"Ζάβατος": Θόρυβος, οχλοβοή, κυρίως θόρυβος από τα πέλματα των πολλών ζώων που διαβαίνουν τρέχοντας ή περπατούν γρήγορα όλα μαζί.
Από το αρχ.-ελλ. "ζάβατος": περαστικός, διαβατός, ο διαβάτης (Αιολ. Σαπφώ 150 Bgk) ή το "ζάβοτος": πολύφορ- βος και πολύκτηνος (Ησύχιος, Φώτιος, Σουίδας).
Ίσως όμως να προέρχεται η λέξη "ζάβατος" και από το "ζώον-α" (και ζα) και το ρήμα "βαίνω" (Ιλ. Ρ. 359, Πλάτ. Φαίδρ. 252 Ε).

«Ζαβοτόπι» = το όχι ίσιο έδαφος, το έχον απότομη κλίση, στο οποίο είναι πολύ δύσκολη η ανάβαση και η πορεία.
Κατά τον Α. Κοραή Ατ. σελ. 152 από το «σαβός» = βακχεύων τρελός και το «τόπος». Η τροπή του σ σε ζ είναι συνήθης κατά τον Κοραή.
Υποστηρίζεται όμως και η γνώμη (Χατζηδ. Επιστ. Επετ.III 96) ότι προέρχεται και από την ομηρική λέξη «στρεβλός» (Ιλιάδα Ρ, 47) = διεστραμμένος, στραβός, αλλοίθωρος και το «τόπος».

α) «Ζαλίκι», β) «Ζαλικώνομαι» = α) επί ανθρώπων φορτίο μεταφερόμενο δεμένο στην πλάτη, β) το φόρτωμα στην πλάτη του ζώου, φορτώνομαι.
Από το «ζαλιά» -«ζαλώνομαι» = φορτώνομαι - «ζάλη» -«σαλεύω» (Γ. Χατζηδ. Αθηνά 28 ΛΑ 6 και εξ.). 

«Ζάρκος -ο» = το γίδι που δεν είχε καθόλου τρίχωμα.
«Ξεζάρκωτος» = ο μη ενδεδυμένος, ο γυμνός.
Ίσως από το «δορκάς», μεταγενέστερα «ζορκάς» = ζαρ¬κάδι. Το ζαρκάδι ως γνωστόν έχει πολύ κοντό τρίχωμα, που σχεδόν δεν διακρίνεται. 

«Ζάφτω» = χτυπώ.
Σαρακατσιάνικη φράση: «θα σε ζάψω μία π' θα τ' θυμάσ' (ι) σ' όλη σ' τ' ζωή».
Από το ομηρικό «ιάπτω» - «διάφτω» = ρίπτω, τινάζω, προσβάλλω, κινώ, διεγείρω, κτυπώ, εκτείνω τας χείρας κατά του ωραίου σώματος, τύπτω το στήθος εκ θλίψεως, τραυμα¬τίζω, βλάπτω (Μ. Δέφνερ, Μ. Φιληντ. Γλωσσογν. 1, 148). 

"Ζ'γούρι": αρνί 10 μηνών έως 2 χρόνων περίπου.
Από το αρχ.-ελλ. "ζυγός": διπλός και την κατάληξη "ούρι" (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν.1, 217) - Μεσνκ: "Ζυγούριν" (Υμν. Ομ. Εις Δημ. 21 7, Πλάτ. Τμ. 63 Β).

"Ζεύλα": Το τεντωμένο πόδι, που μοιάζει σαν ξύλο.
Σαρ. φράση: "Μάσε τ'ζεύλα σ'να περάσου".
Πιθανώς είναι η απαντώμενη στον Ομηρο "ζευγλη" (Ιλ. Ρ. 439, Τ. 406), στον Αισχ. Πρ. 463 και στον Ηρόδ. 1.31: Το καμπύλον μέρος του ζυγού, αλλά και ιμάς και ξύλον.

«Ζέχνω» = μυρίζω άσχημα, βρομάω, βγάζω άσχημη μυρωδιά.
Από το ομηρικό «όζω» = μυρίζω. Αόριστος = όζεσα, από το οποίο παρήχθη το οζένω - ζενω - ζέχνω.

