακαλύπτω.
«Φωτίκια» = τα δώρα του νουνοό κατά το βάπτισμα ή με την ευκαιρία του βαπτίσματος στο βαπτιστήρι.
Από το «φωτίζω» = δίδω φως, εκπέμπω φως, ακτινοβολώ, βαφτίζω
"Φωτογόνι" = Η φωτιά κατά το πρώτο της άναμμα, η φωτιά με την οποία άναβαν κάποια άλλη, η φωτιά - βάση κάθε άλλης που άναβε από αυτή.
Σύνθετη λέξη από το αρχ.-ελλ. "φώς-φωτάς" και "γόνος".