«Ζιόγκος» = διόγκωση, προεξοχή ενός σημείου του κορμού του ξύλου από το οποίο ξεκινούσε κάποιο κλωνάρι και είναι στο σημείο εκείνο πιο παχύς ο βλαστός, ο κορμός, σαν να είναι πρησμένος.
Από το «διογκόω-ώ» = διαιρούμαι εις δύο κλάδους, εκβάλ λω κλάδους, από το οποίο παράγεται η λέξη «δίοζος» = ο έχων δύο κλάδους. 

«Ζούδι -α» = ζωύφιο, ερπετό.
Από το ομηρικό «ζώος -η -ον» = ζωντανός, ζων, βροτός (Π, 50. Ψ, 187) που έχει υποκοριστικό το «ζώδιον» (Ν. Ανδρ. ένθ. ανωτ. σελ. 114). 

«Ζούλιο» φρούτο = το μη σκληρό, εκείνο που όταν το πιέζεις είναι μαλακό, γεννώμενο, ώριμο, όχι άγριο και σκληρό.
Από το «διυλίζω» (Κοραή Ατ. Β 144) που έγινε το όψι¬μο μεσν. «ζουλώ» > ζουλίζω (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1, 114, και εξ.).

«Ζουπάω -ώ» = πιέζω δυνατά, του βγάζω το ζουμί πιέζοντας.
Από το «Δι-οπίζω» = βγάζω τον «οπό» του δηλ. το χυμό του (οπός = χυμός φρούτου). (Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 1, 147). 

«Ζούρα» = κατακάθι, άχρηστες στερεές ύλες που μένουν στον πάτο του δοχείου που περιέχει κάποιο υγρό (κρασί, γάλα, νερό κ.λπ.).
Από το ομηρικό ρήμα «ιζάνω» = κατακαθίζω, κάμνω τι¬νά να καθίσει, τοποθετώ. Σχετικό είναι και το επίσης ομηρικό «ίζω» = καθίζω, κάμνω κάποιον να καθίσει, κάθημαι, ησυχά¬ζω, κατακαθίζω.
Από το «ίζω» παράγεται και το «ίζημα» = κατακάθισμα, βύθιση, υποχώρηση προς τα κάτω. 

«Ζούφιος» ή «τζούφος» (επιρ.) = άδειος, κενός περιεχομένου. Το «τζούφος» = δεν έγινε τίποτε, μηδέν αποτέλεσμα, κανένα φως, πλήρες σκότος στην προσπάθεια.
Από το ομηρικό «ζόφος» - σκοτεινός, το σκότος, «σκοτάδι», αραιός τα εντός, απύκνωτος, χαύνος και ουχί πυκνός λ, 57. υ, 356. Φ, 56. Ψ, 51).

"Ζοφός": Κούφιος, άδειος, αδύνατος, κοκκαλιάρης.
Σαρ. φράση: "Ού κακομοίρ'ς. Είναι ζοφούτσ'κους".
Από το αρχ.-ελλ. "σομφός": κούφιος, άδειος, σπογγώδης, πορώδης, αραιός (Ιππ. 408.12, Αριστοτ. Εν "Λεβ". 5.10).

"Ζοχός, Ζοχιά": Είδος φυτου, πόας.
Από το αρχ.-ελλ. "σόγχος" ( Α. Κοραή Ατ. 1, 233, Γ. Χατζ. δ. ΜΝΕ 1,112). Αντιφάν. Εν Αδήλ. 1 και σόγκος, Θεοφρ. Π. Φυτ. Ιστ. 4.6.10., 6.4,3.

"Ζυγός": Η κορυφογραμμή, ο αυχένας , το φρύδι της ράχης από το οποίο βλέπει κανένας και πρός τις δύο πλευρές του βουνού.
Αρχαίες φράσεις: "επί ζυγός αυχένι κείται" (Υμν. Ομ. είς Δήμ. 217), "εχθροίσιν υπό ζυγόν αυχένα θήσω" (Θεογν. 1023), "υπό ζυγώ λόφον δικαίως είχον" (Σοφ. Αντ. 291). Από το αρχ.-ελλ. "Ζυγόν (το)" ή "ζυγός (ό)": Το ξύλο που προσδένεται στους αυχένες των δύο ίππων που σύρουν την άμαξα, το εγκάρσιο ξύλο του υφαντικού ιστού, η φά- λαγξ του ζυγού (ζυγαριάς), η κατά πρόσωπον γραμμή των στρατιωτών, όχι η κατά βάθος (Οδ. Γ. 383, Ιλ. Ω. 576).

«Ζύγρα» = πυκνή ακανθώδης συνήθως συστάδα θάμνων κοντά σε ποτάμια, λίμνες και γενικά σε υγρά μέρη. 
Από το «δίυγρος -α -ον» = υγρός τόπος, τόπος πλήρης υγρασίας, κάθυγρος, απαλός, ξεπλυμενος (Γ. Χατζηδ. Αθ. 1, 279).

α)«Ζυγώνω» = πλησιάζω, έρχομαι κοντά σε κάτι άλλο, β)«Αζύγωτος» = απλησίαστος.
Από το «ζυγόω -ώ» = μπαίνω στον ίδιο ζυγό, ζευγαρώνω εν ζεύγος, σκάπτω ομού, συνδέω, δαμάζω, υποδουλώνω, πλη¬σιάζω. 

«Ζύι» (ζύγι) = το βάρος που λογίζεται, το αποτέλεσμα του ζυγίσματος, τα βαρίδια που χρησιμοποιούνται κατά το ζύγισμα.
Από το ομηρικό «ζυγός» και «ζυγόν», που. έχει υποκορι¬στικό το «ζύγίον» = ζύγι, ζυγαριά (Ακύλ. Παροιμ. 11,1. Lid-Scott. 1, 423).
Κατά τον Γ. Χατζηδ. ΜΝΕ 2,67 από το «ζυγιάζω».
Κατά τον Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 3, 76 από το «ζυγίζω». 

«Ζ(υ)μάρι» = το προζύμι και είδος φαγητού πίτας με ζυμωμένο αλεύρι και τυρί και γενικά το ζυμωμένο αλεύρι.
πιθανώς υποκοριστικόν του «ζύμη» = προζύμι, φύραμα. Σχετικό και το «ζυμόω-ώ» = κινώ την ζύμωσιν, βάζω προζύμι.

"Ζωστάρια": Εχει δύο έννοιες: 1) Η ανδρική και κυρίως η γυναικεία ζώνη της μέσης, που ήταν πολύ πλατειά και αποτελείτο από ύφασμα, αλλά και από δέρμα.
2) Τα οριζόντια ξύλα (λούρα) του σκελετού του καλυβιού, αλλά και κάθε άλλου φράχτη, που σχημάτιζαν με τα κα- τακόρυφα (μπηχτάρια) το σκελετό τους.
Από το "ζωστήρ -ήρος": ζώνη, ζωστήρ των πολεμιστών, ζωνάρι, "σελάχι" (Δ. 132 εξ. 186, 215, Υ 414).
Σχετικές είναι και οι λέξεις "ζώστρα" (Θεοκρ. 2.122) και το επίθετο "ζωστήριος,-α,ον": ο έχων ζωστήρα..

«Ζώστρα - ζωστάρι» = η ζώνη με την οποία σφίγγει τη μέση του ο Σαρακατσιάνος ή η Σαρακατσιάνα ή σφίγγουν το σαμάρι του ζώου στο σώμα του. Η ζώστρα στο ζώο λέγεται και «ίγγλα». 
Από το ομηρικό «ζωστήρ -ηρος» = η ζώνη γενικά, η ζώνη του πολεμιστού αλλά και η γυναικεία ζώνη. Το «ζωστάρι» υπο¬κοριστικό του «ζωστήρ».

Sorry, this website uses features that your browser doesn’t support. Upgrade to a newer version of Firefox, Chrome, Safari, or Edge and you’ll be all set.